Τη συζήτηση με θέμα «Βιοτεχνολογία: Το παρόν και το μέλλον στην Ελλάδα» άνοιξε με την τοποθέτησή του ο Νεκτάριος Ταβερναράκης, Καθηγητής της Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Κρήτης και Πρόεδρος του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΤΕ). Ο κ. Ταβερναράκης, ο οποίος διατελεί Πρόεδρος του European Institute of Innovation and Technology (EIT), διευκρίνισε κατ’ αρχάς το ευρύ πεδίο που αφορά η Βιοτεχνολογία και περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την κλιματική αλλαγή, την επισιτιστική ασφάλεια, το φάρμακο και την υγεία. Το 2023, η αξία της βιοτεχνολογίας ξεπέρασε το 1 τρις δολάρια, ανέφερε ο καθηγητής.

Ανάγνωση και τροποποίηση DNA

Δύο βασικές παράμετροι της βιοτεχνολογίας και πρακτικές ιατρικής ακριβείας είναι η ανάγνωση και η τροποποίηση του DNA. Μιλώντας για την πρώτη, ο κ. Ταβερναράκης αναφέρθηκε σε ένα επίτευγμα προ 20ετίας που είχε κοστίσει πάνω από μισό δις και είχε χρειαστεί 15 χρόνια έρευνας. «Η ίδια ανάλυση σήμερα γίνεται με λιγότερα από 500€ και σε μερικές μέρες» σχολίασε, εκτιμώντας ότι τα επόμενα χρόνια το κόστος θα μειωθεί περαιτέρω. «Πρόκειται για ένα και εκδημοκρατισμό στην υγεία που έχει επιφέρει η βιοτεχνολογία» ανέφερε,  χάρη στον οποίο μπορούμε να γνωρίζουμε γενετικές προδιαθέσεις και να προλαμβάνουμε μια ασθένεια ή να καθυστερούμε την εμφάνισή της μέσω της πρόληψης.

Η δεύτερη παράμετρος, χάρη στην πυρηνική ενέργεια του 21ου αι., είναι η τροποποίηση του DNA, μια δυνατότητα που επιτρέπει να παρεμβαίνουμε στα γονίδια χάρη στην πυρηνική ενέργεια του 21ου αιώνα και τεχνολογίες όπως η βραβευμένη με βραβείο Νομπέλ CRISPR/Cas9, γνωστή ως «μοριακό ψαλίδι», που σήμερα επιτρέπει να γεννιούνται βρέφη με αντίσταση στον ιό HIV. Σε λίγα χρόνια θα είναι δυνατή η γενετική τροποποίηση ανθρώπων. Αυτά, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα ανάλυσης τεράστιου όγκου δεδομένων, θα επιτρέπουν να αντιμετωπίζουμε πολυπαραγοντικές καταστάσεις υγείας όπως η νόσος Αλτσχάιμερ, ανέφερε ο κ. Ταβερναράκης. Ωστόσο, θα πρέπει να ληφθούν υπ΄όψιν ζητήματα βιοηθικής.

Το παρόν και το μέλλον της Βιοτεχνολογίας στην Ελλάδα

Διαβάστε όλη τη συζήτηση εδώ 

Βιοτεχνολογία στην Ελλάδα

Ο κ. Ταβερναράκης αναφέρθηκε στο Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας Κρήτης και στο Επιστημονικό και Τεχνολογικό Πάρκο Κρήτης, το οποίο στεγάζει νεοφυείς spin off εταιρίες, καθώς και το Δίκτυο ΠΡΑΞΗ, μια εθνική υποδομή που προάγει την καινοτομία και μεταφορά σε εθνικό και πανευρωπαϊκό επίπεδο.

Σχετικά με τη θέση της χώρας στο πεδίο της βιοτεχνολογίας, ο καθηγητής δήλωσε:

«Η Ελλάδα μπορεί να είναι αξιόπιστος και ανταγωνιστικός παίκτης. Οι ερευνητές με τις μελέτες τους έχουν βάλει την Ελλάδα στον χάρτη της παγκόσμιας βιοτεχνολογίας, δεν υπάρχει συνεπώς εγγενής αδυναμία. Χρειάζεται όμως να το μεγεθύνουμε. Υπάρχει η υγιής ανταγωνιστική δυνατότητα αλλά δεν είναι όση θα θέλαμε. Χρειαζόμαστε θεσμικό πλαίσιο να επιταχύνει διαδικασίες, θεσμικό πλαίσιο για την αξιοποίησης παραγόμενης γνώσης -μόλις πρόσφατα έγιναν βήματα π.χ. με την ψήφιση του νόμου για νεοφυείς επιχειρήσεις- και θεσμικό πλαίσιο για τα πνευματικά δικαιώματα -ο υφιστάμενος νόμος είναι αναχρονιστικός».

Idea-drain και ιδιωτικά πανεπιστήμια

Ο κ. Ταβερναράκης μίλησε για το «περίεργο φαινόμενο» του idea-brain, δηλώνοντας για τις εξελίξεις στην έρευνα «το βρίσκουμε εδώ, το ανακαλύπτουμε εδώ αλλά το αναπτύσσουμε στο εξωτερικό», σε περιοχές όπου η νομοθεσία και το φορολογικό καθεστώς είναι πιο ευέλικτα. Χρειαζόμαστε την πρώτη ύλη, επεσήμανε, χωρίς την οποία θα καταλήξουμε καταναλωτές εισαγόμενης καινοτομίας στην έρευνα.

Ο καθηγητής αναφέρθηκε στην παρουσία πολυεθνικών μέσα σε πανεπιστημιακούς χώρους γειτονικών κρατών, «γιατί εκεί γίνεται η σωστή έρευνα. Πρέπει να έχουν κίνητρο. Για να το πετύχουμε χρειαζόμαστε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα με απτά αποτελέσματα υψηλής ποιότητας και ανταγωνιστικότητας».

Όσον αφορά τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, ο κ. Ταβερναράκης ανέφερε ότι, σε αρχικό τουλάχιστον στάδιο, στο επίκεντρο είναι η εκπαιδευτική και όχι ερευνητική διαδικασία. «Ωστόσο, συνεργασία με ήδη υπάρχοντα ερευνητικά κέντρα θα αποφέρει οφέλη. Μπορεί να είναι win-win και για τους δύο, που ίσως λειτουργήσει ως μοχλός για την αναβάθμιση της δημόσιας παιδείας. Ήδη στην Κρήτη το κάνουμε πράξη μέσα από τη συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Κρήτης, το Πολυτεχνείο Κρήτης, και το Ελληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο». Όπως δήλωσε καταληκτικά, πρόκειται για ένα εξαιρετικό μοντέλο για τα νεοϊδρυθέντα πανεπιστήμια, με άξονα τη συνεργασία και όχι τον ανταγωνισμό.