Πρόκειται για έλλειμμα αναντίστοιχο της σημασίας που (πρέπει να) έχει το θέμα της γονιμότητας και της δυνατότητας αναπαραγωγής για μια κοινωνία ανεπτυγμένη αλλά και γηρασμένη, όπως η ελληνική.
Ένας στους 3 ερωτηθέντες πιστεύει λανθασμένα ότι η γυναικεία γονιμότητα αρχίζει να μειώνεται συνήθως στην ηλικιακή φάση 46-55 ετών. Τα επιστημονικά δεδομένα δείχνουν πως η κορύφωση του αναπαραγωγικού δυναμικού της γυναίκας παρουσιάζεται στην 3η δεκαετία της ζωής της, δηλαδή μεταξύ 20 – 30 ετών. Από τα 30 έτη και μετά παρατηρείται σταδιακή έκπτωση, η οποία εντείνεται μετά τα 35 και κορυφώνεται μετά τα 40. Ενδεικτικά αναφέρεται πως στα 36 έτη υπολογίζεται πως έχει «χαθεί» το 80% περίπου του αποθέματος ωαρίων που έχει μία γυναίκα στη διάθεσή της. Επίσης, η υποβάθμιση του αναπαραγωγικού δυναμικού δεν αφορά μόνο τον αριθμό των ωαρίων, αλλά και τη ποιότητά τους. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τη σημαντική αύξηση της πιθανότητας αποβολών και χρωμοσωμικών ανωμαλιών στα έμβρυα, ειδικά μετά την ηλικία των 40 ετών.
Επτά στους 10 των ερωτηθέντων συμφωνούν με την άποψη ότι η καλή υγεία και φυσική κατάσταση της γυναίκας μετά τα 40 μπορεί να εξασφαλίσει τη γονιμότητά της και τη δυνατότητα της να τεκνοποιήσει φυσιολογικά ανεξαρτήτου ηλικίας. Πράγματι μελέτες δείχνουν πως η υιοθέτηση υγιεινού τρόπου ζωής, ο οποίος χαρακτηρίζεται από ισορροπημένη διατροφή, άσκηση και αποφυγή καταχρήσεων, επιδρά σημαντικά στην διατήρηση της υγείας του αναπαραγωγικού συστήματος, τόσο του άνδρα, όσο και της γυναίκας. Ωστόσο, η ευεργετική αυτή επίδραση δεν μπορεί να υπερκεράσει τη «φυσική φθορά» του αναπαραγωγικού δυναμικού που σχετίζεται με την χρονολογική ηλικία και παρατηρείται με την πρόοδο της ηλικίας τόσο του άνδρα, όσο και της γυναίκας.
Σχεδόν 1 στους 2 δηλώνει ότι οι πιθανότητες εγκυμοσύνης στην ηλικία των 40 ετών κυμαίνονται από 30-50%. Λιγότερο από το 7,7% των ερωτηθέντων φαίνεται να έχουν σωστή ενημέρωση και δηλώνουν ότι το ποσοστό επιτυχίας με φυσική σύλληψη στις γυναίκες αυτής της ηλικιακής ομάδας είναι σημαντικά χαμηλό, αναγνωρίζοντας τη σημαντική μείωση της πιθανότητας τεκνοποίησης στην ηλικία των 40 ετών.
Σύμφωνα με τους ειδικούς της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, η πιθανότητα επίτευξης κύησης σε κάθε καταμήνιο κύκλο είναι περίπου 30%, ακόμα και όταν το ζευγάρι βρίσκεται στην φάση της κορύφωσης του αναπαραγωγικού του δυναμικού. Για τον λόγο αυτό ένα ζευγάρι θεωρείται πως αντιμετωπίζει υπογονιμότητα μετά από ένα έτος τακτικών ελεύθερων σεξουαλικών επαφών. Μετά τα 40 έτη η πιθανότητα επίτευξης φυσικής σύλληψης σε κάθε κύκλο είναι σημαντικά μειωμένη σε ποσοστό που υπολογίζεται να είναι μικρότερο του 5% ανά μήνα. Επιπρόσθετα, και η επιτυχία της εξωσωματικής γονιμοποίησης μειώνεται σημαντικά μετά τα 40 έτη, με το ποσοστό επιτυχίας να είναι μικρότερο του 10%. Αυτό οφείλεται στο γεγονός πως οι μέθοδοι εξωσωματικής γονιμοποίησης δεν μπορούν να ξεπεράσουν όλα τα εμπόδια που θέτει η προχωρημένη αναπαραγωγική ηλικία. Τα εμπόδια αυτά σχετίζονται με μείωση του αριθμού και της ποιότητα των ωαρίων, αλλά και με σημαντική υποβάθμιση της ποιότητας και της γονιμοποιητικής ικανότητας του σπέρματος.
Ένας στους 3 ερωτώμενους άνδρες και 1 στις 4 γυναίκες αναφέρει ότι η ανδρική γονιμότητα αρχίζει να μειώνεται στην ηλικία των 56+.
Σύμφωνα με τα επιστημονικά δεδομένα η έκπτωση του αναπαραγωγικού δυναμικού του άντρα αρχίζει σταδιακά μετά τα 40 έτη, ενώ γίνεται έντονη μετά τα 45 έτη. Ωστόσο, εκφράζεται με διαφορετικό τρόπο από ότι στις γυναίκες, λιγότερο αιφνίδια και σε μικρότερη ένταση. Η αυξημένη αναπαραγωγική ηλικία του άντρα σχετίζεται με υποβάθμιση των χαρακτηριστικών του σπέρματος, όπως είναι η συγκέντρωση και η κινητικότητα των σπερματοζωαρίων, αλλά και με αύξηση του ποσοστού των σπερματοζωαρίων που φέρουν «κατακερματισμένο» γενετικό υλικό. Αυτό σημαίνει πως αν και μπορεί το σπέρμα να έχει γονιμοποιητική ικανότητα, έστω και μειωμένη, αυτή δεν αρκεί ώστε μία κύηση να εξελιχθεί ομαλά. Ο κατακερματισμός του DNA των σπερματοζωαρίων σχετίζεται με σημαντική αύξηση της πιθανότητας επιπλοκών στην κύηση και αποβολών.
Οι συντάκτες της έρευνας (Ελληνική Εταιρεία Αναπαραγωγικής Ιατρικής και ΜRB) τονίζουν πως τα συμπεράσματα καταδεικνύουν την ανάγκη για την πραγματοποίηση εκστρατείας ενημέρωσης περί θεμάτων γονιμότητας και αναπαραγωγικής υγείας, ειδικά όσον αφορά την επίπτωση που έχει η ηλικία στο αναπαραγωγικό δυναμικό τόσο του άντρα, όσο και της γυναίκας. Η ορθή ενημέρωση του κοινωνικού συνόλου και η αναλυτική παρουσίαση της επίδρασης της ηλικίας στο αναπαραγωγικό δυναμικό, ώστε ο καθένας να μπορεί να λάβει ενημερωμένες αποφάσεις θα πρέπει να αποτελεί μονόδρομο, αναφέρουν.
«Η επιστήμη της Ιατρικής δεν μπορεί να ξεπεράσει όλους τους φραγμούς που θέτει η φύση, ωστόσο μπορεί να δώσει εναλλακτικές επιλογές όπως είναι η κρυοσυντήρηση του γενετικού υλικού με σκοπό τη διαφύλαξη του αναπαραγωγικού δυναμικού. Το σημαντικό είναι να γίνει αντιληπτό πως η υπογονιμότητα λόγω προχωρημένης αναπαραγωγικής ηλικίας αφορά και τα δύο φύλα και πως ανάλογα με τις διαφορές στη φυσιολογία της γήρανσης του αναπαραγωγικού συστήματος μεταξύ των δύο φύλων, υπάρχουν διαθέσιμες επιλογές με σκοπό την επιτυχημένη ολοκλήρωση του οικογενειακού προγραμματισμού και της τεκνοποίησης, όταν αυτή αποτελεί επιθυμητή επιλογή» καταλήγουν.