Για πολλά χρόνια, οι ειδικοί αναζητούν τρόπους να εντοπίσουν πρώιμα σημάδια αυτισμού στα παιδιά, αφού η έγκαιρη διάγνωση και παρέμβαση μπορεί να έχει μεγάλο αντίκτυπο στην ανάπτυξή τους. Παρόλο που οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί παρατηρούν συχνά διάφορες συμπεριφορές που τους ανησυχούν, όπως η έλλειψη βλεμματικής  επαφής ή η έμφαση σε λεπτομέρειες αντί για το γενικό νόημα, η αναγνώριση των πρώιμων ενδείξεων του αυτισμού παραμένει δύσκολη και περίπλοκη. Ωστόσο, μια νέα έρευνα φέρνει ένα νέο «εργαλείο» που θα μπορούσε να διευκολύνει αυτήν τη διαδικασία, αναλύοντας τον τρόπο με τον οποίο τα παιδιά μιμούνται τη γλώσσα των γονιών τους.

Ο επικεφαλής ερευνητής Vittorio Tantucci Ανώτερος λέκτορας Γλωσσολογίας και Κινεζικής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Lancaster, με άρθρο του στο The Conversation αναλύει τα συμπεράσματα αυτής της  έρευνας.

Ο αυτισμός, ή Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος (ASD), επηρεάζει περίπου 1 στα 100 παιδιά παγκοσμίως και εκδηλώνεται με ποικιλία μορφών επικοινωνίας και συμπεριφοράς. Τα παιδιά με αυτισμό συχνά παρουσιάζουν δυσκολίες στην κατανόηση κοινωνικών κανόνων και μη λεκτικών σημάτων, όπως εκφράσεις του προσώπου ή χειρονομίες. Επίσης, μπορεί να εστιάζουν σε λεπτομέρειες και να δυσκολεύονται να κατανοήσουν τη γενική ιδέα μιας συνομιλίας. Η κατανόηση αυτών των χαρακτηριστικών από νωρίς είναι σημαντική, προκειμένου να τους δοθεί η κατάλληλη υποστήριξη.

Τι έδειξε η  έρευνα
Ο Vittorio Tantucci ηγήθηκε μιας ερευνητικής ομάδας που μελέτησε τον τρόπο με τον οποίο τα παιδιά μιμούνται τη γλώσσα των γονιών τους. Η έρευνα περιλάμβανε 180 παιδιά, ηλικίας 3 έως 5 ετών, που μιλούσαν Μανδαρινικά, και συμπεριλάμβανε τόσο νευροτυπικά παιδιά όσο και παιδιά με αυτισμό. Η ομάδα εστίασε στην «αντήχηση», δηλαδή την επαναχρησιμοποίηση και δημιουργική τροποποίηση του λόγου των γονιών κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης.

Η αντήχηση είναι ένα σημαντικό στοιχείο της επικοινωνίας που επιτρέπει τη φυσική συμμετοχή σε μια συνομιλία. Όταν αλληλεπιδρούμε με κάποιον, συχνά επαναλαμβάνουμε λέξεις ή φράσεις του συνομιλητή μας, τροποποιώντας τις για να δείξουμε ότι κατανοήσαμε τα λόγια του αλλά και να εμπλουτίσουμε τη συζήτηση. Για παράδειγμα, όταν μια μητέρα λέει «Η αλεπού φοβήθηκε τόσο πολύ που έτρεξε μακριά», ένα νευροτυπικό παιδί μπορεί να απαντήσει δημιουργικά, λέγοντας «Φοβήθηκε τόσο πολύ και έτρεξε γρήγορα μακριά», χρησιμοποιώντας τις λέξεις της μητέρας ως βάση για μια νέα πρόταση.

Στην έρευνα του Tantucci, τα νευροτυπικά παιδιά χρησιμοποιούσαν δημιουργικά τη γλώσσα των γονιών τους, ενώ τα παιδιά με αυτισμό επαναλάμβαναν λιγότερο συχνά και λιγότερο δημιουργικά τις φράσεις των γονιών τους. Σύμφωνα με τον Tantucci, αυτή η έλλειψη δημιουργικής αντήχησης δεν σημαίνει ότι τα παιδιά με αυτισμό στερούνται δημιουργικότητας, αλλά ότι η χρήση των λέξεων των άλλων κατά τη διάρκεια μιας συνομιλίας μπορεί να είναι πιο δύσκολη για αυτά.

Τα ευρήματα της έρευνας δίνουν νέες ενδείξεις για την πρώιμη αναγνώριση του αυτισμού. Η κατανόηση της λεκτικής αντήχησης μπορεί να βοηθήσει γονείς, εκπαιδευτικούς και ειδικούς να εντοπίσουν πρώιμα σημάδια αυτισμού και να δώσουν την απαραίτητη υποστήριξη.

Διαβάστε επίσης:

Αυτισμός: Στρέφοντας το βλέμμα στους γονείς με παιδιά στο φάσμα – Μια ψυχολόγος εξηγεί

Αυτισμός: Έξι ερωτήσεις που απασχολούν τους γονείς με παιδιά στο φάσμα – Οι ειδικοί απαντούν

Αυτισμός: Το σημείο του προσώπου που αποκαλύπτει νωρίς τη διαταραχή