Ανησυχητικά αυξημένη αγωνία των εφήβων της αποκαλούμενης «γενιάς Ζ» για το σωματικό τους βάρος, το οποίο και συχνά υπερεκτιμούν, διαπιστώνει νέα μελέτη στο Ηνωμένο Βασίλειο, η οποία καταγράφει σημαντικά υψηλότερο ποσοστό εφήβων στη χώρα που καταφεύγει σε δίαιτες ή αθλείται με αποκλειστικό κίνητρο να χάσει βάρος.

Η σχετική έρευνα του University College του Λονδίνου, η οποία έρχεται στη δημοσιότητα μέσω του JAMA Pediatrics, αποτυπώνει ότι τα κορίτσια που προσπαθούν να χάσουν βάρος είναι επίσης πιο πιθανό να παρουσιάσουν συμπτώματα κατάθλιψης συγκριτικά με τα προηγούμενα έτη.

Τα παιδιά της «γενιάς Ζ» είναι οι σημερινοί έφηβοι και νεαροί που γεννήθηκαν στην πλειονότητά τους μετά το 2000. Το 2015 το 42% των κοριτσιών και αγοριών ηλικίας 14 ετών δήλωσαν ότι προσπαθούσαν να χάσουν βάρος, σε σύγκριση με ποσοστό 30% το 2005.

«Τα ευρήματά μας υποδεικνύουν πως ο τρόπος με τον οποίο μιλάμε για το βάρος, την υγεία και την εμφάνιση μπορεί να έχει βαθιές επιπτώσεις στην ψυχική υγεία των νέων και οι προσπάθειες αντιμετώπισης των αυξανόμενων ποσοστών παχυσαρκίας μπορεί επίσης να έχουν ακούσιες συνέπειες» αναφέρει η επικεφαλής της μελέτης Δρ Francesca Solmi, ψυχίατρος στο University College του Λονδίνου.

«Η αύξηση στις δίαιτες μεταξύ των νέων είναι ανησυχητική επειδή πειραματικές μελέτες έχουν διαπιστώσει ότι η δίαιτα είναι γενικά αναποτελεσματική μακροπρόθεσμα στη μείωση του σωματικού βάρους στους εφήβους, και μπορεί αντίθετα να έχει μεγαλύτερες επιπτώσεις στην ψυχική υγεία. Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, ότι η δίαιτα είναι ισχυρός παράγοντας κινδύνου για την εμφάνιση διατροφικών διαταραχών» αναφέρει η ίδια.

Η ερευνητική ομάδα εξέτασε δεδομένα για 22.503 εφήβους στο Ηνωμένο Βασίλειο σε τρεις διαφορετικές δεκαετίες, οι οποίοι συμμετείχαν σε ισάριθμες μεγάλες μελέτες παρατήρησης: Για άτομα που γεννήθηκαν το 1970 (με τα σχετικά δεδομένα να συγκεντρώνονται το 1986), γεννηθέντες το 1991-1992 (τα δεδομένα συλλέχθηκαν το 2005) και γεννηθέντες το 2000-2002 (τα δεδομένα συλλέχθηκαν το 2015).

Όλοι οι έφηβοι είχαν ρωτηθεί την περίοδο της μελέτης αν είχαν προσπαθήσει ή προσπαθούσαν να χάσουν βάρος, εάν είχαν κάνει δίαιτα ή αθλούνταν για να χάσουν βάρος, αν θεωρούσαν ότι έχουν κατώτερο του φυσιολογικού, φυσιολογικό ή υπερβολικό βάρος (το οποίο συγκρίθηκε με το πραγματικές μετρήσεις ύψους και βάρους), ενώ παράλληλα είχαν συμπληρώσει ερωτηματολόγια για την καταγραφή τυχόν καταθλιπτικών συμπτωμάτων.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι το 2015, το 44% και το 60% όλων των συμμετεχόντων είχαν κάνει δίαιτα ή αθλούνταν για να χάσουν βάρος, αντίστοιχα, σε σύγκριση με το 38% και το 7% 1986.
Κατά τους ειδικούς έτερα στοιχεία καταδεικνύουν ότι η έντονη σωματική δραστηριότητα παρέμεινε σχετικά σταθερή μεταξύ των εφήβων τις τελευταίες δεκαετίες.

Η ανώτερη συγγραφέας της εν λόγω μελέτης Δρ. Praveetha Patalay επισημαίνει από πλευράς της πως «φαίνεται ότι οι νέοι ασκούνται για διαφορετικούς λόγους απ’ ότι στο παρελθόν -περισσότεροι έφηβοι φαίνεται να εκλαμβάνουν την άσκηση κυρίως ως μέσο για να χάσουν βάρος αντί να αθλούνται για διασκέδαση, κοινωνικοποίηση και την υγεία τους. Εικάζουμε, επίσης, ότι πρόσφατες αμφιλεγόμενες παροτρύνσεις για προσθήκη στις συσκευασίες τροφίμων ετικετών ‘ισοδύναμης άσκησης’ μπορεί να το έχουν επιδεινώσει αυτό».

Έτερο σημαντικό στοιχείο της μελέτης είναι ότι ενώ τα κορίτσια έχουν συστηματικά περισσότερες πιθανότητες να κάνουν δίαιτα για να χάσουν βάρος, οι ερευνητές διαπίστωσαν μεγαλύτερη αύξηση με την πάροδο των ετών μεταξύ αγοριών, τα οποία καθίσταται επίσης πιο πιθανό να προσπαθούν αντίθετα να αυξήσουν το βάρος τους.

«Η κοινωνική πίεση για τα κορίτσια να είναι αδύνατα υφίσταται εδώ και δεκαετίες, αλλά η πίεση προς τα αγόρια σχετικά με την εικόνα του σώματός τους μπορεί να είναι μία πιο πρόσφατη τάση. Τα ευρήματά μας υπογραμμίζουν τον αντίκτυπο που μπορούν να έχουν η κοινωνική πίεση και τα μηνύματα δημόσιας υγείας σχετικά με το βάρος στις συμπεριφορές των παιδιών σχετικά με την υγεία τους, την αντίληψη για την εικόνα του σώματός τους, καθώς και την ψυχική τους υγεία» υπογραμμίζει η ίδια.

Για αμφότερα τα κορίτσια και τα αγόρια προέκυψε επίσης ότι έγινε σταδιακά όλο και πιο πιθανό να υπερεκτιμούν το βάρος τους από το 1986 έως το 2005, και ακόμη περισσότερο μέχρι το 2015, κάτι το οποίο οι ερευνητές αναφέρουν πως ενισχύει τις ανησυχίες τους ότι οι αυξημένες προσπάθειες για απώλεια βάρους δεν συσχετίζονται απαραίτητα με αυξημένα ποσοστά παχυσαρκίας.

Οι συμπεριφορές που σχετίζονται με το βάρος και η εσφαλμένη αντίληψη των εφήβων για το βάρος τους συσχετίστηκαν με συμπτώματα κατάθλιψης και ιδίως όσον αφορά στα κορίτσια αυτή η συσχέτιση κατέστη ακόμη ισχυρότερη στο πέρας των τριών δεκαετιών που εξετάστηκαν στη μελέτη.

Τα ευρήματα αυτά θα μπορούσαν ενδεχομένως να εξηγούν εν μέρει την αύξηση στα συμπτώματα κατάθλιψης που παρατηρούνται στους εφήβους τις τελευταίες δεκαετίες.

Διαβάστε επίσης

Να τι αυξάνει και τι μειώνει τον κίνδυνο κατάθλιψης στην εφηβεία

Γιατί οι σημερινοί έφηβοι νιώθουν πιο μόνοι από ποτέ

Καραντίνα: Μπορεί να τελείωσε, αλλά άφησε σημάδια σε παιδιά και εφήβους