Η δαπαγλιφλοζίνη που χορηγείται για την αντιμετώπιση του διαβήτη τύπου 2 και την πρόληψη της καρδιακής ανεπάρκειας, μπορεί επίσης να συνταγογραφηθεί για την προϋπάρχουσα καρδιακή ανεπάρκεια ακόμα και σε άτομα χωρίς διαβήτη τύπου 2.
Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει η μελέτη DAPA-HF που παρουσιάστηκε σήμερα στο ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας για τη Μελέτη του Διαβήτη (16-20 Σεπτεμβρίου, Βαρκελώνη) και ταυτόχρονα δημοσιεύθηκε στο New England Journal of Medicine (NEJM).
Η έρευνα έγινε από τον John McMurray, καθηγητή Καρδιολογίας στο Ινστιτούτο Καρδιαγγειακών και Ιατρικών Επιστημών, στο Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης.
Κατά την παρουσίαση της μελέτης υπογράμμισε ότι «το σημαντικότερο στοιχείο της έρευνας μας είναι η διαπίστωση ότι η δαπαγλιφλοζίνη έχει όφελος και για τους ασθενείς χωρίς διαβήτη. Αυτό δείχνει ότι η εν λόγω δραστική ουσία είναι μια πραγματική θεραπεία για την καρδιακή ανεπάρκεια και όχι απλά και μόνο για τον διαβήτη».
Καρδιακή ανεπάρκεια εκδηλώνεται όταν η καρδιά δεν μπορεί να αντλήσει και να τροφοδοτήσει επαρκώς με αίμα τα υπόλοιπα όργανα του σώματος. Παθήσεις, όπως η στεφανιαία νόσος ή η υπέρταση βαθμιαία συντελούν σε καρδιακή ανεπάρκεια καθώς αποδυναμώνουν και σκληραίνουν την καρδιά. Η συχνότητα της καρδιακής ανεπάρκειας στα άτομα με διαβήτη τύπου 2 είναι περίπου διπλάσια σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό χωρίς διαβήτη.
Η δαπαγλιφλοζίνη είναι μια σχετικά νέα αντιδιαβητική αγωγή που ανήκει στην κατηγορία των αναστολέων SGLT-2. Παλαιότερες μελέτες είχαν δείξει ότι οι αναστολείς SGLT-2 όχι μόνο βοηθούν στον έλεγχο του σακχάρου στο αίμα, αλλά επίσης βελτιώνουν το καρδιαγγειακό αποτέλεσμα, δια της προαγωγής της απώλειας βάρους, της μείωσης της αρτηριακής πίεσης και του κινδύνου καρδιαγγειακής θνησιμότητας. Επίσης, έχει αποδειχθεί ότι μειώνει τον κίνδυνο καρδιακής ανεπάρκειας στα άτομα με διαβήτη τύπου 2.
Και στη νέα μελέτη, ο Δρ. McMurray και οι συνεργάτες του ανέλυσαν αν μπορεί να χορηγηθεί και σε πάσχοντες από διαβήτη με εδραιωμένη καρδιακή ανεπάρκεια, αλλά και σε άτομα χωρίς διαβήτη.
Στη DAPA-HF έλαβαν μέρος 4.744 ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια και μειωμένο κλάσμα εξώθησης από 20 χώρες, εκ των οποίων το 45% είχαν διαβήτη τύπου 2 και το 55% όχι. Οι ασθενείς με τυχαία επιλογή είτε πήραν 10 mg δαπαγλιφλοζίνης, μια φορά την ημέρα, ή εικονικό σκεύασμα.
Το κύριο καταληκτικό σημείο της μελέτης ήταν ο συνδυασμός του αρχικού επεισοδίου επιδείνωσης της καρδιακής ανεπάρκειας (νοσηλεία για καρδιακή ανεπάρκεια ή επείγουσα επίσκεψη για ενδοφλέβια θεραπεία) ή θανάτου από καρδιαγγειακά αίτια.
Αξίζει να σημειωθεί ότι εκτός από την βασική θεραπεία, οι συμμετέχοντες σε ποσοστό 94% λάμβαναν επίσης ένα αναστολέα ACE ή αναστολέα αγγειοτενσίνης ή αναστολέα νεπριλυσίνης-αγγειοτενσίνης, το 96% β-αναστολείς και το 71% ανταγωνιστή αναστολέα ιχνοστοιχείων-κορτικοειδών.
Από τη συνδυαστική ανάλυση των δεδομένων προέκυψε ότι, σε εύρος 18,2 μηνών, το κύριο καταληκτικό σημείο συνέβη σε 386 εκ των 2.373 ασθενών (16,3%) στην ομάδα της δαπαγλιφλοζίνης και στους 502 εκ των 2.371 ασθενών (21,2%) της ομάδας ελέγχου, γεγονός που μεταφράζεται σε ένα 26% μειωμένο κίνδυνο λόγω δαπαγλιφλοζίνης. Τα αποτελέσματα ήταν όμοια στις ομάδες με διαβήτη τύπου 2 και χωρίς.
Σε επιμέρους ανάλυση των αποτελεσμάτων διαπιστώθηκε ότι συνολικά 237 (10%) αυτών που πήραν δαπαγλιφλοζίνη και 326 (13,7%) της ομάδας ελέγχου εκδήλωσαν αρχικό επεισόδιο επιδείνωσης της καρδιακής ανεπάρκειας, άρα μείωση 30% του κινδύνου στην ομάδα της δαπαγλιφλοζίνης. Και 227 (9,6%) και 273 (11,5%), αντίστοιχα, απεβίωσαν από καρδιαγγειακά αίτια, δηλαδή 18% μικρότερος κίνδυνος στην ομάδα της δαπαγλιφλοζίνης. Η θνησιμότητα ανεξαρτήτως αιτίας ήταν μειωμένη κατά 17%.
Αναφορικά με τις παρενέργειες, 178 (7,5%) στην ομάδα της δαπαγλιφλοζίνης εκδήλωσαν ανεπιθύμητες ενέργειες, συγκριτικά με 162 (6,8%) στην ομάδα ελέγχου, χωρίς σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των ομάδων. Ανεπιθύμητα συμβάντα σχετικά με τη νεφρική δυσλειτουργία συνέβησαν σε 153 ασθενείς (6,5%) στην ομάδα της δαπαγλιφλοζίνης έναντι 170 (7,2%) της ομάδας ελέγχου. Σοβαρή υπογλυκαιμία και ακρωτηριασμός κάτω άκρων και κατάγματα δεν ήταν συχνά και συνέβησαν με όμοια συχνότητα και στις δύο θεραπευτικές ομάδες.