Πολλές φορές ο όρος ενσυναίσθηση μπορεί να δυσκολεύει στην κατανόηση του. Ίσως να ακούγεται γενικός ή να συγχέεται με τη συμπόνια και τη λύπηση. Συχνά οι γονείς πιστεύουν ότι ενσυναίσθηση σημαίνει να καλύπτουν την κάθε ανάγκη του παιδιού, προκειμένου να είναι χαρούμενο και να μην έρθει αντιμέτωπο με δύσκολα συναισθήματα. Στην πραγματικότητα όμως είναι κάτι αρκετά διαφορετικό.
Ενσυναίσθηση είναι η δυνατότητα του ατόμου να μπει στη θέση του άλλου και να αισθανθεί όπως εκείνος, να αισθανθεί δηλαδή πέρα από τα όρια του εαυτού του. Ενσυναίσθηση δε σημαίνει ότι οι δύο γίνονται ένας, αλλά χρειάζεται η διάκριση να είναι ξεκάθαρη και να μην αισθάνεται κανείς ότι «χάνει» τον εαυτό του. Αποτελεί ένα βασικό στοιχείο για την ανάπτυξη της συναισθηματικής νοημοσύνης του παιδιού και τη δημιουργία υγιών και ευτυχισμένων διαπροσωπικών σχέσεων.
Πολύ συχνά οι γονείς αναρωτιούνται πως μπορούν οι ίδιοι να βοηθήσουν ώστε τα παιδιά τους να αποκτήσουν την ικανότητα της ενσυναίσθησης.
Μια βασική προϋπόθεση είναι το παιδί να είναι συναισθηματικά καλυμμένο. Να λαμβάνει από το περιβάλλον του την αγάπη και την ασφάλεια που χρειάζεται, για να μπορεί να εξερευνήσει τον εαυτό του και τα δικά του συναισθήματα. Η αγάπη και η φροντίδα που θα δώσει η οικογένεια στο παιδί, δε συνεπάγεται την δημιουργία ενός αποστειρωμένου από οποιοδήποτε αρνητικό συναίσθημα περιβάλλοντος.
Επομένως, η οικογένεια οφείλει να διδάξει στο παιδί πως θα ανταπεξέλθει ως προς και τα αρνητικά συναισθήματα, όχι μόνο τα θετικά. Χρειάζεται λοιπόν από μικρή ηλικία και στο βαθμό που αντιστοιχεί στην κάθε αναπτυξιακή φάση να ενισχύει την ικανότητα του παιδιού για επίλυση προβλημάτων που ανακύπτουν και μπορεί να του δημιουργήσουν και αρνητικά συναισθήματα και όχι να προσπαθεί να ωραιοποιήσει ή να αποσπάσει την προσοχή από αυτά.
Είναι πιο εύκολο να καταλάβεις κάποιον όταν εκφράζει το συναίσθημά του. Διευκολύνουμε λοιπόν, το παιδί να μιλήσει για το πώς αισθάνεται ρωτώντας το. Ο γονέας δίνει το χώρο στο συναίσθημα του παιδιού και δεν το κρύβει κάτω από το χαλί γιατί μπορεί να δυσκολεύει και τον ίδιο. Επίσης, είναι βοηθητικό ο γονιός να εξηγήσει πως μια συμπεριφορά μπορεί να επηρεάσει αυτόν που τη δέχεται ή ακόμα να μιλήσει για το πώς επηρεάζει τον ίδιο, και να μοιραστεί με το παιδί το δικό του συναίσθημα.
Αφορμή
Αφορμή για να ξεκινήσει ο γονιός μια τέτοια συζήτηση που θα μιλήσει για θετικές και αρνητικές συμπεριφορές μπορεί να είναι η χρήση παραδειγμάτων από την καθημερινότητα, όπως και μέσα από ένα βιβλίο, μια ταινία ακόμα και την τηλεόραση. Αυτό το ερέθισμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί όχι για να επικρίνει ή να επιβραβεύσει ο γονιός συμπεριφορές αλλά και για να συζητήσει πως το παιδί αντιλαμβάνεται συμπεριφορές μέσω μεταβατικών προσώπων και όχι τη στιγμή που το αφορά προσωπικά.
Το παιδί για να μπορέσει να μιλήσει για τα συναισθήματα του, αλλά και για να κατανοήσει τα συναισθήματα και τις συμπεριφορές των ανθρώπων γύρω του χρειάζεται πρωτίστως να μπορεί να ονομάσει τα συναισθήματα. Ένας τρόπος είναι να λεκτικοποιήσει ο γονέας το συναίσθημα ή την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το παιδί. Για παράδειγμα, αν σε μια συναναστροφή μιλήσει με ευγένεια μπορεί ο γονιός να του πει ότι ήταν πολύ ευγενική αυτή η κίνησή του. ‘Η αν για παράδειγμα σταθεί υπεύθυνα σε μια περίσταση μπορεί ο γονιός να ονομάσει αυτή του την υπευθυνότητα. Αντίστοιχα ο γονιός έχει να ονομάσει και το φόβο ή το θυμό. Αν το παιδί είναι θυμωμένο κι αυτό εκφράζεται πετώντας πράγματα είναι σημαντικό εκείνη τη στιγμή να ονομαστεί ο θυμός που αισθάνεται.
Τέλος, οι γονείς έχουν να δώσουν το «καλό παράδειγμα» μέσω της δικής τους στάσης. Να λειτουργήσουν δηλαδή ως μοντέλο για το παιδί, από το οποίο θα μπορέσει να μάθει και να μιμηθεί.
Ο τρόπος που εκφράζονται οι γονείς
Ο τρόπος που οι γονείς εκφράζονται και αλληλεπιδρούν παίζει πολύ βασικό ρόλο στον τρόπο που θα επιλέξει και το παιδί να αντιμετωπίσει τα συναισθήματά του αλλά και τα συναισθήματα των άλλων. Για παράδειγμα, ένας γονιός ο οποίος δεν εκφράζει ποτέ το θυμό του και επιλέγει να τον κρύβει και να μην τον αναγνωρίζει, όταν το παιδί του θυμώνει τότε ίσως το θεωρεί ανεξήγητο και χωρίς λόγο και τιμωρεί το παιδί μάλιστα για το θυμό του αυτό, μαθαίνοντας το τελικά ότι ο θυμός είναι ένα συναίσθημα κακό που δεν πρέπει να βιώνει. Από την άλλη ένας γονιός που αναγνωρίζει ότι και ο ίδιος μπορεί να θυμώσει, όταν αυτό συμβεί δεν είναι καταστροφικό και μπορεί αυτό να το ονομάσει μπροστά στο παιδί του δίνει ένα παράδειγμα θετικό.
Για να δούμε λοιπόν ένα παράδειγμα και πως ο γονιός θα λειτουργήσει ενσυναισθητικά ή όχι. Ας υποθέσουμε ότι η οικογένεια παίζει ένα επιτραπέζιο και η λήξη του παιχνιδιού βρίσκει το παιδί να κλαίει λόγω της ήττας του.
Στην πρώτη περίπτωση και λειτουργώντας κυρίως με οίκτο και όχι με ενσυναίσθηση, οι γονείς την επόμενη φορά που θα παίξουν με το παιδί θα το αφήσουν να κερδίσει προκειμένου να μη στεναχωρηθεί. Έτσι, καλύπτουν την ανάγκη εκείνη τη στιγμή, αλλά χάνουν την ευκαιρία να μεταδώσουν ένα σημαντικό μήνυμα στο παιδί.
Στη δεύτερη περίπτωση, οι γονείς ακούν προσεκτικά το παιδί, το ρωτούν πως νιώθει, του επιτρέπουν να ονομάσει το συναίσθημά του. Μοιράζονται μαζί του και δικά τους συναισθήματα σε αντίστοιχες περιστάσεις και του δίνουν το χώρο να στεναχωρηθεί, να θυμώσει, να απογοητευτεί και τελικά να το επεξεργαστεί και να έχει κέρδος.
Συνοψίζοντας σε μερικές βασικές οδηγίες για να λειτουργήσει κανείς με ενσυναίσθηση:
- Άκου
- Ρώτα
- Μην αποσπάς
- Μην επικρίνεις
- Μην προσπαθείς να διορθώσεις ή να ωραιοποιήσεις
Γράφουν και αναλύουν οι επιστημονικοί συνεργάτες της Γραμμής 115 25 του Μαζί για το Παιδί