Η σχέση της μητέρας με τους εφήβους ενδέχεται να προφυλάσσει αυτά τα παιδιά από βίαιες συμπεριφορές και σχέσεις αργότερα στη ζωή τους. Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε μελέτη του Πανεπιστημίου του Buffalo που δημοσιεύθηκε στο Journal of Interpersonal Violence.
Η νέα μελέτη ανακάλυψε ότι η σχέση του παιδιού με τη μητέρα ενισχύει την αυτοεκτίμησή του πρώτου, εξηγεί η επικεφαλής της έρευνας Δρ. Jennifer Livingston.
«Τα παιδιά σχηματίζουν εσωτερικά μοντέλα για τους εαυτούς τους και τους άλλους βασιζόμενα στην ποιότητα της σχέσης με τους γονείς τους. Αν η κηδεμονία περιλαμβάνει βίαια και προσβλητικά στοιχεία, τα παιδιά μαθαίνουν να βλέπουν τους εαυτούς τους ως απωθητικούς και τους άλλους εχθρικούς και αναξιόπιστους. Αλλά αν βιώσουν θετική γονεϊκή συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από αποδοχή και θαλπωρή, τότε τα παιδιά σχηματίζουν θετικά μοντέλα για τους εαυτούς τους θεωρώντας τους αξιαγάπητους και άξιους σεβασμού», προσθέτει η ερευνήτρια.
Τα αποτελέσματα θα μπορούσαν να βοηθήσουν την ανάπτυξη παρεμβάσεων που προφυλάσσουν τους εφήβους από το να βιώνουν σωματική, συναισθηματική ή σεξουαλική κακοποίησης στις σχέσεις τους. «Περισσότεροι από το 30% των εφήβων είναι θύματα κάποιας μορφής κακοποίησης από τους ερωτικούς τους συντρόφους», δηλώνει η Δρ. Livingston.
Οι προστατευτικές επιδράσεις της μητρικής αγάπης
Η έρευνα εξέτασε περισσότερους από 140 εφήβους των οποίων οι γονείς είχαν παντρευτεί ή συζούσαν την περίοδο της γέννησής τους.
Οι οικογένειες που συμμετείχαν στη μελέτη αποτελούσαν μέρος μίας εν εξελίξει μελέτης για την ανάπτυξη των παιδιών που οι γονείς τους ήταν εθισμένοι στο αλκοόλ. Οι μισοί εκ των συμμετεχόντων είχαν τουλάχιστον ένα γονέα, συνήθως ο πατέρας, που αντιμετώπιζε πρόβλημα αλκοολισμού.
«Παρότι ο εθισμός των γονέων στο αλκοόλ δεν είχε σχετιστεί άμεσα με την βία στις εφηβικές ερωτικές σχέσεις, τα παιδιά βίωναν μεγαλύτερη έκθεση σε συντροφικές διαμάχες και ανεπαρκή ανατροφή σε σύγκριση με παιδιά οικογενειών όπου δεν αντιμετωπιζόταν πρόβλημα αλκοολισμού. Είναι σαφές ότι δεν εμπλέκονταν όλα τα παιδιά από οικογένειες με πρόβλημα αλκοολισμού στα περιστατικά βίας των σχέσεων, γεγονός που υποδηλώνει ότι υπάρχουν και προστατευτικοί παράγοντες. Αυτοί οι προστατευτικοί παράγοντες πρέπει να εντοπιστούν για να προωθήσουν τις προσπάθειες πρόληψης.
Οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια όταν ήταν 14, 16 και 18 ετών αναφέροντας τη συχνότητα διενέξεων μεταξύ των γονέων τους, την οπτική τους για τη σχέση με τη μητέρα τους και οποιαδήποτε ανάμειξη σε βία στις σχέσεις τους.
Η μελέτη ανακάλυψε ότι τα παιδιά που βίωναν θετικές συμπεριφορές από τη μητέρα τους στην ηλικία των 14 ετών ήταν λιγότερο πιθανό να έχουν εμπλακεί σε περιστατικά βίας στις σχέσεις τους ως έφηβοι, ακόμα και όταν υπήρχαν υψηλά επίπεδα διενέξεων στους γάμους των γονέων τους.
Τα χαμηλότερα επίπεδα θαλπωρής και υποστήριξης από τις μητέρες δεν μείωναν τις επιβλαβείς επιδράσεις των ενδοοικογενειακών διενέξεων στα παιδιά τους.
Η επίδραση των γονεϊκών διενέξεων και της σχέσης με τη μητέρα δείχνουν την ανάγκη για μία προσέγγιση που προωθεί τη λύση της επικοινωνίας και της θετικής γονεΐκής συμπεριφοράς προς τα παιδιά. Οι γονείς που είναι ικανότεροι στην επικοινωνία και την επίλυση των διαφωνιών, έχουν λιγότερες ενδοοικογενειακές διενέξεις και μπορούν να αποτελέσουν παράδειγμα για τα παιδιά τους και για μεγαλύτερη ικανότητα επίλυσης διενέξεων. Η ικανότητα επιτυχούς επίλυσης των συγκρούσεων θα έπρεπε επίσης να μειώνει το στρες και να επιτρέπει στους γονείς να έχουν καλύτερη απόκριση στις ανάγκες των παιδιών τους.
Μελλοντικές μελέτες αναμένεται να εξετάσουν τη διαφορά στις επιδράσεις των ενδοοικογενειακών διενέξεων σε αγόρια και κορίτσια, ή αν οι προστατευτικές επιδράσεις της θετικής ανατροφής παραμένουν αν η μητέρα είναι ο γονέας που αντιμετωπίζει πρόβλημα με το αλκοόλ.