Οι «σειρήνες» του συναγερμού πλέον δεν ηχούν τόσο συχνά για τον κορωνοϊό και όλοι μας, με προσεκτικά βήματα, βαδίζουμε με αισιοδοξία και σύνεση στα μονοπάτια της κανονικότητας που γνωρίζαμε τόσα χρόνια. Μικροί και μεγάλοι απολαμβάνουμε τις καθημερινές μας συνήθειες και δραστηριότητες με ανοσία πια χάρη στα εμβόλια (σε μεγάλο βαθμό), χωρίς μάσκες και άλλα περιοριστικά μέτρα, διατηρώντας όμως τους κλασικούς κανόνες υγιεινής. Το γεγονός αυτό μας υπενθυμίζει, με τον πιο δυνατό τρόπο, πόσο σημαντικό είναι να νιώθουμε και να είμαστε προστατευμένοι έναντι «αόρατων» εχθρών όπως οι ιοί και τα βακτήρια, νέων όπως ο κορωνοϊός και παλαιότερων όπως εκείνος της μηνιγγίτιδας Β.
Ήδη έχουν κάνει την εμφάνιση τους οι πρώτες ιώσεις και το μέλημά μας ως γονείς δεν είναι άλλο από το να προφυλάξουμε τα παιδιά μας από αυτές. Με την ίδια σπουδή πρέπει σε αυτή τη συγκυρία να προγραμματίσουμε την επίσκεψη στον παιδίατρο και να του ζητήσουμε να εστιάσει στη θωράκιση των παιδιών μας, μέσω των διαθέσιμων εμβολίων, και στην κάλυψη τυχόν κενών που τυχόν έχουν προκύψει. Η τελευταία διαδικασία είναι απαραίτητη δεδομένου του εμβολιαστικού κενού που είχε δημιουργήσει η πανδημία του κορωνοϊού αναφορικά με τα «ξεχασμένα» λοιμώδη νοσήματα σε παγκόσμιο επίπεδο. Ήδη τα στοιχεία της Ελληνικής Παιδιατρικής Εταιρίας τόνισαν μία από τις παράπλευρες απώλειες του κορωνοϊού στον παιδικό εμβολιασμό: η πτώση των εμβολιασμών ρουτίνας επηρέασε ιδίως τον εμβολιασμό έναντι μηνιγγίτιδας Β, ένα νόσημα για το οποίο υπήρχε κάλυψη που άγγιζε το 40% προ πανδημίας.
Η μηνιγγίτιδα Β δεν είναι ένα συχνό νόσημα και τα κρούσματά της είχαν μειωθεί τα τελευταία τρία χρόνια λόγω των περιοριστικών μέτρων, αλλά και χάρη στην προστασία του παιδικού πληθυσμού από την υψηλή εμβολιαστική κάλυψη που είχε δημιουργηθεί τα προηγούμενα χρόνια. Μήπως όμως ο μέχρι τώρα σπάνιος κίνδυνος κάνει ξανά την εμφάνιση του; Αυτό είναι το ερώτημα που ανησυχεί τους ειδικούς.
Τα δεδομένα για τον κίνδυνο επανεμφάνισης της νόσου δεν είναι αισιόδοξα. Ήδη, στη Γερμανία, τη Γαλλία και πιο πρόσφατα στη Βρετανία, μετά την άρση των μέτρων της πανδημίας παρατηρήθηκαν αυξημένα κρούσματα μηνιγγίτιδας Β στον ανεμβολίαστο πληθυσμό. Στην Ελλάδα μέχρι στιγμής μέσα στο 2022 έχει καταγραφεί ένα επιβεβαιωμένο κρούσμα μηνιγγίτιδας Β σε παιδί 5 ετών, στις αρχές του έτους. Μπορεί να είναι μία ασθένεια σπάνια, αλλά ο κίνδυνος είναι υπαρκτός. Το βασικό είναι ότι ο κίνδυνος μπορεί να προληφθεί χάρη στον εμβολιασμό, καθώς η επιστήμη τα τελευταία δέκα χρόνια έχει προσφέρει το «δώρο» της.
Τι γνωρίζουμε για τη νόσο
Η μηνιγγίτιδα Β αποτελεί περίπου το 80% των περιστατικών βακτηριακής μηνιγγίτιδας στην Ελλάδα. Από το 2004 μέχρι το 2021 καταγράφηκαν 670 επιβεβαιωμένα κρούσματα Μηνιγγίτιδας Β.
Πρόκειται για μια ιδιαίτερα επικίνδυνη νόσο καθώς προσβάλλει μωρά, νήπια και νεαρούς ενήλικες, εξελίσσεται ταχύτατα και μέσα σε 24 μόλις ώρες μπορεί να προκαλέσει μόνιμες αναπηρίες ή να οδηγήσει ακόμα και σε θάνατο.
Περίπου 1 στα 5 περιστατικά μηνιγγίτιδας μπορεί να έχει σοβαρές επιπλοκές, όπως μόνιμες αναπηρίες ή βλάβες.
Οποιοσδήποτε μπορεί να προσβληθεί από τη Μηνιγγιτιδοκοκκική νόσο. Τα βρέφη και τα νήπια αποτελούν τις πιο ευάλωτες ηλικιακές ομάδες και ακολουθούν οι έφηβοι και οι νεαροί ενήλικες. Βρέφη ηλικίας κάτω του 1 έτους διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης Μηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου από οποιαδήποτε άλλη ηλικιακή ομάδα και ακολουθούν τα νήπια ηλικίας 1 έως 4 ετών.
Το βακτήριο που προκαλεί τη Μηνιγγίτιδα Β, και το οποίο «αχρηστεύεται» με τον εμβολιασμό, μεταδίδεται με τα σταγονίδια και το σάλιο. Οι πιο συχνοί τρόποι μετάδοσης είναι το φιλί, ο βήχας και το φτάρνισμα. Αξίζει να σημειώσετε όμως ότι ακόμα και τα άτομα που δεν εμφανίζουν τη νόσο μπορούν να φέρουν τα υπεύθυνα για την εκδήλωσή της βακτήρια και να τη μεταδώσουν σε άλλους.
Η αξία της πρόληψης
Μόνο ο εμβολιασμός αποτελεί ουσιαστική πρόληψη έναντι της μηνιγγίτιδας Β, δεδομένου ότι 1 στους 10 ενήλικες φέρει το βακτήριο ασυμπτωματικά και μπορεί να μεταδώσει τη νόσο σε νεαρά μέλη της οικογένειας του, μέσω καθημερινών συνηθειών όπως το φιλί, ο βήχας και το φτάρνισμα.
Στα αρχικά στάδια της νόσου τα συμπτώματα μοιάζουν με αυτά της απλής ίωσης, δημιουργώντας την εσφαλμένη εντύπωση ότι πρόκειται για ένα απλό κρυολόγημα που «θα περάσει γρήγορα», ωστόσο εξελίσσεται ραγδαία.
Τα συμπτώματα αυτά είναι: υψηλός πυρετός, πονοκέφαλος, έμετος καθώς και τα πιο ειδικά όπως η αυχενική δυσκαμψία, η φωτοφοβία και το αιμορραγικό εξάνθημα.
Ο μοναδικός τρόπος για την αποτελεσματική και ασφαλή πρόληψη της Μηνιγγίτιδας Β, είναι η έγκαιρη έναρξη και ολοκλήρωση του εμβολιασμού των παιδιών, ο οποίος μπορεί να ξεκινήσει από την ηλικία των 2 μηνών και άνω. Ο εμβολιασμός κατά των υπόλοιπων τύπων μηνιγγίτιδας, είναι επίσης απαραίτητος, ωστόσο δεν προστατεύει τα παιδιά από τη μηνιγγίτιδα τύπου Β.
Για αυτό ας μην το καθυστερούμε, ρωτάμε σήμερα τον παιδίατρο μας για τη νόσο και τον τρόπο πρόληψης προκειμένου να προφυλάξουμε τα παιδιά μας.