*Γράφει η Βασιλική Χρυσοστομίδου
Από το ρόλο του «κυνηγού» σε μία στάση περισσότερο παθητική ή «υποτονική» στο φλερτ φαίνεται πως έχουν περάσει πλέον τα αγόρια ενώ, αντίθετα, τα κορίτσια εμφανίζονται ιδιαίτερα διεκδικητικά. «Ο φόβος της απόρριψης είναι μόνιμος σύντροφος των αγοριών και λειτουργεί ως ‘ανάχωμα’ στην προσπάθεια να εκδηλώσουν το ενδιαφέρον τους», αναφέρει χαρακτηριστικά η ψυχολόγος – παιδοψυχολόγος, Αλεξάνδρα Καππάτου.
Οι κοινωνικές δεξιότητες του φλερτ έχουν υποχωρήσει μεν στο φυσικό κόσμο, ωστόσο στο διαδίκτυο ανθεί το sexting, τα διαδικτυακά «ραντεβού» αλλά και η εκτενής χρήση πορνογραφικού υλικού από τους εφήβους.
Η «ακτινογραφία» του εφηβικού φλερτ
«Ο τρόπος που φλερτάρουν οι έφηβοι έχει αλλάξει πλέον δραματικά: τα αγόρια εμφανίζονται πιο παθητικά ενώ περισσότερο «επιθετικά» εκδηλώνονται τα κορίτσια, με αποτέλεσμα οι σχέσεις να αποκτούν άλλη δυναμική», είναι το πρώτο, που θα πει η Δρ Άρτεμις Τσίτσικα, Καθηγήτρια Af.UNESCO GHE, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Παιδιατρικής-Εφηβικής Ιατρικής ΕΚΠΑ, Επιστημονικά Υπεύθυνος Μονάδας Εφηβικής Υγείας Β’ Παιδιατρική Κλινική ΕΚΠΑ – Νοσοκομείο Παίδων ‘Π.&Α.Κυριακού’, Πρόεδρος Ελληνικής Εταιρείας Εφηβικής Ιατρικής.
Όπως εξηγεί η ίδια, «η μεγάλη διαδικτυακή εμπλοκή των εφήβων, ειδικά μετά την πανδημία, είχε ως αποτέλεσμα τα αγόρια να υιοθετούν το «φλερτ μέσω ίντερνετ», να καταφεύγουν σε πορνογραφικό υλικό ή στο sexting, χάνοντας ταυτόχρονα πολλές δεξιότητες προσέγγισης του άλλου φύλου στο φυσικό κόσμο. Μοιάζουν να βαριούνται τις σχέσεις ενώ στην πραγματικότητα, ο φόβος να πλησιάσουν μία κοπέλα μπορεί να προέρχεται από τη χαμηλή τους αυτοεκτίμηση σκεπτόμενοι ίσως τη σύγκριση με άλλους, την ώρα που τα κορίτσια – βαθιά επηρεασμένα από τα κοινωνικά δίκτυα κυρίως – μοιάζουν να τους τρομάζουν. Είναι οι κοπέλες της «Sephora Generation», όπως αποκαλούνται, επειδή από μικρή ηλικία χρησιμοποιούν πολλά καλλυντικά, ακολουθούν beauty routines που τραβούν βίντεο και ανεβάζουν στο διαδίκτυο, βαδίζουν πιστά στα χνάρια των influencers.
Ο όρος «σέξι» μπαίνει στο επίκεντρο της προσωπικότητάς τους, κυριαρχεί η αντίληψη ότι «μπορείς να καταφέρεις πράγματα με το να είσαι σέξι». Με την αυτοπεποίθησή τους να οικοδομείται μέσα από αυτή την επίπλαστη εικόνα, μεταβάλλεται η συμπεριφορά τους: τα κορίτσια γίνονται πιο διεκδικητικά, κάνοντας τα αγόρια να νιώθουν αμήχανα και να παίρνουν τελικά το ρόλο του «θεατή στο παιχνίδι του φλερτ αφού δεν γνωρίζουν πως να το χειριστούν, μία συνθήκη που μπορεί να συνεχιστεί έως και την πρώτη ενήλικο ζωή», υπογραμμίζει η ίδια, παραπέμποντας – εκτός από την κλινική εμπειρία στη Μονάδα Εφηβικής Υγείας του Νοσοκομείου Παίδων «Π.&Α.Κυριακού» – και στα συμπεράσματα, που ανέδειξε σχετική έρευνα, η οποία έλαβε χώρα στο πλαίσιο του προγράμματος μεταπτυχιακών σπουδών «Στρατηγικές Αναπτυξιακής και Εφηβικής Υγείας» του οποίου προϊσταται, με θέμα ‘Sexual activity in adolescence for young adults through covid 19 pandemic’.
Σε επίρρωση των ανωτέρω, η Αλεξάνδρα Καππάτου, ψυχολόγος-παιδοψυχολόγος επισημαίνει: «Τα αγόρια συχνά δεν ξέρουν πως να διεκδικήσουν τις κοπέλες που τα ενδιαφέρουν, συμπεριφέρονται διστακτικά, αφήνοντας πίσω τους τον ‘παραδοσιακό’ ρόλο του ‘κυνηγού’ στη σχέση. Την ίδια στιγμή, η άνεση των κοριτσιών στο να εκφράσουν ανοιχτά τα ‘θέλω’ τους αλλά και να απαιτούν όσα επιθυμούν εγκαταλείποντας οριστικά το ρόλο της ‘παθητικής’ και ‘άβουλης’ γυναίκας σύμφωνα με το μοντέλο διαπαιδαγώγησης του παρελθόντος, φαίνεται πως αποδιοργανώνει τους νεαρούς. Η διστακτικότητα δεν είναι μόνο ζήτημα προσωπικών χαρακτηριστικών αλλά αποτελεί και προϊόν της κοινωνικής πίεσης. Παράλληλα, η ταχύτερη ανάπτυξη των κοριτσιών σε συνδυασμό με την αλλαγή των παραδοσιακών ρόλων, τα οδηγεί σε μία θέση ‘εξουσίας’ ενώ δεν λείπουν οι περιπτώσεις όσων επιθυμούν σχέσεις ‘ανοιχτές’, σχέσεις με ‘benefits’ αλλά χωρίς δέσμευση.
Ο ‘φόβος της απόρριψης’ αλλά και της σύγκρισης κυριεύει τη σκέψη των αγοριών, εμποδίζοντάς τους να κάνουν το πρώτο βήμα προς τη συναισθηματική επαφή και λειτουργεί ως ‘ανάχωμα’ στην προσπάθειά τους να εκδηλώσουν ενδιαφέρον για ένα κορίτσι».
Τι φταίει;
Ο «πρωτοβουλιακός χαρακτήρας» του αρσενικού απέναντι στα κορίτσια, όπως ήταν καταγεγραμμένος στην ελληνική κοινωνία του χθες, σήμερα οδεύει προς … εξαφάνιση. «Διαμορφώνονται νέα στερεότυπα, το σεξ γίνεται πιο ‘κυνικό’. Το ηλικιακό όριο της πρώτης σεξουαλικής επαφής στα κορίτσια έχει κατέβει στα 13 ή στα 14. Ο αυθορμητισμός και ο ρομαντισμός στην ερωτική ζωή μοιάζει να πέθανε, τώρα έχουμε την απομάκρυνση, το ‘avoiding’. Το διαδίκτυο ήρθε να επιδεινώσει την κατάσταση, καθώς η ελευθερία που προσφέρει στους εφήβους, είναι αναντίστοιχη με τη δυνατότητά τους να την διαχειριστούν αφού τα ίδια είναι ακόμη αδύναμα αναπτυξιακά. Το σεξ μεταξύ εφήβων έχει αποκτήσει μια πιο επιφανειακή διάσταση, έχει γίνει μια απλή πράξη χωρίς καμία συναισθηματική εμπλοκή», σημειώνει ο δρ Θάνος Ασκητής, ψυχίατρος-σεξολόγος, Καθηγητής Ψυχιατρικής, Διδάκτωρ Ψυχιατρικής ΕΚΠΑ, διευθυντής του Ινστιτούτου Ψυχικής και Σεξουαλικής Υγείας.
«Τα αγόρια ξεκινούν από ένα γονεϊκό δίκτυο υπερπροστατευτικό, που δεν τους αφήνει πολλά περιθώρια να πλησιάσουν τα κορίτσια. Που τα αποθαρρύνει να αναλάβουν ρίσκα, τα οποία είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη των κοινωνικών δεξιοτήτων. Συχνά, είναι οι γονείς που ‘φοβίζουν’ το γιό τους μπροστά στο ενδεχόμενο να τον ‘τραυματίσει συναισθηματικά’ μία γυναίκα με αποτέλεσμα να αναδύεται ένας νέος τύπος ‘μαλθακότητας’. Η αδυναμία να ‘αγκαλιάσουν’ την ήττα σε περίπτωση ‘χυλόπιτας’, ενισχύει την ευαλωτότητα, η οποία ‘στοιχειώνει’ πλέον την καθημερινότητα των νεαρών. Στη συνθήκη αυτή, έρχεται να προστεθεί το ‘sexual harassment’, η σεξουαλική παρενόχληση, όπως εκφράζεται μέσα από το #MeToo», συνεχίζει ο δρ Ασκητής.
Αναφορικά με το κίνημα #MeToo, το οποίο έχει θεμελιώσει έναν νέο τρόπο αντίληψης γύρω από τις σχέσεις μεταξύ των φύλων, η κ.Καππάτου επισημαίνει: «Οι γονείς φαίνεται πως έχουν ‘χάσει τη μπάλα’ στην προσπάθειά τους να μεγαλώσουν αγόρια. Προσπαθώντας να τους περάσουν τα μηνύματα της συναίνεσης, του σεβασμού προς το άλλο φύλο, ξεκινούν πολύ νωρίς, ‘ψαλιδίζοντας’ την αυτοεκτίμηση των παιδιών, τα οποία καταλήγουν να μην ξέρουν πως να συμπεριφερθούν». Όπως διευκρινίζει ο δρ Ασκητής, «τα αγόρια αισθάνονται την πίεση να αυξάνεται καθώς πρέπει να διαπραγματεύονται κάθε τους βήμα σε ένα περιβάλλον, που επιτάσσει την ευαισθησία, τη συναίνεση και τον σεβασμό. Το γεγονός αυτό, τους δημιουργεί σύγχυση αλλά και αβεβαιότητα ως προς το πώς να εκδηλώσουν τα συναισθήματά τους».
Η «απώλεια» της εφηβείας
Η ήβη, η περίοδος μεταξύ 10 και 14 ετών, που αποτελεί τον προθάλαμο της εφηβείας και την περίοδο που οι ορμόνες «εκρήγνυνται», έχει συρρικνωθεί ενώ καταγράφεται μία βιασύνη να μεγαλώσουν τα παιδιά. Ο δρ Ασκητής κάνει λόγο για «απώλεια της εφηβείας» και μαζί και της δυνατότητας ανάπτυξης ουσιαστικών συναισθηματικών συνδέσεων, τονίζοντας πως «η εφηβεία είναι στην πραγματικότητα, η ‘σταδιοποίηση’ της ωρίμανσης’ – η ομαλή πορεία μετάβασης από την παιδική ηλικία προς την ενηλικίωση, περνώντας μέσα από τα τρία στάδια της εφηβείας – την ήβη, την κυρίαρχη εφηβεία και την απογαλάκτιση – που δεν υφίσταται πλέον, γεγονός που οδηγεί σε σύγχυση».
Αποτέλεσμα; Οι έφηβοι δεν «προλαβαίνουν» να αξιολογήσουν τη σεξουαλικότητά τους, «τσαλαβουτούν» μεταξύ διάχυτων πληροφοριών από τα κοινωνικά δίκτυα, διαμορφώνουν μία εικονική πραγματικότητα μέσω αυτών και στερούνται ενσυναίσθησης.
Τι προτείνουν οι ειδικοί
Με την εικόνα του φλερτ μεταξύ των εφήβων να έχει αλλάξει ριζικά, «κλειδί» για την επιτυχία των σχέσεων, σύμφωνα με τους ειδικούς, είναι η καλλιέργεια της επικοινωνίας, της ενσυναίσθησης και της αυτοεκτίμησης. Η έξοδος από παραδοσιακά πρότυπα είναι μια αναγκαία πρόοδος ώστε οι νέες γενιές να οικοδομήσουν ουσιώδεις και ισότιμες σχέσεις.
«Οι σχέσεις μεταξύ των αγοριών και των κοριτσιών έχουν γίνει πιο πολύπλοκες αλλά και πιο ενδιαφέρουσες», διαπιστώνει η κ.Καππάτου, υπογραμμίζοντας ότι «μπορεί να είναι και προς το καλύτερο, επειδή οδεύουμε προς τη διαμόρφωση μίας ισότιμης κοινωνίας, στην οποία τα κορίτσια δεν χρειάζεται να περιμένουν από τα αγόρια να κάνουν τα ‘πάντα’».
Η πρόκληση σήμερα είναι να καλλιεργηθεί η ανοικτή επικοινωνία των παιδιών με τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς αλλά και η προαγωγή της αποδοχής των διαφορετικών τρόπων έκφρασης των συναισθημάτων. Την ανάγκη για γνήσια, καθημερινή αλληλεπίδραση στην οικογένεια και στο σχολείο, ώστε οι νέοι να αποκτήσουν τα εργαλεία, που χρειάζονται για να αναπτύξουν υγιείς σχέσεις, αναδεικνύει η δρ Τσίτσικα, σημειώνοντας πως η έλλειψη σεξουαλικής αγωγής, επιτείνει το πρόβλημα στις σχέσεις των εφήβων. Γονείς και εκπαιδευτικοί χρειάζεται να αναλάβουν ένα πιο ενεργητικό ρόλο, ενθαρρύνοντας τις συζητήσεις γύρω από τις σχέσεις, την αποδοχή της ήττας ως φυσιολογική συνθήκη καθώς και την ανάπτυξη των απαραίτητων κοινωνικών δεξιοτήτων για το φλερτ στο φυσικό κόσμο.