*Γράφει η Βασιλική Χρυσοστομίδου

Όταν οι έφηβοι περιορίζονται στο TikTok και στο Instagram για να ενημερωθούν σχετικά με το τι συνέβη στα Τέμπη, επειδή στο σχολείο τους «δεν μιλάει κανείς», υπάρχει σοβαρό πρόβλημα, όπως προκύπτει από έρευνα μεταδιδακτορικής ερευνήτριας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Όπως αναδείχθηκε στην έρευνα, η οποία υλοποιείται με αφορμή το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη, υπάρχει παντελής έλλειψη ειδησεογραφικής παιδείας. Οι έφηβοι βρίσκονται σε «βουβές» τάξεις αναφορικά με σοβαρά κοινωνικά ζητήματα, γίνονται έρμαια παραπληροφόρησης από το διαδίκτυο και τελικά, βυθίζονται στο φόβο και στην ανασφάλεια.

Στο protothema.gr μιλά η συγγραφέας Κατερίνα Χρυσανθοπούλου, η οποία διδάσκει στο Τμήμα Ψηφιακών Μέσων του Ιονίου Πανεπιστημίου, είναι Συνεργάτις του Εργαστηρίου Ειρηνευτικής Δημοσιογραφίας (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) ως Μεταδιδακτορική Ερευνήτρια και – μεταξύ άλλων – αναπτύσσει ένα πρόγραμμα ειδησεογραφικής παιδείας για εφήβους τόσο για σχολεία όσο και για ΜΚΟ.

«Δεν μας είπαν τίποτε στο σχολείο για τα Τέμπη». «Θεωρούν ότι δεν μπορούμε να καταλάβουμε». Πρόκειται για ενδεικτικά σχόλια εφήβων, τα οποία συνοψίζουν την αντιμετώπιση του σχολείου τους αναφορικά με όσα συνέβησαν στα Τέμπη. Η «σιωπή» των εκπαιδευτικών στην τάξη, ήταν ο κανόνας ενώ δεν έλειψαν κι εκείνοι, που «άδραξαν την ευκαιρία» για να κάνουν «κατήχηση» στους μαθητές, εκπορευόμενοι όμως από αμιγώς κομματικές προθέσεις.

«Το μόνο, που χρειάζονταν τα παιδιά, ήταν να εκφράσουν δημόσια, στο περιβάλλον της τάξης τους δηλαδή, όσα είχαν νιώσει όταν συνέβη το τραγικό δυστύχημα. Να διατυπώσουν τις σκέψεις τους σχετικά και ο ενήλικος – εκπαιδευτικός, να τα ακούει με προσοχή, συντονίζοντας τη συζήτηση. Ακολούθως, να τους δώσει τις απαραίτητες διασφαλίσεις και να τα κατευθύνει σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης», θα πει στο protothema.gr η Καθηγήτρια Κατερίνα Χρυσανθοπούλου.

Στο πλαίσιο μεταδιδακτορικής έρευνας για την ειδησεογραφική παιδεία (media literacy) στην εφηβεία και συγκεκριμένα στις ηλικίες 12 με 16 ετών, την οποία εκπονεί σε συνεργασία με το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, προέκυψε ότι οι συζητήσεις για τα Τέμπη, που έλαβαν χώρα στην τάξη ήταν ελάχιστες και όποτε έγιναν, ήταν καθαρά με πρωτοβουλία των καθηγητών τους. Αλλά και στις περιπτώσεις, που όντως έλαβαν χώρα τέτοιες συζητήσεις, εστίαζαν στο «ποιος φταίει» αντί για τις «ευθύνες ή και τις αρμοδιότητες» (blame/responsibility), χωρίς να γίνεται προσπάθεια διαχείρισης των συναισθημάτων των παιδιών, ιδιαίτερα εκείνα του φόβου και της ανησυχίας.

«Όπως διαπιστώθηκε στην έρευνα, γενικά δεν γίνονται συζητήσεις στην τάξη. Κι όταν γίνουν, παρότι πολλοί εκπαιδευτικοί ισχυρίζονται το αντίθετο, σύμφωνα με τις αναφορές των παιδιών, γίνεται ‘κατήχηση’ στα σχολεία με τους καθηγητές να προτάσσουν μία καθαρά κομματικοποιημένη άποψη και όχι πολιτικοποιημένη – που θα ήταν το ενδεδειγμένο. Αποτέλεσμα; Οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί είτε να αποφεύγουν εντελώς να ξεκινήσουν μία κουβέντα, είτε αν το κάνουν, να εμπλέκουν τις κομματικές τους απόψεις. Ωστόσο, θα πρέπει να γίνεται σαφές στους μαθητές ότι η πολιτική έχει να κάνει με τη συμμετοχή στα κοινά, το νοιάξιμο, την ενημέρωση για το τι συμβαίνει γύρω μας, τους θεσμούς και τη λειτουργία τους. Μόνο έτσι θα μάθουν τα παιδιά να τοποθετούνται μέσα σ’αυτό ως ενεργοί και υπεύθυνοι πολίτες», υπογραμμίζει η ίδια για να προσθέσει: «Οι εκπαιδευτικοί θα ήθελαν να έχουν μία βοήθεια από τους διευθυντές ή το υπουργείο Παιδείας. Μία επιμόρφωση. Επειδή, δεν είναι μόνο τα Τέμπη – γίνονται βομβιστικές επιθέσεις, πυρκαγιές, πλημμύρες και κάθε είδους φυσικές καταστροφές, βιαιοπραγίες απέναντι σε παιδιά – τα θέματα είναι πολλά, οπότε είναι απαραίτητο να υπάρχει μία κεντρική κατεύθυνση, ένα πλαίσιο οδηγιών, ώστε να γνωρίζουν οι εκπαιδευτικοί πώς να παρουσιάζουν στην τάξη τέτοια σοβαρά ζητήματα, πως να συντονίζουν μία συζήτηση αλλά και πως να αντιμετωπίσουν τα συναισθήματα των παιδιών, η πλειοψηφία των οποίων, θεωρούν ότι και τα ίδια δεν είναι ασφαλή».

Σχετικά με την ανεπάρκεια διαχείρισης του δυστυχήματος των Τεμπών στα σχολεία, όπως αναδεικνύεται από τα ευρήματα της έρευνας της κυρίας Χρυσανθοπούλου, ακόμη και τις σχολικές τσάντες με το «Έφτασες;» που έγραψαν τα παιδιά, σε αρκετά σχολεία ήταν εντελώς εκτός πλαισίου, καθώς κανείς δεν τους εξήγησε «γιατί» το έκαναν. Επιπλέον, δεν έγινε ποτέ αναφορά σε κοινωνικές αξίες, σε θεσμούς, ούτε εξηγήθηκαν οι διαδικασίες και λειτουργίες ενός κράτους. Επίσης πολύ σημαντικό, είναι το γεγονός ότι οι εκπαιδευτικοί δεν παρέπεμψαν τα παιδιά σε έγκυρο υλικό, που θα μπορούσαν να διαβάσουν ώστε να ενημερωθούν, δεν τους εξήγησαν το πώς αναγνωρίζουμε και αντιμετωπίζουμε την παραπληροφόρηση.

Ούτε τους μίλησαν για το πώς διαχειριζόμαστε το γνωστικό φόρτο από την υπερπληθώρα δεδομένων ενώ δεν έγινε αναφορά στην διαφορά μεταξύ τεκμηριωμένης δημοσιογραφίας, ισχυρισμών, απόψεων, περιεχομένων που αναρτούν χρήστες, παραποιημένου υλικού (memes) ή αναρτήσεων που λειτουργούν ως αγκίστρι με επίκληση στο συναίσθημα – φοβίζουν, γοητεύουν, τραβούν την προσοχή με διάφορες τεχνικές, είτε οπτικές είτε λεκτικές διατυπώσεις. «Κι όλα αυτά, είναι λογικό να συμβούν, αφού οι καθηγητές δεν είναι εκπαιδευμένοι να το κάνουν ενώ συχνά, επικρατεί και μέσα τους σύγχυση ανάμεσα στο τι είναι πολιτικοποίηση και τι κομματικοποίηση», σημειώνει.

Πώς ενημερώνονται τα παιδιά

Μετά τα Τέμπη, οι έφηβοι βρέθηκαν μέσα σε ένα κυκεώνα ατέρμονων και πολωμένων συζητήσεων στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου είναι πραγματικά δύσκολο να διακρίνει κανείς ποιος έχει δίκιο. Παράλληλα, αισθάνονταν την ανάγκη να μιλήσουν για το τι συνέβη – ας μην ξεχνάμε ότι ορισμένα είχαν συγγενείς ή φίλους στο τραίνο ή ήξεραν κάποιους, που είχαν.

Αξίζει να σημειωθεί, ότι οι βασικές πηγές ενημέρωσης των εφήβων είναι οι πλατφόρμες, από τις οποίες αντλούν στην πραγματικότητα τυχαίες, κατακερματισμένες, ανεξέλεγκτες και φιλτραρισμένες «ειδήσεις». Ας έχουμε κατά νου, ότι οι έφηβοι – και γενικά τα παιδιά – υποεκπροσωπούνται στις ειδήσεις, με εξαίρεση τις καταστάσεις, που αφορούν την υγεία ή την ασφάλεια, όταν είναι αποδέκτες διαδικτυακών συμβουλών γονέων. Ειδικότερα, οι ανήλικοι, αν και είναι το ένα τρίτο των χρηστών του διαδικτύου, δεν εκπροσωπούνται επαρκώς ως κοινωνική ομάδα σε αυτό, ιδίως όσον αφορά θέματα εξουσίας: τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, τις ανάγκες και τις ικανότητές τους ή τις ευκαιρίες για δημόσιο διάλογο. Έτσι, δρουν ως περιθωριοποιημένη ομάδα, στρεφόμενοι για ενημέρωση σε εναλλακτικά μέσα ενημέρωσης μη αξιόπιστα.

«Για παράδειγμα, οι έφηβοι δεν μαθαίνουν για την οργάνωση της κοινωνίας ή τους τρόπους συμμετοχής τους, αλλά μπορούν να περνούν ώρες μπροστά σε άχρηστο περιεχόμενο, ακόμα και «σκουπίδια», ρίχνοντας αδιάφορα ματιές σε στιγμιότυπα του κόσμου μέσω των κινητών τους τηλεφώνων, που εμφανίζεται ανάμεσα σε διαφημίσεις, challenges, αναρτήσεις οποιουδήποτε τυχαίου ατόμου για οποιοδήποτε τετριμμένο θέμα. Επιπλέον, καθώς τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προσφέρουν το ίδιο μορφολογικό και αισθητικό κέλυφος σε κάθε περιεχόμενο, δεν είναι εύκολο για αυτούς να αντιληφθούν τις διαφορετικές κατηγορίες πληροφοριών και συχνά χάνουν κάποιες σημαντικές ειδήσεις και ξοδεύουν το χρόνο τους σε ασήμαντα πράγματα. Ή, αντλώντας συστηματικά από φίλους και παράγοντες επιρροής ή ψηφιακές κοινότητες, δημιουργούν echo chambers, όπου εκτίθενται μόνο σε πληροφορίες ή απόψεις και ιδέες που ταιριάζουν με τις δικές τους», τονίζει η Καθηγήτρια.

Με βάση τα προαναφερθέντα, οι συγκεκριμένες πηγές ενημέρωσης υπερισχύουν ως επιλογές εξαιτίας και της αισθητικής, που τις διατρέχει αλλά και της διαδραστικότητας.

Όπως δε υπογραμμίζει η κ.Χρυσανθοπούλου, «ελλείψει ειδησεογραφικής παιδείας, της ικανότητας δηλαδή να αξιολογείται η εγκυρότητα, η ακρίβεια και το τεκμήριο μίας είδησης, τα παιδιά εκτίθενται σε διαδικτυακό ως επί το πλείστον, υλικό, το οποίο δεν είναι σε θέση να μεταβολίσουν. Δεν διαθέτουν, δηλαδή, τα κατάλληλα ‘εργαλεία’ για να αξιολογήσουν τί διαβάζουν».

Αν μάλιστα προστεθεί σε αυτό το γεγονός ότι οι ειδήσεις συνοδεύονται από σοκαριστικές εικόνες, οι οποίες ‘εγγράφονται’ μέσα τους, καταλαβαίνει κανείς πόσο τραυματίζονται συναισθηματικά. «Πάντως, προηγούμενες μελέτες μου δείχνουν ότι, αντίθετα με όσα έλεγε η διεθνής βιβλιογραφία μέχρι το 2020, οι νέοι δεν είναι αποστασιοποιημένοι αλλά ενδιαφέρονται για την επικαιρότητα και τις ειδήσεις», τονίζει.

Οι προτάσεις μετά την έρευνα

Επειδή οι εκπαιδευτικοί προτιμούν να μην μιλούν στην τάξη είτε «για να μην μπλέξουν», είτε για να μην εμπλακούν σε πολιτικές συζητήσεις, οι οποίες μπορεί παρερμηνευθούν ως κομματικές ή ιδεολογικές, το υπουργείο Παιδείας θα ήταν καλό να εκδώσει σχετική εγκύκλιο ή οδηγίες, για τη σωστή διαχείριση κρίσιμων καταστάσεων στο σχολείο. Επιπλέον, σύμφωνα με την κ.Χρυσανθοπούλου, «ο ειδησεογραφικός εγγραμματισμός δεν είναι ένα σύνολο αναδυόμενων δεξιοτήτων αλλά πρέπει να διδάσκεται».

Στην Ελλάδα δεν υπάρχει οριζόντιο πρόγραμμα παιδείας στα μέσα (media literacy) στα σχολεία, ούτε υπάρχει σχετική εκπαίδευση των παιδαγωγών στις σχολές τους, ενώ υπάρχουν ποικίλοι ορισμοί για το τι σημαίνει «ψηφιακοί εγγραμματισμοί» και δεν είναι καλά αντιληπτό ότι αποτελούν λειτουργικές δεξιότητες – πράγμα, που σημαίνει ότι εάν δεν τις διαθέτεις, δεν μπορείς να λειτουργήσεις στη δουλειά σου, στην κοινωνία ή στις προσωπικές σου ενασχολήσεις.

«Η ανάπτυξη της ικανότητας διάκρισης των σωστών πληροφοριών από τις παραπλανητικές και η ένταξή τους σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, είναι επείγουσα σε αυτή την ηλικία. Υπάρχει κίνδυνος επηρεασμού από ακραίες ή και κομματικές θέσεις χωρίς να έχουν αναπτυχθεί τα απαραίτητα κριτήρια MIL», καταλήγει η Καθηγήτρια και επισημαίνει: «Ακόμη πιο σοβαρό, ίσως και ανησυχητικό, είναι το γεγονός ότι οι έφηβοι αντιλαμβάνονται το περιβάλλον των πλατφορμών ως το ‘φυσικό’ τους περιβάλλον, το οποίο διαμορφώνει τις συνήθειες συλλογισμού τους: κατακερματισμένη προσοχή, περισπασμοί, τυχαία έκθεση σε περιεχόμενο, «ρηχή» ανάγνωση, γρήγορα συμπεράσματα, υιοθέτηση απόψεων με κοινωνικά και συναισθηματικά κίνητρα, αξιολόγηση πηγών χωρίς λογικά κριτήρια.

Διόλου τυχαίο, ότι η «διαδικτυακή συνηγορία», δηλαδή το να υπερασπιζόμαστε μια θέση στην οποία πιστεύουμε, κερδίζει έδαφος μεταξύ των εφήβων, και ενώ φαίνεται να ξέρουν τι γίνεται διεθνώς, όπως το £BLM, δεν γνωρίζουν τα τοπικά κινήματα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπως το ελληνικό #MeToo στις αρχές του 2021, καθώς λόγω του τοπικού χαρακτήρα τους δεν γίνονται viral στις πλατφόρμες, κυρίως στο TikTok».

Η Κατερίνα Χρυσανθοπούλου είναι διδάσκουσα στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Ψηφιακών Μέσων, Συνεργάτις του Εργαστηρίου Ειρηνευτικής Δημοσιογραφίας (ΑΠΘ) ως Μεταδιδακτορική Ερευνήτρια, όπου αναπτύσσει, μεταξύ άλλων, ένα πρόγραμμα ειδησεογραφικής παιδείας για εφήβους. Συγγραφέας στις εκδόσεις Κέδρος και Τόπος – την άνοιξη 2025 κυκλοφορεί το νέο βιβλίο «Εγγράμματοι στα Ψηφιακά Μέσα».

Ειδήσεις σήμερα

Πάπας Φραγκίσκος: Νοσηλεύεται χωρίς μηχανική αναπνευστική υποστήριξη, ανακοίνωσε το Βατικανό

Θεσσαλονίκη: 14χρονος μαθητής νοσηλεύεται με μηνιγγίτιδα στο Ιπποκράτειο

Δωρεάν και ανώνυμοι έλεγχοι για τα σεξουαλικά νοσήματα στις 6 και 7 Μαρτίου