Η υψηλή συγκέντρωση μικροσωματιδίων στην ατμόσφαιρα συνδέεται με αυξημένο κατά 34% κίνδυνο διατροφής πλούσιας σε τρανς λιπαρά, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε στο American Journal of Clinical Nutrition.
Ομάδα ερευνητών από το Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνια (USC) εξέτασε 3.100 παιδιά, τα οποία είχαν εγγραφεί στην αμερικανική Έρευνα Παιδικής Υγείας. Η συγκεκριμένη έρευνα εξέτασε τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στο αναπνευστικό σύστημα παιδιών που εγγράφηκαν την διετία 1993 και 1994 και παρακολουθήθηκαν για τέσσερα έως οκτώ χρόνια.
Με βάση τα δεδομένα αυτά, οι επιστήμονες του USC διαπίστωσαν ότι η αυξημένη συγκέντρωση μικροσωματιδίων στον αέρα έκανε τους ανθρώπους πιο επιρρεπείς στην κατανάλωση λιπαρών φαγητών και, πιο συγκεκριμένα, στην κατανάλωση πρόχειρου βραδινού γεύματος εκτός σπιτιού.
Δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο γιατί συμβαίνει αυτό, οι ειδικοί, όμως λένε ότι ίσως συνδέεται με το γεγονός ότι τα μικροσωματίδια διαταράσσουν τον τρόπο με τον οποίο το σώμα μας απορροφά ενέργεια από το φαγητό, μειώνοντας τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα και αυξάνοντας το αίσθημα της πείνας.
Ανεξάρτητα από το λόγο, πάντως, η ομάδα του USC σημειώνει ότι τα ευρήματά της υποδεικνύουν την ανάγκη μείωσης των επιπέδων ατμοσφαιρικής ρύπανσης στις πόλεις, ως τρόπο και για τον περιορισμό της παχυσαρκίας.
Παράλληλα με την εξέταση των παιδιών, οι ερευνητές μέτρησαν τους ρύπους, όπως τα μικροσωματίδια από τους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής και τα καυσαέρια των αυτοκινήτων και αξιολόγησαν τη συγκέντρωσή τους στις περιοχές κατοικίας των συμμετεχόντων.
Πιο αναλυτικά, παρακολούθησαν τις εκπομπές διοξειδίου του αζώτου (NO2) σε μεγάλες πόλεις της Αμερικής, οι ασφαλείς τιμές για το οποίο έχουν οριστεί στα 100 μέρη ανά δισεκατομμύριο σε ωριαία συγκέντρωση (στην Ελλάδα η ωριαία οριακή τιμή για την προστασία της ανθρώπινης υγείας είναι τα 200 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο αέρα).
Οι ερευνητές παρατήρησαν ότι με κάθε αύξηση κατά 12,2 μέρη NO2 ανά δισεκατομμύριο, οι ενήλικοι είχαν 34% περισσότερες πιθανότητες να καταναλώνουν τρόφιμα με υψηλή συγκέντρωση τρανς λιπαρών και συνέδεσαν τη μεγαλύτερη έκθεση στο NΟ2 και στον στοιχειακό άνθρακα – ο οποίος εκλύεται από τα ορυκτά καύσιμα – με τη μεγαλύτερη κατανάλωση πρόχειρου φαγητού.
Επίσης, έλαβαν υπόψη παράγοντες όπως το οικογενειακό εισόδημα, το επίπεδο εκπαίδευσης των γονέων και τον αριθμό των εστιατορίων πρόχειρου φαγητού (fast food) σε απόσταση 500 μέτρων από το σπίτι ή το σχολείο του κάθε παιδιού.
Διαπίστωσαν, λοιπόν, ότι όσο μεγαλύτερη ήταν η έκθεση των παιδιών στους ατμοσφαιρικούς ρύπους (με κυριότερα τα καυσαέρια των αυτοκινήτων), τόσο πιθανότερο ήταν να ακολουθούν μια διατροφή υψηλή σε τρανς λιπαρά.
«Δεδομένου του πόσο γρήγορα ωριμάζει ο εγκέφαλος κατά την παιδική και εφηβική ηλικία, η περίοδος αυτή αποτελεί ένα χρονικό πλαίσιο όπου οι περιβαλλοντικοί παράγοντες θα μπορούσαν ενδεχομένως να έχουν μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στο μυαλό και στη συμπεριφορά», σχολιάζει ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Δρ. Zhanghua Chen, μεταδιδακτορικός ερευνητικός συνεργάτης στην Ιατρική Σχολή Keck του USC.
«Σκοπεύουμε να πραγματοποιήσουμε ακόμα περισσότερες μελέτες για να διερευνήσουμε το βαθμό στον οποίο η έκθεση στους ατμοσφαιρικούς ρύπους επιδρά στις αλλαγές στην εγκεφαλική λειτουργία, τη διατροφική συμπεριφορά και την εμφάνιση της παχυσαρκίας στην ενήλικη ζωή».
Η νέα αυτή μελέτη έρχεται να προστεθεί στον συνεχώς αυξανόμενο όγκο ερευνών για τις επιπτώσεις της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στην ανθρώπινη υγεία.