Παιχνίδια, συσκευασίες τροφίμων, ρούχα, καλλυντικά και απορρυπαντικά αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας πολλών νοικοκυριών, μια κοινή ουσία αυτών ωστόσο μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τους πνεύμονες των παιδιών.
Όπως αποκαλύπτει νεότερη μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο Environmental Pollution, η έκθεση σε φθαλικές ενώσεις ήδη από τη μήτρα, σχετίζονται με μειωμένη πνευμονική λειτουργία κατά την παιδική ηλικία. Οι φθαλικές ενώσεις, ή φθαλικοί εστέρες, είναι μία κατηγορία χημικών ενώσεων που χρησιμοποιούνται κυρίως ως πλαστικοποιητές.
Με την πάροδο του χρόνου όμως, οι φθαλικές ενώσεις των προϊόντων στις οποίες χρησιμοποιούνται διοχετεύονται στο περιβάλλον, καθιστώντας τες ουσιαστικά πανταχού παρούσες.
Το πιο ανησυχητικό είναι πως η επίδραση αυτή ξεκινά ήδη από τη μήτρα, δεδομένου ότι οι ενώσεις αυτές είναι σε θέση να παρακάμψουν τον φραγμό του πλακούντα. Ως αποτέλεσμα, οι φθαλικές ενώσεις δρουν ως ενδοκρινικοί διαταράκτες και έχουν συσχετιστεί με πολυάριθμα αναπτυξιακά και αναπαραγωγικά προβλήματα υγείας.
«Οι συνεχείς έρευνες αποκαλύπτουν ένα σταθερό μοτίβο σύνδεσης αυτών των ενώσεων με αυξημένο κίνδυνο παιδικού άσθματος, αλλά τα στοιχεία σχετικά με την πιθανή συσχέτισή τους με τη λειτουργία των πνευμόνων είναι ελάχιστα και ασαφή», εξήγησε η ερευνήτρια του Ινστιτούτου Παγκόσμιας Υγείας της Βαρκελώνης (ISGlobal) Magda Bosch de Basea, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης.
Η μελέτη περιελάμβανε στοιχεία από 641 ζεύγη μητέρας-παιδιού, μέρος του προγράμματος INMA. Η έκθεση σε φθαλικούς εστέρες κατά την κύηση αναλύθηκε από δείγματα ούρων, που συλλέχθηκαν από τις μητέρες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Αντίστοιχα, η πνευμονική λειτουργία των παιδιών αξιολογήθηκε με σπιρομέτρηση σε διαφορετικά στάδια ανάπτυξης μεταξύ των τεσσάρων και έντεκα ετών.
Σύμφωνα με τα εργαστηριακά αποτελέσματα, ανιχνεύθηκαν και οι εννέα από τους μεταβολίτες των φθαλικών εστέρων που μελετήθηκαν σχεδόν στο 100% των δειγμάτων ούρων, οι ουσίες δηλαδή στις οποίες μετατρέπονται οι φθαλικοί εστέρες μετά το μεταβολισμό τους από τον ανθρώπινο οργανισμό.
Σε όλα τα στάδια της ανάπτυξης των παιδιών, οι μεταβολίτες που μελετήθηκαν συσχετίστηκαν με μειώσεις σε δύο παραμέτρους της πνευμονικής λειτουργίας: στη βίαιη ζωτική χωρητικότητα (FVC), η οποία μετρά τον μέγιστο όγκο αέρα που είναι σε θέση να εκπνεύσει ένα άτομο, και στον βίαιο εκπνευστικό όγκο σε 1 δευτερόλεπτο (FEV1), ο οποίος υπολογίζει τον μέγιστο εκπνεόμενο όγκο στο πρώτο δευτερόλεπτο της εκπνοής.
Ωστόσο, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι συσχετίσεις μεταξύ ορισμένων μεταβολιτών (π.χ. MiBP και MBzP) και μειωμένης πνευμονικής λειτουργίας ήταν γενικά στατιστικά σημαντικές μόνο σε νεότερες ηλικίες, αλλά δεν επαληθεύτηκαν σε σπιρομετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν σε μεγαλύτερες ηλικίες.
Το μοτίβο αυτό συνάδει με τα ευρήματα μελετών σε ζωικά μοντέλα που υποδηλώνουν ότι οι πιθανές επιδράσεις αυτών των ενώσεων στη λειτουργία των πνευμόνων επανέρχονται με την πάροδο του χρόνου.
Επιπλέον, χρησιμοποιώντας στατιστικές μεθόδους που λαμβάνουν υπόψη την έκθεση σε μείγματα ενώσεων, η μελέτη εντόπισε την ένωση MBzP ως σημαντικό παράγοντα που επιδρά στη λειτουργία των πνευμόνων.
«Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο μεταβολίτης MBzP θα μπορούσε να είναι ένας από τους κύριους παράγοντες που συσχετίζεται με τη μειωμένη πνευμονική λειτουργία στην παιδική ηλικία», σχολίασε η Judith Garcia-Aymerich, επικεφαλής του προγράμματος για τις μη μεταδοτικές ασθένειες και το περιβάλλον στο ISGlobal και επικεφαλής συν-συγγραφέας της μελέτης.
Τα αποτελέσματα της μελέτης συνάδουν με τις ισχύοντες περιορισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη χρήση αυτών των ουσιών.
Διαβάστε επίσης
Τρία φυτά-βάλσαμο για τους πνεύμονες – Βάλτε τα στο σπίτι
Πώς μπορούν να μας παχύνουν τα πλαστικά