Τις πιθανότητες εκδήλωσης διαβήτη κύησης αυξάνει η λήψη αντικαταθλιπτικών από εγκύους. Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε νέα έρευνα που δημοσιεύθηκε στο BMJ Open.
Ο κίνδυνος ήταν αυξημένος για τις εγκυμονούσες που λάμβαναν βενλαφαξίνη, που ανήκει στους αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης και νορεπιφρίνης (SNRI) και αμιτριπτυλίνη, ένα τρικυκλικό αντικαταθλιπτικό και αναλγητικό. Ο διαβήτης κύησης επηρεάζει μία στις πέντε εγκύους παγκοσμίως. Οι κυήσεις αυτές είναι επιρρεπείς σε επιπλοκές, όπως υπέρβαρα βρέφη και παρατεταμένες ωδίνες.
Τα παιδιά που γεννιούνται από γυναίκες με διαβήτη κύησης θεωρούνται πιο ευάλωτα σε παχυσαρκία και σακχαρώδη διαβήτη μετέπειτα στη ζωή τους, ενώ οι γυναίκες είναι πιο πιθανό να αναπτύξουν σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και καρδιαγγειακές παθήσεις. Προηγούμενες έρευνες που εξέτασαν ενδεχόμενη σχέση μεταξύ της χρήσης αντικαταθλιπτικών και του κινδύνου διαβήτη κύησης δεν είχαν αποτέλεσμα και απέτυχαν λόγω της σχεδίασης της μελέτης, εξηγούν οι ερευνητές.
Κάθε περίπτωση διαβήτη κύησης από τις 20.905 που εντοπίστηκαν μετά από 20 εβδομάδες εγκυμοσύνης είχε αντιστοιχηθεί με 10 εγκυμοσύνες που δεν είχαν προσβληθεί από τη νόσο στην ίδια ηλικία και έτος γέννησης. Η χρήση αντικαταθλιπτικών είχε εκτιμηθεί με τη χρήση πληροφοριών στις ιατρικές συνταγές που συμπληρώθηκαν για αυτά τα φάρμακα από την αρχή της εγκυμοσύνης μέχρι και τη διάγνωση διαβήτη κύησης. Συνολικά 9.741 γυναίκες λάμβαναν αντικαταθλιπτικά.
Αυτές οι φαρμακευτικές αγωγές περιλάμβαναν σιταλοπράμη, φλουοξετίνη, φλουβοξαμίνη, παροξετίνη και σερτραλίνη, δηλαδή αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRIs), βενλαφαξίνες και αμιτριπτυλίνες. Αφού υπολόγισαν άλλους παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν το συσχετισμό, όπως η ηλικία της εγκύου, ο τόπος κατοικίας και άλλες υποκείμενες νόσους, οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα πως η λήψη αντικαταθλιπτικών φαρμάκων κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είχε σχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο εκδήλωσης διαβήτη κύησης.
Η λήψη κάποιου από τα προαναφερθέντα φάρμακα συσχετίστηκε με 19% αυξημένο κίνδυνο να διαγνωστούν με τη νόσο συγκριτικά με τη μη λήψη αντικαταθλιπτικής αγωγής κατά την κύηση. Ο κίνδυνος ήταν μεγαλύτερος για δύο αντικαταθλιπτικά φάρμακα, συγκεκριμένα βενλαφαξίνη (27% αυξημένος κίνδυνος) και αμιτριπτυλίνη (52% αυξημένος κίνδυνος).
Ο κίνδυνος αυξάνεται, ανάλογα με το χρονικό διάστημα που λαμβάνονται οι συγκεκριμένοι τύποι αντικαταθλιπτικών, συγκεκριμένα SNRI και τρικυκλικά, κατά μόνας ή συνδυασμένα. Η βραχυπρόθεσμη λήψη αντικαταθλιπτικών είχε σχετιστεί με 15% αυξημένου κινδύνου, η χρήση για μεσαίο χρονικό διάστημα με 17% αυξημένο κίνδυνο και η μακροπρόθεσμη λήψη με αύξηση κινδύνου στο 29%.
Όταν η περαιτέρω ανάλυση είχε γίνει σε ένα μικρότερο αριθμό γυναικών (21.395) που είχαν διαγνωσθεί με κατάθλιψη/αγχώδεις διαταραχές πριν μείνουν έγκυες, τα αποτελέσματα ήταν παρόμοια με εκείνα της κύριας ανάλυσης. Η σχέση αιτίου – αποτελέσματος δεν μπορεί να εξακριβωθεί λόγω του ότι πρόκειται για παρατηρητική μελέτη, ωστόσο υπάρχουν ορισμένες πιθανές εξηγήσεις για τα ευρήματα.
Αυτά περιλαμβάνουν το ότι τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα επηρεάζουν άμεσα το μεταβολισμό γλυκόζης ειδικά αφού η σεροτονίνη επηρεάζεται από αυτή τη διαδικασία. Και μία από τις παρενέργειες των αντικαταθλιπτικών είναι η αύξηση βάρους, που αποτελεί παράγοντα κινδύνου για τον σακχαρώδη διαβήτη. Οι ερευνητές σημειώνουν πως τα θετικά και τα αρνητικά της λήψης αντικαταθλιπτικών κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης θα πρέπει να υπολογιστούν προσεκτικά, ειδικά για τις γυναίκες των οποίων η κατάθλιψη είναι σοβαρή.
«Η αντιμετώπιση της κατάθλιψης αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις μια και συχνά προϋπάρχει της εγκυμοσύνης και οι περιπτώσεις κατάθλιψης χωρίς αγωγή θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε υποτροπή κατά την εγκυμοσύνη αλλά και την περίοδο αμέσως μετά τη γέννηση του παιδιού», καταλήγουν οι ερευνητές.