Αμερικανοί ερευνητές σχεδίασαν μια απλή αιματολογική εξέταση που μπορεί να ανιχνεύσει πότε ένας νεο-μεταμοσχευμένος πνεύμονας πρόκειται να απορριφθεί από τον οργανισμό του ασθενή, ακόμα και χωρίς εμφανή σημάδια απόρριψης.
Όπως αναφέρεται σε σχετικό άρθρο που δημοσιεύεται στο EBioMedicine, η νέα αυτή εξέταση θα μπορούσε να καταστήσει εφικτή την έγκαιρη παρέμβαση των γιατρών για την πρόληψη ή επιβράδυνση της χρόνιας απόρριψης, η οποία είναι σοβαρή, μη αναστρέψιμη και συχνά θανατηφόρος, του πρώτους κρίσιμους μήνες μετά τη μεταμόσχευση πνεύμονα.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την Δρ Hannah Valantine από το Εθνικό Ινστιτούτο Καρδιάς, Πνευμόνων και Αίματος των ΗΠΑ, που χρηματοδότησε και τη μελέτη, πιστεύουν ότι η ίδια εξέταση θα αποδειχθεί χρήσιμη και στην παρακολούθηση της απόρριψης και άλλων μοσχευμάτων, πέραν του πνεύμονα.
«Το τεστ ουσιαστικά βασίζεται στον προσδιορισμό της αλληλουχίας του DNA», εξηγεί η Δρ. Valantine, και αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα εξατομικευμένης ιατρικής επιτρέποντας στους γιατρούς να σχεδιάζουν εξατομικευμένα πρωτόκολλα μεταμόσχευσης για άτομα που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο απόρριψης.
Η ερευνήτρια προσθέτει ακόμα ότι «το τεστ λύνει και ένα πάγιο πρόβλημα με τις μεταμοσχεύσεις πνεύμονα: την ανίχνευση των κρυφών σημαδιών της απόρριψης. Σε κάθε περίπτωση είμαστε πολύ ενθουσιασμένοι και μόνο στην ιδέα ότι μπορούμε να σώσουμε ζωές, ειδικά όταν είμαστε αντιμέτωποι με μεγάλη έλλειψη δωρητών οργάνων σώματος».
Οι επιστήμονες επικεντρώθηκαν σε 106 λήπτες μοσχεύματος πνεύμονα, από τους οποίους πήραν δείγματα αίματος το πρώτο τρίμηνο μετά τη μεταμόσχευση. Ο λόγος που επιλέχθηκαν οι συγκεκριμένοι μεταμοσχευμένοι ασθενείς είναι διότι έχουν το μικρότερο προσδόκιμο επιβίωσης μεταξύ των ληπτών συμπαγών οργάνων. Και τα τα υπάρχοντα διαγνωστικά τεστ για την απόρριψη του μοσχεύματος, όπως η βιοψία, είτε απαιτούν την αφαίρεση μικρού τμήματος πνευμονικού ιστού, είτε δεν έχουν την απαιτούμενη ευαισθησία για να διακρίνουν την σοβαρότητα της απόρριψης. Η νέα εξέταση φαίνεται να ξεπερνά αυτά τα εμπόδια.
Οι ερευνητές πήραν μερικές σταγόνες αίματος από τον βραχίονα του λήπτη και με ειδικό αναλυτικό μηχάνημα ξεχώρισαν τα κλάσματα του DNA ενώ συνδυαστικά με υπολογιστική ανάλυση καθόρισαν αν τα κλάσματα προέρχονταν από τον λήπτη ή τον δότη και πόσα κλάσματα DNA από τον καθένα ήταν παρόντα. Επειδή τα τραυματισμένα ή αποπίπτοντα κύτταρα του δότη εκκρίνουν πολλά κλάσματα DNA στην αιματική κυκλοφορία του λήπτη, συγκριτικά με τα φυσιολογικά κύτταρα του δότη, οι μεγαλύτερες ποσότητες DNA από τον λήπτη είναι ένδειξη μεγαλύτερου κινδύνου απόρριψης του μοσχεύματος από τον οργανισμό του λήπτη.
Εν τέλει οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι στο δείγμα των 106 ασθενών, εκείνοι που είχαν υψηλότερα επίπεδα κλασμάτων DNA από τον δότη το πρώτο τρίμηνο μετά τη μεταμόσχευση είχαν εξαπλάσιο κίνδυνο για απόρριψη του μοσχεύματος ή θανάτου κατά τη διάρκεια της έρευνας, συγκριτικά με εκείνους που είχαν χαμηλότερα επίπεδα DNA από τον δότη. Αλλά το σημαντικότερο ήταν ότι, πάνω από τους μισούς ασθενείς υψηλού κινδύνου για μεταμόσχευση δεν είχαν εμφανείς κλινικές ενδείξεις επιπλοκών.
«Για πρώτη φορά παρατηρήσαμε ότι το DNA του δότη είναι προγνωστικός δείκτης για την χρόνια απόρριψη του μοσχεύματος πνεύμονα και θανάτου και μπορεί να μας δώσει την ευκαιρία της έγκαιρης παρέμβασης και ίσως και της ανατροπής του κακού αποτελέσματος. Αν ανιχνευθεί μέσω της νέας εξέτασης έγκαιρα η απόρριψη του μοσχεύματος, τότε οι γιατροί θα μπορούν να αυξήσουν την δοσολογία των ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων και τη χορήγηση άλλων παραγόντων για τη μείωση της ιστολογικής φλεγμονής ή να πάρουν άλλα μέτρα για την πρόληψη ή επιβράδυνση της απόρριψης», καταλήγει η Δρ. Valantine.