Νεκτάριος Ταβερναράκης, Καθηγητής της Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Κρήτης, Πρόεδρος του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΤΕ) και του European Institute of Innovation and Technology (EIT)
Στην εισαγωγική του ομιλία ο καθηγητής ανέφερε τα εξής:
«Η βιοτεχνολογία αφορά εφαρμογές της βασικής βιολογικής έρευνας στην κοινωνία. Έτσι, λοιπόν, έχουμε εφαρμογές που αφορούν από την επισιτιστική ασφάλεια, για παράδειγμα, την ασφάλεια στην παροχή τροφίμων, και την κλιματική αλλαγή μέχρι τις εφαρμογές που αφορούν την υγεία, τα φάρμακα. Πρόκειται για ένα ευρύ πεδίο με οικονομική δραστηριότητα που το 2023 ξεπέρασε το ένα τρισεκατομμύριο δολάρια παγκόσμια.
Προφανώς, η χώρα μας πρέπει να παρακολουθήσει αυτές τις εξελίξεις, πρέπει να τις αξιοποιήσει. Τα τελευταία χρόνια, για να έρθουμε στο θέμα του συνεδρίου, κυρίως δύο τεχνολογίες είναι αυτές που έχουνε καθορίσει την πορεία της βιοτεχνολογίας. Τη μία, τη γνωρίζετε όλοι, είναι η ανάγνωση του DNA. Το διάβασμα του DNA μας, δηλαδή. Αυτό ήταν ένα επίτευγμα πολύ σημαντικό. Πριν από 20 χρόνια, την πρώτη φορά που έγινε εφικτό να διαβάσουμε το ανθρώπινο DNA, κόστισε πάνω από μισό δισεκατομμύριο δολάρια και χρειάστηκε πάνω από 15 χρόνια για να γίνει. Η ίδια ανάλυση σήμερα γίνεται με λιγότερο από 500 ευρώ και σε μερικές μέρες.
Μάλιστα, πιστεύω ότι στα επόμενα χρόνια, το κόστος της ανάγνωσης του DNA θα πέσει κάτω από τα 100 ευρώ. Πρόκειται, αν το θέλετε, για έναν εκδημοκρατισμό που έχει επιφέρει η τεχνολογία. Θα κοστίζει, λοιπόν, αυτή η εξέταση λιγότερο απ’ ότι κοστίζει μια γενική αίματος και θα μας επιτρέψει να γνωρίζουμε τι γονίδια κληρονομήσαμε από τους γονείς μας, αν υπάρχει προδιάθεση για συγκεκριμένες ασθένειες, ειδικά για καρκίνους για παράδειγμα, νευροεκφυλιστικά νοσήματα που έχουν μια πολύ σημαντική γενετική συνιστώσα, και συνεπώς να εστιάζουμε εγκαίρως στην πρόληψη.


Έχουμε, λοιπόν, αυτή την τεχνολογία ανάγνωσης DNA. Αλλά πλέον έχουμε περάσει και στο άλλο επίπεδο που θα τη χαρακτηρίσω ως την πυρηνική ενέργεια του 21ου αιώνα σε ό,τι αφορά τις εξελίξεις στην επιστήμη, την τροποποίηση του DNA. Δεν μιλούμε πια για ανάγνωση, αλλά και για τη δυνατότητα που έχουμε πλέον να αλλάξουμε τα γονίδιά μας, όχι μόνο να τα διαβάσουμε. Αυτό προφανώς ανοίγει σημαντικούς δρόμους που αφορούν γονιδιακές θεραπείες και το βλέπουμε ήδη. Για παράδειγμα, υπάρχει σε στάδιο κλινικών δοκιμών, γονιδιακή θεραπεία για τη μεσογειακή αναιμία, με τέτοιου είδους τεχνολογίες. Είναι οι περίφημες τεχνολογίες CRISPR-Cas για όσους έχετε ακούσει. Μάλιστα, δόθηκε το βραβείο Νόμπελ πριν από δύο χρόνια στον χώρο αυτό σε δύο ερευνήτριες που ανέπτυξαν αυτές τις τεχνολογίες. Ανοίγει πλέον ο δρόμος, λοιπόν, ακόμα και για γενετική τροποποίηση του ανθρώπου. Και ίσως και να ακούσατε πριν από περίπου 5-6 χρόνια, το 2018 έγινε αυτό, είχαμε και τη γενετική τροποποίηση ανθρώπων πλέον. Δηλαδή, είχαμε τη γέννηση μωρών που είχαν τροποποιηθεί έτσι ώστε να είναι ανθεκτικά στον ιό του AIDS, τον HIV. Αυτό, λοιπόν, είναι πράξη πια. Δεν μιλούμε για κάτι που θα συμβεί στο μέλλον. Μιλούμε για κάτι που γίνεται τώρα και που στην ουσία ανοίγει τους ασκούς του Αιόλου και κάνει, αν το θέλετε, εφικτά, πράγματα όπως ευγονική και άλλες παρεμβάσεις που, προφανώς, θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί πριν προβούμε σε αυτές.
Τώρα, προφανώς ένας άλλος παράγοντας που έχει επιταχύνει την εξέλιξη στον χώρο της βιοτεχνολογίας είναι η τεχνητή νοημοσύνη, το αντικείμενο του προηγούμενου πάνελ. Να πω εδώ ότι η τεχνητή νοημοσύνη αποτελεί προφανώς ένα πανέμορφο εργαλείο, ένα πολύ ωραίο και πολυδύναμο εργαλείο, το οποίο μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ποικιλοτρόπως στην βιολογία, και στην βασική έρευνα αλλά και στην εφαρμοσμένη. Αναφέρθηκε η ανάλυση της δομής των πρωτεϊνών, που είναι ένα στάδιο προαπαιτούμενο για την ανάπτυξη φαρμάκων, καινοτόμων φαρμάκων. Αυτό πλέον γίνεται με εξαιρετικά σημαντική επιτυχία και έχουμε κι εκεί μάλιστα ελληνική συμμετοχή, στις εξελίξεις αυτές. Αλλά επίσης και σε ό,τι αφορά τη δυνατότητά μας πλέον να αναλύουμε έναν τέτοιο τεράστιο όγκο δεδομένων που δεν μπορούσαμε πριν. Κι έτσι να μπορέσουμε να εξελίξουμε ακόμα πιο καινοτόμες θεραπείες ή μεθόδους αντιμετώπισης ασθενειών που παλιότερα θεωρούνταν πολύπλοκες, πολυπαραγοντικές, όπως αυτές που εξαρτώνται από τη γήρανση, νευροεκφυλιστικές νόσοι, νόσος Αλτσχάιμερ κ.λπ., για να έχουμε κι εκεί αποτελεσματικά φάρμακα. Προφανώς, εγείρονται πολύ σημαντικά ερωτήματα που έχουν να κάνουν με βιοηθική, με δεοντολογία, τι μπορούμε και τι πρέπει να κάνουμε, αν πρέπει να προχωρήσουμε προς μια τέτοια κατεύθυνση. Νομίζω η κοινωνία πρέπει να απασχοληθεί με αυτά τα ερωτήματα.

Αλλά, για να γυρίσω στο ερώτημά σας, τι κάνουμε εδώ στην Ελλάδα, θα μιλήσω για το Ίδρυμα Τεχνολογίας Έρευνας, στο Ηράκλειο της Κρήτης, σε συνεργασία με ινστιτούτα και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας, καθώς έχουμε αναπτύξει ένα μοντέλο ακριβώς για την αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας. Γιατί, προκειμένου να μιλήσουμε για αποτελεσματικά φάρμακα, προκειμένου να μιλήσουμε για αποτελεσματικές θεραπείες, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι έχει προηγηθεί έρευνα. Αυτό καμιά φορά τείνουμε να το ξεχάσουμε, αλλά είναι πάρα πολύ σημαντικό. Χρειάζεται το ερευνητικό υπόβαθρο. Χρειάζεται να έχει προϋπάρξει η έρευνα που τελικά θα εφαρμοστεί. Το είδαμε στον κορονοϊό. Τα εμβόλια, τα εξαιρετικά αποτελεσματικά εμβόλια RNA, βασίστηκαν σε έρευνα που είχε γίνει 25-30 χρόνια πριν. Ήμασταν, λοιπόν, έτοιμοι, γι’ αυτό εξάλλου είχαμε και την ανάπτυξη των εμβολίων σε χρόνο ρεκόρ, λιγότερο από έναν χρόνο.

Αυτό κάνουμε κι εμείς στο ΙΤΕ. Προσπαθούμε με τις δραστηριότητες των δέκα ινστιτούτων του ΙΤΕ να βάλουμε τις βάσεις για μελλοντικά φάρμακα. Αυτή τη στιγμή το Ίδρυμα Τεχνολογίας Έρευνας είναι το μεγαλύτερο ερευνητικό κέντρο της χώρας. Διαθέτει δέκα ινστιτούτα σε οκτώ πόλεις της Ελλάδας. Και αυτό που θέλουμε είναι να κρατήσουμε ένα πολύ υψηλό επίπεδο ανταγωνιστικής [βασικής] έρευνας ώστε να δημιουργήσουμε την πρώτη ύλη, αν το θέλετε, για εφαρμογές. Πέρα από αυτό, όμως, χρειαζόμαστε κι εκείνες τις δομές που θα πάρουν αυτήν την πρώτη ύλη και θα τη μετατρέψουν σε καινοτόμα φάρμακα, υπηρεσίες υγείας κ.λπ.

Το κάνουμε έχοντας δημιουργήσει δύο δομές συγκεκριμένες. Η μία είναι ένα εξαιρετικό γραφείο μεταφοράς τεχνολογίας στο Δίκτυο ΠΡΑΞΗ, που πλέον αποτελεί εθνική υποδομή, προσφέρει τις υπηρεσίες του όχι μόνο στο ΙΤΕ, αλλά σε όλα τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα της χώρας σχεδόν. Είναι ένα εξαιρετικά έμπειρο γραφείο μεταφοράς τεχνολογίας, βοηθάει τη διασύνδεση με τη βιομηχανία, με τις επιχειρήσεις. Αλλά, επίσης, έχουμε δημιουργήσει και το Επιστημονικό και Τεχνολογικό Πάρκο Κρήτης, όπου στεγάζονται καινοτόμες επιχειρήσεις, νεοφυείς spin-off επιχειρήσεις του ΙΤΕ. Μάλιστα, να σας πω ότι στα χρόνια της πανδημίας, ανταποκριθήκαμε με εξαιρετικά μεγάλη ταχύτητα, έτσι ώστε να αναπτυχθούν με τη δράση τέτοιων εταιρειών προϊόντα που βρήκαν εφαρμογή για την αντιμετώπιση του κορωνοϊου, όπως διατάξεις για τη μοριακή ανίχνευση του κορωνοϊού και άλλων παθογόνων στο πεδίο, πολύ ακριβείς και πολύ γρήγορα. Πολύ πιο γρήγορα από ένα self test που όλοι ξέρουμε. Και, βέβαια, άλλες δραστηριότητες που έχουν να κάνουν με την παραγωγή αντιδραστηρίων για την ανίχνευση παθογόνων κ.λπ».

Αχιλλέας Γραβάνης, καθηγητής Φαρμακολογίας Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Κρήτης, Ερευνητής ΙΤΕ
Στην εισαγωγική του ομιλία ο καθηγητής ανέφερε τα εξής:
«Η βασική έρευνα είναι εκ των ων ουκ άνευ συνθήκη για να έχουμε αυτό που ονομάζουμε «disruptive science», δηλαδή διεθνώς ανταγωνιστική επιστήμη η οποία θα έχει κάποια χρησιμότητα για τον άνθρωπο. Αυτό το αντιλήφθηκε πρώτα και κύρια η Διεθνής Φαρμακευτική Βιομηχανία εδώ και 15-20 χρόνια, και άλλαξε σχεδόν άρδην τον τρόπο με τον οποίο πλέον επενδύει στην ανάπτυξη νέων φαρμάκων και υλικών που σχετίζονται με τη διάγνωση. Τα τελευταία 15 χρόνια, οι μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες διεθνώς έκλεισαν τα in-house ερευνητικά τους εργαστήρια. Αυτά τα εργαστήρια έκαναν βασική έρευνα η οποία στοιχίζει πάρα πολλά χρήματα.
Και βρήκαν έναν άλλον τρόπο να αναπτύσσουν νέα φάρμακα και νέα διαγνωστικά, με συνεργαζόμενες εταιρείες με τον ακαδημαϊκό χώρο, αυτό που ονομάζουμε outsourcing, ή με μικρές εταιρείες που προέρχονταν από φοιτητές, ή άτομα τα οποία είχαν καινοτόμα δραστηριότητα και δεν είχαν σχέση με το πανεπιστήμιο ή το ερευνητικό κέντρο. Από μόνοι τους, είχαν δημιουργήσει τέτοιες δραστηριότητες. Μέσα σε μια δεκαετία, από το 33% της δραστηριότητας που γίνονταν με outsourcing έξω από τις εταιρείες, το ποσοστό έφτασε περίπου 50%.
Στην επόμενη διαφάνεια, βλέπετε τι συμβαίνει σ’ ένα hub επιστημονικό, από τα κορυφαία στον κόσμο. Έχουν τα τελευταία δέκα χρόνια συμμετοχή και παρουσία. Είναι η Βοστώνη. Στη διαφάνεια αυτή βλέπετε ότι υπάρχουν δύο μεγάλες εταιρείες, η Pfizer και η Bayer έχουν επενδύσει στα campus του Harvard και του MIT πάρα πολλά δισεκατομμύρια για να δεχτούν αυτές οι υποδομές φοιτητές και καθηγητές από τα δύο ιδρύματα. Προσέξτε: Επενδύουν οι εταιρείες αυτές στο να κάνουν τις κατασκευές, να ενσωματώσουν υψηλής τεχνολογίας υποδομές και καλούν τους φοιτητές και τους καθηγητές να δουλέψουν μέσα σ’ αυτές τις υποδομές, βρίσκοντας οι δεύτεροι τη χρηματοδότηση για να κάνουν τη βασική τους έρευνα. Ό,τι παράγεται σαν νέα γνώση, δεν είναι ιδιοκτησία των εταιρειών που έχουν επενδύσει δισεκατομμύρια. Η εμπορική εκμετάλλευση γίνεται σε συνεργασία με τα ακαδημαϊκά και τα ερευνητικά ιδρύματα και το μόνο που έχουν αυτές οι εταιρείες, οι οποίες έχουν επενδύσει δισεκατομμύρια είναι το First Refusal, δηλαδή εάν έχουν κάτι ενδιαφέρον απ’ αυτά που έχουν βγάλει οι καθηγητές και οι φοιτητές, έχουν τη δυνατότητα να επενδύσουν. Δεν είναι καν δικό τους ακόμη. Να επενδύσουν και σε συνεργασία με τα ερευνητικά ινστιτούτα και πανεπιστήμια να έχουν κοινή, IP όπως λέγεται, πρόσβαση σ’ αυτή την καινούργια γνώση. Αυτές οι δραστηριότητες πολλαπλασιάστηκαν παγκόσμια και μάλιστα ξεκίνησαν από μικρές χώρες, όπως η Σιγκαπούρη, η οποία έχει ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά με την Ελλάδα, η οποία ξεκίνησε πολύ νωρίς, εδώ και σχεδόν και μια δεκαετία, να επενδύει στην ανάπτυξη τέτοιων hubs για τη συνεργασία μεταξύ της φαρμακευτικής βιομηχανίας και των πανεπιστημίων.

Στην επόμενη διαφάνεια, βλέπετε πλέον την αντίδραση σε επίπεδο Ευρώπης. Τα τελευταία 15 χρόνια πολλαπλασιάζεται η ανάπτυξη των biotechnology hubs πλέον, που είναι ακριβώς η διεπιφάνεια ακαδημαϊκών και ερευνητικών ινστιτούτων με τη βιομηχανία. Όχι μόνο την ευρωπαϊκή, τη διεθνή βιομηχανία. Η Ελλάδα έχει υστερήσει σε αυτή την προσπάθεια. Αλλά και η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα η φαρμακευτική βιομηχανία στην Ελλάδα που είναι εξαιρετικά αποτελεσματική και ιδιαίτερα επιτυχής στα generics, στα γενόσημα και στα formulations, συγκέντρωσε αρκετά χρήματα κι αρχίζει πλέον να βλέπει την παρουσία της σ’ αυτό το παγκόσμιο γίγνεσθαι διαφορετικά, πιο φιλόδοξα. Υπάρχουν πολλές εταιρείες ελληνικές που επενδύουν σιγά-σιγά προς αυτή την κατεύθυνση. Η πιο prominent σε επίπεδο χρονικότητας, η πρώτη, είναι η ΕΛΠΕΝ που δημιούργησε στα Σπάτα το Athens LifeTech Park. Και αυτό το πρώτο, ιδιωτικό μάλιστα, biotechnology park στην Ελλάδα έχει τρεις βασικούς στόχους. Να δημιουργήσει όπως στο εξωτερικό έναν incubator όπου θα δέχεται νέες ιδέες, ανταγωνιστικές διεθνώς ιδέες υπό τη μορφή του hosting, της φιλοξενίας spin-off και start-up εταιρειών μέσα στην υποδομή που δημιουργείται ήδη. Και αυτές οι spin-off και start-up δεν είναι απαραίτητο να είναι μόνο ελληνικές. Θα δέχεται αντίστοιχες εταιρείες από το εξωτερικό. Και μάλιστα, έχουμε τη φιλοδοξία να φέρουμε πίσω ελληνόπουλα, να κάνουμε brain gain, με τη δυνατότητα της εφαρμογής αυτών των καινοτόμων δραστηριοτήτων που έχουν στο εξωτερικό, στην Ελλάδα. Επίσης, προσπαθούμε να δημιουργήσουμε μία μικρή, εστιασμένη biobank και να συγκεντρώσουμε γονιδιώματα από Έλληνες ασθενείς από όλη την Ελλάδα για συγκεκριμένα νοσήματα και ο στόχος μας long-term είναι να έχουμε τη δυνατότητα μέσα από τη διαδικασία της μοριακής ανάλυσης και της γενετικής ανάλυσης, και βέβαια των νέων τεχνολογιών της AI και Machine Learning, να ανακαλύψουμε νέους θεραπευτικούς στόχους για συγκεκριμένα νοσήματα που αφορούν τον ελληνικό πληθυσμό πάνω στα οποία θέλουμε να αναπτύξουμε νέες θεραπευτικές τεχνολογίες.

Ας δούμε όμως το γίγνεσθαι σε επίπεδο ευρωπαϊκό όσον αφορά τις καλά πληρωμένες θέσεις επιστημόνων στον χώρο των Life Sciences στην Ευρώπη. Πλέον, ένα μεγάλο μέρος αυτών των θέσεων προέρχονται από μικρές, spin-off και start-up εταιρείες που βρίσκονται μέσα σ’ αυτό το διεθνές οικοσύστημα ανάπτυξης νέων θεραπευτικών και διαγνωστικών τεχνολογιών. Για το 2018, το 65% αυτών των καλοπληρωμένων θέσεων επιστημόνων προέρχονταν ακριβώς από μικρές, spin-off και start-up εταιρείες. Είναι σημαντική η συμμετοχή πλέον των ακαδημαϊκών και ερευνητικών ιδρυμάτων στην ανάπτυξη νέων θεραπειών, ιδιαίτερα στην ανάπτυξη νέων θεραπειών που αφορούν το state-of-the-art, φαρμακολογικό τρόπο αντιμετώπισης ασθενειών που έχει πλέον να κάνει όχι μόνο με την οργανική σύνθεση, δηλαδή με μικρά μόρια. Να σας πω εδώ ότι στο διεθνές συνταγολόγιο, τα μικρά μόρια αντιπροσωπεύουν πλέον μόνο το 45% των ιδιοτήτων των φαρμάκων που χρησιμοποιούμε όλοι μας. Γονίδια, πρωτεΐνες, κύτταρα, ιστοί και νανοσυσκευές είναι πλέον το μέλλον της εξατομικευμένης φαρμακολογίας. Τα φάρμακα τα οποία πήραν δανειοδότηση για ανθρώπινη χρήση από το FDA το αμερικάνικο ήταν κατά 65% φάρμακα που αναπτύχθηκαν μέσα σε ακαδημαϊκά ερευνητικά ιδρύματα ή μέσα σε μικρές start-up και spin-off εταιρείες. Το αντίστοιχο ποσοστό υπολείπεται στην Ευρώπη, αλλά είναι σήμερα γύρω στο 35-40%.

Ο θύλακας έρευνας στην Κρήτη

Έχοντας συνειδητοποιήσει την τεράστια αυτή αλλαγή όσον αφορά την ανάπτυξη νέων φαρμάκων στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και στο ΙΤΕ, πριν από 19 χρόνια, ιδρύσαμε μία spin-off εταιρεία που λέγεται BioNature. Και η εταιρεία αυτή μπήκε σ’ έναν ανταγωνιστικό χώρο της ανάπτυξης νέων πρωτότυπων φαρμάκων στην Ελλάδα. Ακόμα και η φαρμακευτική βιομηχανία μας θεώρησε αιθεροβάμονες διότι έλεγε όλος ο κόσμος ότι δεν είναι δυνατόν σε μια μικρή χώρα να ξεκινήσει ένα τόσο φιλόδοξο project. Εστιάζουμε στην ανάπτυξη και στη σύνθεση μικρών μορίων που έχουν νευροπροστατευτική και νευροαναγεννητική δράση, δηλαδή δράση η οποία σχετίζεται με την de novo ανάπτυξη φυσιολογικού νευρικού ιστού και ο στόχος μας ο θεραπευτικός είναι οι νευροεκφυλιστικοί νόσοι, Αλτσχάιμερ, Πάρκινσον και βέβαια μία νόσο που είναι εξίσου νευροεκφυλιστική, η εκφύλιση του αμφιβληστροειδούς, ιδιαίτερα σε άτομα τα οποία είναι μεγάλης ηλικίας, ή ακόμα περισσότερο σε άτομα που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη που σε όλον τον κόσμο είναι περίπου 190 εκατομμύρια ασθενείς.

Είμαστε ευτυχείς διότι για πρώτη φορά στην Ελλάδα, μία μικρή ουσία, το BNN-27 ήταν στο ενδιαφέρον μεγάλων εταιρειών στο εξωτερικό και πριν από δύο μήνες υπογράψαμε με τη Novalins, που είναι μπροστά από μια μεγάλη διεθνή φαρμακευτική εταιρεία, την αξιολόγηση την κλινική που κάνουμε πλέον σε κλινικές δοκιμές, αυτού του μικρού μορίου, το οποίο σχεδιάστηκε και συντέθηκε αμιγώς από την Ελλάδα, και μάλιστα από έναν ακαδημαϊκό χώρο. Η επόμενη μας προσπάθεια κι είμαστε κοντά, γύρω στους 2-3 μήνες, είναι να υπογράψουμε πάλι με μία μεγάλη φαρμακευτική εταιρεία την κλινική αξιοποίηση δύο μικρών μορίων που έχουμε, για μία νόσο που είναι πραγματικά νόσος του μέλλοντος, και αφορά στη νόσο της άνοιας, βασικά στη νόσο του Αλτσχάιμερ. Η δεύτερη εταιρεία που μόλις δημιουργούμε λέγεται ReNeuroCel Therapeutics και δραστηριοποιείται στην Κρήτη, στον χώρο της αναγεννητικής ιατρικής, ειδικά στον χώρο της νευροαναγεννητικής ιατρικής. Έχουμε δημιουργήσει ένα νευροεμφύτευμα από υλικό το οποίο είναι φιλικό στον άνθρωπο, στο οποίο καλλιεργούμε ανθρώπινα νευρικά βλαστικά κύτταρα τα οποία θέλουμε να τα μεταφέρουμε σαν ένα βιολογικό device σε άτομα τα οποία έχουν βλάβη στον νωτιαίο μυελό και είναι παράλυτα, και είναι μάλιστα παράλυτα για πάρα πολλά χρόνια. Η φιλοδοξία μας είναι μέσα στα επόμενα 1,5 με 2 χρόνια να μπούμε σε κλινικές δοκιμές στη Βοστώνη, στο Spaulding Rehabilitation Hospital της Ιατρικής Σχολής του Χάρβαρντ. Έχουμε ήδη προσελκύσει ενδιαφέρον από μία διεθνή αμερικάνικη-ισραηλινή εταιρεία που μας υποσχέθηκε 4.000.000 δολάρια γι’ αυτή την προσπάθεια. Και βρισκόμαστε σε συζητήσεις αυτή τη στιγμή με μια εταιρεία ανάλογης δραστηριότητας, πολύ μεγαλύτερη από τη δική μας, που λέγεται NeuroCort που είναι στο Τέξας, ώστε να συμμετάσχουμε στις προσπάθειες αυτής της εταιρείας για την ανάπτυξη νέων εμφυτευμάτων για τον εγκέφαλο.

Δεν είναι μόνο η Κρήτη η οποία δραστηριοποιείται σε αυτή την προσπάθεια. Είναι το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, πάρα πολλοί συνάδελφοι από άλλα πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα στην Ελλάδα και βέβαια, αρκετοί συνάδελφοι που δραστηριοποιούνται στο εξωτερικό, ιδιαίτερα στη Βοστώνη. Αυτό που θέλουμε είναι αυτές οι προσπάθειες που γίνονται σε φωλιές αριστείας στα πανεπιστήμια μας και στα ερευνητικά κέντρα να έρθουν σε επαφή και συνεργασία με την τοπική φαρμακευτική βιομηχανία, ώστε να δώσουμε τη δυνατότητα σ’ αυτές τις εταιρείες οι οποίες είναι φιλόδοξες, είναι επιτυχείς στα γενόσημα και στα formulation να αναπτύξουν in-house, εδώ στην Ελλάδα εννοώ in-house τεχνολογία ανάπτυξης νέων φαρμάκων. Είμαστε πάρα πολύ προσηλωμένοι. Η ανάπτυξη νέων φαρμάκων μετά από τη Φάση Ι χρειάζεται εκατοντάδες εκατομμύρια. Ο στόχος μας δεν είναι να κάνουμε την ανάπτυξη Φάσης ΙΙ και ΙΙΙ στην Ελλάδα, αλλά να έρθουμε σε επαφή με αξιοπρεπή τρόπο έχοντας δική μας πρωτόλεια τεχνολογία θεραπευτική με τις μεγάλες εταιρείες και να αναπαράγουμε αυτό που γίνεται στο εξωτερικό και στη χώρα μας. Προσπαθούμε, με άλλα λόγια, να διαψεύσουμε πάρα πολλούς που θεωρούσαν ότι η Ελλάδα στον χώρο των Επιστημών Υγείας μπορεί να κάνει πολύ μικρά πράγματα και όχι να μπει σ’ αυτόν τον διεθνώς ανταγωνιστικό χώρο που λέγεται  ανάπτυξη νέων φαρμάκων. Και είμαι αισιόδοξος διότι το προσωπικό, το οποίο υπάρχει στα πανεπιστήμια μας και στα ερευνητικά κέντρα στον χώρο των Επιστημών Ζωής είναι εξαιρετικό. Επίσης, η τοπική φαρμακευτική βιομηχανία αλλάζει νοοτροπία και πλέον αρχίζει να επενδύσει σοβαρά και σε τέτοιου είδους disruptive τεχνολογίες και ευελπιστούμε τα επόμενα χρόνια να έχουμε success stories από ανάπτυξη νέων φαρμάκων και διαγνωστικών μέσα από αυτή τη συνεργασία με διεθνή πρόσβαση».

Στο ερώτημα του ygeiamou αν η Ελλάδα χρειάζεται πλαίσιο, επενδύσεις και γενικά πιο στοχευμένες παρεμβάσεις ώστε να ισχυροποιήσει τη θέση της στον παγκόσμιο χάρτη της Βιοτεχνολογίας, o καθηγητής κ. Ταβερναράκης απάντησε:
«Το αν η Ελλάδα μπορεί να παίξει σ’ αυτό το γήπεδο και να είναι ένας πραγματικά αξιόπιστος και ανταγωνιστικός παίκτης, αυτό το έχουν απαντήσει οι ερευνητές που στην Ελλάδα έχουν καταφέρει με τις μελέτες τους να βάλουν τη χώρα στον χάρτη κυριολεκτικά της παγκόσμιας δραστηριότητας στον χώρο της βιοτεχνολογίας με αξιώσεις, με δημοσιεύσεις στα καλύτερα περιοδικά, με ιδέες οι οποίες προκύπτουν μέσα απ’ την έρευνα που μπορούν να αξιοποιηθούν, όπως ακούσατε. Άρα θεωρώ ότι δεν υπάρχει εγγενώς αδύνατο να γίνει στην Ελλάδα. Το ελληνικό ερευνητικό οικοσύστημα είναι ενεργό. Υπάρχουν οι θύλακες αριστείας που αναφέρθηκαν και πριν. Αυτό που νομίζω ότι πρέπει να κάνουμε είναι να το μεγεθύνουμε. Υπάρχει δηλαδή αυτή η υγιής ανταγωνιστική δραστηριότητα, αλλά δεν είναι τόσο μεγάλη, τόσο εκτεταμένη όσο θα θέλαμε. Για να έχουμε, λοιπόν, αυτή τη μεγέθυνση, νομίζω χρειαζόμαστε καταρχήν ένα θεσμικό πλαίσιο το οποίο να επιτρέπει και να επιταχύνει τις διαδικασίες. Επίσης, χρειαζόμαστε κι ένα πλαίσιο αξιοποίησης της παραγόμενης γνώσης. Γιατί σ’ αυτό το κομμάτι η Ελλάδα μόλις πρόσφατα έχει αρχίσει να κάνει μικρά βήματα. Είχαμε πρόσφατα, για παράδειγμα, ψήφιση του νόμου για τις νεοφυείς επιχειρήσεις. Αυτό ήταν ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, γιατί χρειάζεται να έχουμε μια επαρκή και αποτελεσματική διαδικασία. Δεν υπάρχουν περιθώρια για καθυστερήσεις όταν μιλάμε για αξιοποίηση της γνώσης. Αν δεν το κάνουμε εμείς έγκαιρα, κάποιος άλλος θα το κάνει. Αλλά, επίσης χρειαζόμαστε κι ένα θεσμικό πλαίσιο για τα πνευματικά δικαιώματα. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να γίνει σε επόμενο στάδιο. Η πολιτεία νομίζω πρέπει να το δει, γιατί ο νόμος που έχουμε αυτή τη στιγμή για τα πνευματικά δικαιώματα είναι εξαιρετικά αναχρονιστικός και δεν επιτρέπει την εγχώρια αξιοποίηση στον βαθμό που θα θέλαμε.
Κι έτσι έχουμε κι ένα φαινόμενο περίεργο, παράδοξο θα ‘λεγα. Μιλάμε για brain drain, αλλά υπάρχει και το λεγόμενο idea drain. Δηλαδή κάτι εδώ το βρίσκουμε, εδώ το ανακαλύπτουμε, αλλά δεν το αξιοποιούμε εδώ. Αξιοποιείται στο εξωτερικό. Οι εταιρείες αυτές δημιουργούνται στην Αμερική, στο Ντελαγουέρ, ή στην Ευρώπη, σε άλλες περιοχές όπου και η νομοθεσία είναι πιο ευέλικτη και το φορολογικό πλαίσιο, αν το θέλετε. Οπότε αυτά νομίζω είναι κάποια θέματα που πρέπει να τα δούμε ως χώρα και πώς θα μπορέσουμε να τα αντιμετωπίσουμε, ώστε να αξιοποιείται και η παραγόμενη γνώση που υπάρχει. Αλλά θα ήθελα για ακόμη μια φορά να επισημάνω ότι χρειαζόμαστε την πρώτη ύλη. Χωρίς την πρώτη ύλη, θα καταλήξουμε να είμαστε καταναλωτές εισαγωγής τεχνολογίας. Δηλαδή, ακούσατε για τις τεχνολογίες τεχνητής νοημοσύνης που θέλουμε κι εμείς να εφαρμόσουμε στην Ελλάδα. Έχουν αναπτυχθεί στο εξωτερικό, σχεδόν αποκλειστικά εκεί. Οπότε το να τις φέρουμε και να τις εφαρμόσουμε απλά, στον χώρο της υγείας ή σε άλλους χώρους, αυτό δεν μας καθιστά διεθνώς ανταγωνιστικούς στο να μπορέσουμε κι εμείς να συνεισφέρουμε στο γίγνεσθαι της έρευνας στον τομέα αυτό. Θέλουμε, λοιπόν, να έχουμε και την εγχώρια έρευνα έτσι ώστε να έχουμε την πρώτη ύλη για να μπορούμε να αξιοποιήσουμε. Και για να επισημάνω και κάτι που ανέφερε ο Αχιλλέας. Ότι έχουμε αυτή τη γειτνίαση, την οποία βλέπουμε όλο και περισσότερο. Μέσα σε χώρους πανεπιστημιακούς να έχουμε παρουσία εταιρειών, εθνικών εταιρειών, φαρμακευτικών, μεγάλων. Γιατί πάνε σε αυτά τα πανεπιστήμια; Γιατί εκεί γίνεται σωστή έρευνα. Δεν θα ‘ρθει μια εταιρεία σ’ ένα πανεπιστήμιο που δεν έχει ερευνητική δραστηριότητα ανταγωνιστική, γιατί δεν έχει απλά να κερδίσει κάτι από αυτό. Λοιπόν, για να μπορέσουμε να αποκτήσουμε κι εμείς ένα τέτοιο μοντέλο, ή να το εφαρμόσουμε, να το έχουμε κι εδώ στην Ελλάδα, χρειάζεται να έχουμε αυτά τα πανεπιστήμια κι αυτά τα ερευνητικά κέντρα που πραγματικά παράγουν ερευνητικά αποτελέσματα υψηλής ποιότητας, εξαιρετικά ανταγωνιστικά που να προσελκύουν το ενδιαφέρον και τέτοιων εταιρειών που θέλουν να τα αξιοποιήσουν».

Από την πλευρά του ο κ. Γραβάνης πρόσθεσε ότι χρειάζονται ορισμένες καθοριστικές αλλαγές για να μπορέσει να επιτύχει τον στόχο της η ελληνική βιοτεχνολογία. «Κατ’ αρχάς, τα TTOs στα ελληνικά πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα, τα Technology Transfer Offices, έχουν στελέχη τα οποία δεν έχουν εμπειρία. Έχουν όλη την καλή διάθεση. Είναι υπάλληλοι, αλλά δεν έχουν κάνει αυτή τη δουλειά. Είναι, επομένως, εκ των ων ουκ άνευ συνθήκη για να είμαστε αποτελεσματικοί, να φέρουμε μέσα στα πανεπιστήμια και στα ερευνητικά κέντρα professionals οι οποίοι ξέρουν πώς αναπτύσσουν τεχνολογίες. Κι αυτό πρέπει να γίνει με έναν τρόπο οργανωμένο, ώστε τα Γραφεία Μεταφοράς Τεχνολογίας να αποτελούνται από στελέχη τα οποία είναι πραγματικά επαγγελματίες. Το δεύτερο που πρέπει να αντιληφθούν τα ερευνητικά κέντρα και τα πανεπιστήμια είναι ότι ο ερευνητής είναι αυτός που φέρνει τη legacy στο ίδρυμα. Δεν είναι το ίδρυμα. Τι σημαίνει αυτό; Ο ερευνητής έχει την ιδέα. Ο ερευνητής εφόσον είναι ανταγωνιστικός διεθνώς, βρίσκει τα χρήματα για να κάνει την ιδέα πράξη μέσα στο εργαστήριο. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά ο ερευνητής βρίσκει τα χρήματα και τους επενδυτές, ώστε τελικά η βασική γνώση που παράγεται μες στο πανεπιστήμιο, να αρχίσει να παίρνει μορφής μεταφραστικής έρευνας. Κατά συνέπεια, πρέπει τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα να κάνουν τους ερευνητές και τους καθηγητές και τους φοιτητές μας, ευτυχείς. Να έχουν, δηλαδή, τη δυνατότητα να δώσουν το μεγάλο κομμάτι της αξιοποίησης και οικονομικά. Και όχι να είναι imposing και να δέχονται να δώσουν ένα ποσοστό μικρό, 5-10% του IP και το υπόλοιπο να κρατηθεί μέσα στο ίδρυμα. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα έχουμε περισσότερες τέτοιες προσπάθειες. Οι ερευνητές μας θα προσπαθήσουν γιατί θα έχουν το κίνητρο να προσπαθήσουν για μεταφραστική έρευνα. Και όπως πολύ σωστά είπε ο κύριος Πρόεδρος, θα αυξήσουμε τον αριθμό τέτοιων προσπαθειών, ώστε να αυξήσουμε τον αριθμό των success stories που έρχεται σαν βασικό στοιχείο ώστε να μπούμε στα ραντάρ της διεθνούς έρευνας. Άρα χρειαζόμαστε στα TTOs επαγγελματίες της αγοράς που θα δουλεύουν μαζί μας και τα ερευνητικά κέντρα να δίνουν μεγάλο ποσοστό στο IP στους ερευνητές, στους φοιτητές και στους καθηγητές τους».

Το ανθρώπινο κεφάλαιο

«Περιγράψατε και οι δύο μια ανατροφοδοτούμενη διαδικασία παραγωγής γνώσης, έρευνας και επιστροφής πάλι στη χώρα μας. Θα ανατρέξω σε μία παλαιότερη δήλωση που είχε γίνει σε ειδική κυβερνητική εκδήλωση πάλι για τη βιοτεχνολογία. Πιθανότατα να είχατε παρευρεθεί και οι δύο. Είχε ειπωθεί τότε πως η Ελλάδα μπορεί να γίνει κόμβος βιοτεχνολογίας και πως έχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα το ανθρώπινο κεφάλαιο. Δύο χρόνια μετά, εσείς τι θεωρείτε; Έχει αξιοποιηθεί τελικά αυτό το ανθρώπινο κεφάλαιο; Αν αφήσουμε τα εγγενή προβλήματα της έλλειψης θεσμικού πλαισίου;» ήταν το επόμενο θέμα που τέθηκε από το ygeiamou.

«Αυτό που βλέπω είναι ότι υπάρχει μια σαφής βελτίωση. Το κλίμα αλλάζει. Μερικά πράγματα που ήταν ταμπού πριν από μια ή δυο δεκαετίες πλέον έχουν πάψει να είναι. Βλέπουμε μια στροφή προς την αξιοποίηση των αποτελεσμάτων. Πάρα πολλοί ερευνητές βλέπουν πλέον ως μια πραγματική διέξοδο το να ιδρύσουν μια spin-off εταιρεία. Κι έχουμε δείξει κιόλας εξαιρετικά success stories εταιρειών, οι οποίες ιδρύθηκαν από μέλη της ακαδημαϊκής και πανεπιστημιακής κοινότητας. Πήγαν πάρα πολύ καλά. Είχαμε σημαντικές εξαγορές από εταιρείες-μεγαθήρια του εξωτερικού. Έχουμε ήδη ένα παράδειγμα πρόσφατο στο ΙΤΕ, με την εξαγορά μιας εταιρείας πληροφορικής που ασχολείται με θέματα κυβερνοασφάλειας, από τη Cisco, που είναι ένας από τους μεγαλύτερους παγκόσμιους παίκτες. Αυτό, λοιπόν, είναι μια πραγματική διέξοδος. Δεν υπάρχει κάτι εγγενώς αδύνατο να γίνει. Και το ‘χουμε δει αυτό να γίνεται, ειδικά τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότερο. Οπότε, είμαι αισιόδοξος ότι θα προχωρήσουμε προς αυτή την κατεύθυνση και θα έχουμε ακόμα μεγαλύτερες επιτυχίες στο μέλλον. Αλλά, προφανώς, αν αυτή η διαδικασία διευκολυνθεί, η χώρα θα κερδίσει πολλαπλάσια» απάντησε ο κ. Ταβερναράκης.

Ο κ. Γραβάνης συμπλήρωσε: «Η βιοτεχνολογία είναι ένας χώρος επένδυσης, long-term χώρος επένδυσης. Η βιοτεχνολογία, η ανάπτυξη νέων φαρμάκων, νέων θεραπευτικών τεχνολογιών, βιοδιαγνωστικών, χρειάζεται χρόνο ωρίμανσης. Κατά συνέπεια, πρέπει οι stakeholder αυτού του οικοσυστήματος να δουν πλέον την Ελλάδα μ’ αυτόν τον τρόπο. Δεν μπορείς να επενδύεις χρήματα και να περιμένεις ένα διεθνώς ανταγωνιστικό outcome σε ένα, δύο, τρία χρόνια. Λοιπόν, πρέπει ν’ αλλάξουν ορισμένες νοοτροπίες, όχι μόνο μέσα στα πανεπιστήμια αλλά και στους χρηματοδότες και στους ενδιαφερόμενους τέτοιας δραστηριότητας. Αναφέρομαι στη φαρμακευτική βιομηχανία την ελληνική, γιατί η διεθνής φαρμακευτική βιομηχανία που εμείς συνεργαζόμαστε ξέρει ακριβώς αυτό το στοιχείο. Πρέπει, λοιπόν, οι φαρμακευτικές εταιρείες οι ελληνικές, στη συνεργασία που έχουν με τα ερευνητικά κέντρα και τα πανεπιστήμια, να επενδύουν σε βάθος χρόνου. Η επένδυση στην ανάπτυξη φαρμάκων δεν έχει να κάνει σε τίποτα με την ανάπτυξη ενός software ή ενός μηχανήματος που έχει κάποια καινοτομία και χρήση στην αγορά. Η ανάπτυξη νέων φαρμάκων έχει μια ιδιαιτερότητα. Πρέπει να είμαστε ασφαλείς και σίγουροι, όχι μόνο για την αποτελεσματικότητά τους, αλλά και για την ασφάλειά τους, κι αυτό χρειάζεται αρκετό χρήμα. Να πω εδώ μία αλλαγή που βλέπω, γιατί είμαι αρκετά χρόνια στον χώρο τον ακαδημαϊκό και τα τελευταία 19 χρόνια στον χώρο της μεταφραστικής έρευνας.
Η Bionature Ltd. έχει δημιουργηθεί πριν 19 χρόνια. Σκεφτείτε, πριν 19 χρόνια ξεκινήσαμε στην Κρήτη την Bionature Ltd., που μας χρηματοδότησε μια μεγάλη αμερικανική εταιρεία μέχρι στιγμής με 3,5 εκατομμύρια δολάρια, και το πρώτο success story που είχαμε ήταν πριν από δύο μήνες. Αυτή τη νοοτροπία, τη long-term επένδυση, να την ενστερνιστεί η φαρμακευτική βιομηχανία. Έχουμε ένα ιδιαίτερο αβαντάζ στην ελληνική φαρμακευτική βιομηχανία. Τι; Πάρα πολλές από τις εταιρείες είναι οικογενειακές επιχειρήσεις και οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι strictly business guys. Βλέπουν το μέλλον τους μέσα από τα παιδιά τους και την επένδυση που θα κάνουν για την επόμενη γενιά. Έχει ξεκινήσει, λοιπόν, μια νοοτροπία μέσα σ’ αυτές τις επιτυχείς εταιρείες, επενδύσεων σοβαρών σε βάθος χρόνου, και το πειστήριο το οποίο έχω να δώσω είναι αυτό που έχει να κάνει με την ELPEN και το Athens LifeTech Park, η DEMO Pharmaceutical έχει επενδύσει στην Τρίπολη για ανάπτυξη τεχνολογίας για μονοκλονικά αντισώματα για θεραπευτικούς λόγους, άλλες εταιρείες, μικρότερες εταιρείες κάνουν το ίδιο, και νομίζω ότι πλέον η ελληνική φαρμακευτική βιομηχανία έχει πάρει το μήνυμα το διεθνές και είμαι αισιόδοξος ότι αυτά τα παραδείγματα long-term investment, θα πολλαπλασιαστούν τους επόμενους μήνες-χρόνια».

Στο ερώτημα του ygeiamou αν η πρόσφατη νομοθεσία για την αλλαγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και τη δημιουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων θα επαναδρομολογήσει και το πεδίο της βιοτεχνολογίας, την έρευνα που γίνεται στα πανεπιστημιακά ιδρύματα, οι δύο επιστήμονες απάντησαν τα εξής:
Νεκτάριος Ταβερναράκης: «Αυτό είναι κάτι που μένει να το δούμε. Είναι ένα πείραμα που θα βιώσουμε, στα επόμενα χρόνια. Προφανώς, τα ιδιωτικά πανεπιστήμια ως πρώτο στόχο θα έχουνε την εκπαίδευση και όχι τόσο πολύ την ερευνητική διαδικασία. Είναι κάτι που έχουμε δει να γίνεται, για παράδειγμα, στα ιδιωτικά πανεπιστήμια της Κύπρου, όπου δεν υπάρχει αμιγώς ερευνητική κατεύθυνση. Τα πανεπιστήμια αυτά, στην αρχή τουλάχιστον, θεωρώ ότι θα εστιαστούν πιο πολύ στη διδασκαλία και όχι στην έρευνα. Εκείνο, όμως, που θα γίνει και πιστεύω ότι θα έχει θετικά αποτελέσματα, είναι συνεργασία με ήδη υπάρχοντα ερευνητικά κέντρα. Θα χρειαστεί, λοιπόν, πολύ στενή συνεργασία με ήδη υπάρχοντα ερευνητικά κέντρα. Αυτή η συνεργασία μπορεί να είναι win-win και για τους δύο, δηλαδή και για τα ερευνητικά κέντρα της Ελλάδας, αλλά και για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Και, βέβαια, ίσως να λειτουργήσει και ως ένας μοχλός, ως ένας επιταχυντής, για την αναβάθμιση της αντίστοιχης σχέσης και με τα δημόσια πανεπιστήμια. Ήδη στην Κρήτη το κάνουμε αυτό. Το ΙΤΕ είναι σε πολύ στενή σχέση και συνεργασία με τα τρία πανεπιστημιακά ιδρύματα του νησιού. Με το Πανεπιστήμιο Κρήτης, το Πολυτεχνείο Κρήτης και το Ελληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο. Και νομίζω ότι αυτό είναι ένα εξαιρετικό μοντέλο που μπορεί να δείξει τον δρόμο σχετικά με το τι θα μπορούσε να γίνει και με τα νέα πανεπιστήμια που θα ιδρυθούν. Να μην είμαστε, δηλαδή, σε μια ανταγωνιστική σχέση, αλλά σε μια σχέση συνεργασίας που μπορεί να ωφελήσει όλους».

Αχιλλέας Γραβάνης:«Το δημόσιο ελληνικό πανεπιστήμιο δεν έχει να φοβηθεί τίποτα από τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Όμως, έχουμε μια ευκαιρία να κάνουμε θετικό πρόσημο σ’ αυτό που αναφέρθηκε στο προηγούμενο πάνελ, ότι εξάγουμε γιατρούς. Η ανάπτυξη ιδιωτικών ιατρικών σχολών στην Ελλάδα μπορεί να δημιουργήσει τις συνθήκες εξαγωγής γιατρών, όχι μόνο εξ ανάγκης από τα δημόσια πανεπιστήμια που φεύγουν έξω, αλλά προσελκύοντας φοιτητές από τις ασιατικές χώρες, από αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, ώστε να γίνονται γιατροί στην Ελλάδα και να εξάγονται. Βέβαια, πληρώνοντας δίδακτρα, όπως γίνεται σε όλο τον κόσμο».