Ερευνητές από το Πανεπιστημιακό Ιατρικό Κέντρο του Ρότερνταμ της Ολλανδίας δημοσίευσαν μία νέα μελέτη στο Nature Medicine, στην οποία υποστηρίζουν ότι ανακάλυψαν ακόμα περισσότερα στοιχεία που υποδεικνύουν ότι ένας υγιεινός τρόπος ζωής μπορεί πράγματι να προλάβει την άνοια.
Στη μελέτη συμμετείχαν 915 εθελοντές με άνοια, οι οποίοι παρακολουθήθηκαν για περίπου 14 χρόνια κατά μέσο όρο, με τους επιστήμονες να αναλύουν τον γενετικό κίνδυνο που διέτρεχε καθένας από αυτούς να εκδηλώσουν άνοια, εξετάζοντας 27 γονίδια που έχουν συνδεθεί στενά με την ασθένεια.
Οι εθελοντές κατηγοριοποιήθηκαν σε ομάδες υψηλής, μέτριας ή χαμηλής επικινδυνότητας ανάλογα με το μέγεθος του κινδύνου, που προσδιορίστηκε σύμφωνα με τον αριθμό των παραγόντων του γονιδίου APOE που έφεραν (γονίδιο που θεωρείται ότι συνδέεται με περίπου το 50% των περιστατικών της νόσου Αλτσχάιμερ, δηλαδή της πιο κοινής μορφής άνοιας). Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν στη συνέχεια σε τρεις διαφορετικές ομάδες, ανάλογα με το πόσο υγιεινός ήταν ο τρόπος ζωής που ακολουθούσαν.
Ρωτήθηκαν σχετικά με παράγοντες που έχουν συνδεθεί με την άνοια, όπως το κάπνισμα, η κατάθλιψη, ο διαβήτης, η φυσική δραστηριότητα, η υγιεινή ή μη διατροφή και η κοινωνική απομόνωση. Οι συμμετέχοντες που ανέφεραν δύο ή λιγότερες από τις ανθυγιεινές συνήθειες θεωρήθηκε πως είχαν έναν ευνοϊκό τρόπο ζωής, αντίθετα με όσους ανέφεραν πέντε από αυτές, οι οποίοι και κατατάχθηκαν στην ομάδα μη ευνοϊκού τρόπου ζωής.
Όπως φάνηκε από τα αποτελέσματα, οι συμμετέχοντες με τον μη ευνοϊκό τρόπο ζωής είχαν 32% υψηλότερο κίνδυνο άνοιας, με τις πιθανότητες να φαίνονται παρόμοιες (29%) μετά την προσαρμογή των δεδομένων στο γονεϊκό ιστορικό ασθενειών και παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου.
Τα ευρήματα έδειξαν, επίσης, ότι ο υγιεινός τρόπος ζωής προστάτευε πολύ περισσότερο τους ανθρώπους που διέτρεχαν χαμηλό ή μέτριο κίνδυνο άνοιας, σε σχέση με εκείνους που θεωρούνταν υψηλού κινδύνου. Ενδεικτικά, οι συμμετέχοντες με χαμηλές πιθανότητες νόσησης είχαν 2,5 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο άνοιας αν ακολουθούσαν έναν ανθυγιεινό τρόπο ζωής. Ο κίνδυνος, μάλιστα, ήταν 39% μεγαλύτερος για τους εθελοντές με μέτριο κίνδυνο, όμως μόνο 5% μεγαλύτερος από τους εθελοντές με αυξημένο κίνδυνο.
Σημειώνεται, πάντως, ότι, σύμφωνα με την ερευνητική ομάδα, χρειάζονται περαιτέρω δοκιμές για να επιβεβαιωθούν τα συγκεκριμένα αποτελέσματα, καθώς η μελέτη δεν έλαβε υπόψιν τις αλλαγές που πραγματοποιούνται στον τρόπο ζωής με την πάροδο του χρόνου, ενώ δεν ανέδειξε και κάποιον αιτιώδη συσχετισμό.