Νέα έρευνα που δημοσιεύθηκε στο The Lancet Neurology υποδεικνύει ότι η ευθραυστότητα καθιστά τους ηλικιωμένους πιο ευάλωτους στην νόσο Αλτσχάιμερ και επηρεάζει τον βαθμό στον οποίο οι εκφυλιστικές αλλοιώσεις του εγκεφάλου που είναι ενδεικτικές της νόσου Αλτσχάιμερ σχετίζονται με κλινικά συμπτώματα άνοιας. Τα ευρήματα δείχνουν ότι το επίπεδο αδυναμίας των ασθενών με νόσο Αλτσχάιμερ είναι κάτι που πρέπει να συνεκτιμάται στην κλινική περίθαλψή τους.
Η μελέτη διαπίστωσε ότι οι ηλικιωμένοι άνω των 59 ετών με υψηλότερα επίπεδα αδυναμίας είχαν περισσότερες πιθανότητες να παρουσιάσουν εγκεφαλικές αλλοιώσεις ενδεικτικές της νόσου Αλτσχάιμερ, καθώς και κλινική έκφραση συμπτωμάτων άνοιας, ενώ οι ασθενείς με σημαντικές εκφυλιστικές αλλοιώσεις οι οποίοι όμως δεν θεωρούνταν αδύναμοι, εμφάνιζαν και ηπιότερα κλινικά συμπτώματα. Αυτές οι αποκλίσεις υποδεικνύουν ότι μάλλον υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν τη σχέση μεταξύ των εγκεφαλικών αλλοιώσεων της νόσου Αλτσχάιμερ και την εκδήλωση των συμπτωμάτων άνοιας.
Ο καθηγητής Kenneth Rockwood από την Αρχή Υγείας Νέας Σκωτίας και το Πανεπιστήμιο Dalhousie του Καναδά, ο οποίος ηγήθηκε της μελέτης, τονίζει: «Τα ευρήματά μας υποδεικνύουν ότι τα συμπτώματα της άνοιας είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων, με τις εγκεφαλικές μεταβολές που σχετίζονται με τη νόσο Αλτσχάιμερ να θεωρούνται μόνο μία από μια ολόκληρη σειρά γεγονότων που καταλήγουν τελικά σε κλινικά συμπτώματα. Αν κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο οι ατομικοί παράγοντες κινδύνου αυξάνουν συνδυαστικά τις πιθανότητες άνοιας σε βάθος χρόνου, ίσως μπορέσουμε να βρούμε ένα νέο τρόπο να αναπτύξουμε στοχευμένες θεραπευτικές επιλογές».
Τα συμπεράσματα της έρευνας δείχνουν ότι η άνοια (και πιο συγκεκριμένα, η νόσος Αλτσχάιμερ) είναι ένα πολύπλοκο φαινόμενο. Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι ορισμένοι ασθενείς με εγκεφαλικές αλλοιώσεις ενδεικτικές της νόσου Αλτσχάιμερ (όπως η εναπόθεση στον εγκέφαλο β-αμυλοειδούς) μπορεί εντούτοις να έχουν λίγα χαρακτηριστικά συμπτώματα της νόσου (έκπτωση της νοητικής λειτουργίας και της καθημερινής λειτουργικότητας), ενώ άλλοι ασθενείς με λιγότερες εγκεφαλικές αλλοιώσεις μπορεί να έχουν εντονότερα συμπτώματα.
Οι περισσότεροι άνθρωποι που εκδηλώνουν τη νόσο Αλτσχάιμερ έχουν περάσει την ηλικία των 65 ετών και έχουν διάφορα προβλήματα υγείας. Στη μελέτη αυτή, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν τη μέθοδο της μοντελοποίησης για να αξιολογήσουν τη σύνδεση μεταξύ αδυναμίας, εγκεφαλικών αλλοιώσεων ενδεικτικών της νόσου Αλτσχάιμερ και συμπτωμάτων άνοιας σε 456 συμμετέχοντες του Rush Memory and Ageing Project (MAP), οι οποίοι είτε δεν είχαν άνοια είτε έπασχαν από την νόσο Αλτσχάιμερ.
Οι ερευνητές ανέπτυξαν επίσης ένα δείκτη ευπάθειας, συνδυάζοντας 41 ζητήματα σχετικά με την υγεία (κόπωση, προβλήματα στις αρθρώσεις και στην καρδιά, οστεοπόρωση, κινητικότητα, δυνατότητα προετοιμασίας γευμάτων) τα οποία συνέλεξαν κατά τις κλινικές αξιολογήσεις.
Συνολικά 35 συμμετέχοντες (8%) είχαν σημαντικές εγκεφαλικές αλλοιώσεις λόγω της νόσου Αλτσχάιμερ, χωρίς όμως να έχουν διαγνωσθεί με άνοια, ενώ 50 ήταν εκείνοι (11%) που είχαν νόσο Αλτσχάιμερ αλλά με ελάχιστες εγκεφαλικές αλλοιώσεις ενδεικτικές της συγκεκριμένης νόσου.
Η ανάλυση αποκάλυψε ότι τόσο η αδυναμία όσο και οι μεταβολές του εγκεφάλου που σχετίζονται με τη νόσο Αλτσχάιμερ συμβάλλουν η κάθε μια ξεχωριστά στην εξέλιξη της νόσου, λαμβάνοντας πάντα υπόψη την ηλικία, το φύλο και την εκπαίδευση.
Οι συγγραφείς αναφέρουν ότι οι μελλοντικές μελέτες θα πρέπει να εξετάσουν μακροχρόνια τη σχέση μεταξύ της αδυναμίας, της νοητικής λειτουργίας και των βιοδεικτών της νόσου Αλτσχάιμερ για να διαπιστωθεί η αιτιώδης συνάφεια. Σημειώνουν επίσης ότι υπάρχουν ακόμη πολλοί περιορισμοί, καθώς δεν έχει αποσαφηνιστεί ο ακριβής ορισμός της αδυναμίας (κάποιοι ορισμοί επικεντρώνονται περισσότερο στη βιολογία, άλλοι στη φυσιολογία, ενώ άλλοι συνδυάζουν φυσιολογικούς, βιολογικούς, ψυχολογικούς αλλά και κοινωνικούς παράγοντες).
Τονίζουν, τέλος, ότι οι μετρήσεις για την αδυναμία λήφθηκαν λίγο πριν τον θάνατο των ασθενών και ενδεχομένως να αντιπροσωπεύουν το τελικό στάδιο της ασθένειας, με αποτέλεσμα την υπερεκτίμησης της σχέσης μεταξύ των εγκεφαλικών αλλοιώσεων που σχετίζονται με τη νόσο του Αλτσχάιμερ και των ανοϊκών συμπτωμάτων σε ανθρώπους με υψηλά επίπεδα αδυναμίας.