Μια νέα αυστραλιανή μελέτη που έγινε από το Εθνικό Γραφείο Επιστήμης CSIRO υποστηρίζει ότι όταν πρόκειται για απώλεια βάρους, οι άνθρωποι κινητοποιούνται περισσότερο από το ενδεχόμενο να βελτιώσουν την υγεία τους παρά την εμφάνισή τους.
«Δύο στους τρεις κινητοποιούνται να ξεκινήσουν δίαιτα εξαιτίας ανησυχιών για την υγεία τους», αναφέρεται στα συμπεράσματα της έρευνας.
Στη μελέτη έλαβαν μέρος πάνω από 3.000 άτομα και διαπιστώθηκε επίσης ότι οι μισοί εξ αυτών που έχασαν κιλά μέσω ενός επιστημονικά καθορισμένου διαιτολογίου ανέφεραν βελτιώσεις σε χρόνιες παθήσεις, όπως ο διαβήτης τύπου 2 και η υψηλή χοληστερόλη. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι βελτιώσεις σε δείκτες χρόνιων παθήσεων συχνά συντελούν και σε μείωση των συνταγογραφούμενων φαρμάκων.
Ειδικότερα, οι συμμετέχοντες που ανέφεραν ότι έπαιρναν τακτικά φαρμακευτική αγωγή για μία ή περισσότερες χρόνιες παθήσεις, ανέφεραν κατά μέσο όρο ετήσια εξοικονόμηση 270 δολαρίων Αυστραλίας, ενώ όσοι είχαν τρεις ή περισσότερες χρόνιες παθήσεις εξοικονομούσαν ετησίως 460 ανά πάθηση απ’ όταν ξεκίνησαν πρόγραμμα διατροφής.
«Σχεδόν εννέα στους δέκα συμμετέχοντες που ήταν υπέρβαροι ή παχύσαρκοι ανέφεραν ότι είχαν κάποια πάθηση στην αρχή, ενώ το 43% είχαν διαγνωστεί με τρεις ή περισσότερες χρόνιες ασθένειες», εξηγεί η Dr. Gilly Hendrie, συγγραφέας της έρευνας και ερευνήτρια στο CSIRO.
Τα συχνότερα αναφερόμενα προβλήματα υγείας ήταν υπερχοληστερολαιμία, υπέρταση, αρθρίτιδα, ψυχική νόσος, άσθμα, χρόνιος σωματικός πόνος και προ-διαβήτης.
«Κατά την ανάλυση παρατηρήσαμε ότι μετά από ένα επιστημονικά καθορισμένο πρόγραμμα διατροφής, πάνω από τους μισούς με προ-διαβήτη, διαβήτη τύπου 2 και υπερχοληστερολαιμία ανέφεραν βελτιώσεις ως προς την κατάσταση της υγείας τους. Σχεδόν οι μισοί με υπέρταση, υπνική άπνοια και ψυχική νόσο, επίσης εμφάνισαν βελτιώσεις. Η παχυσαρκία είναι μείζον συνεισφέρον παράγοντας σε πολλές χρόνιες παθήσεις και συμπτώματα, με περίπου έναν στους πέντε ανθρώπους που ανέφεραν προβλήματα υγείας, όπως ο διαβήτης, ο προ-διαβήτης και η υπνική άπνοια να χαρακτηρίζονται ως παχύσαρκοι», σημειώνει η Δρ. Hendrie.
Τα άτομα που πήραν μέρος στην έρευνα και έχασαν τη μεγαλύτερη ποσότητα σωματικού λίπους εμφάνισαν και τις μεγαλύτερες βελτιώσεις σε ήδη υπάρχουσες παθήσεις, με το ένα τρίτο να αναφέρουν βελτιώσεις σε όλες τις ασθένειες από τις οποίες έπασχαν.
«Και δεν ήταν μόνο η υγεία που βελτιώθηκε με την απώλεια βάρους. Οι συμμετέχοντες ανέφεραν και βελτίωση ως προς την γενικότερη κατάσταση της υγείας τους, τη ζωτικότητα, την διάθεση, τον ύπνο και την ενέργεια. Πολλοί επίσης είπαν ότι μέσω του ειδικού προγράμματος διατροφής που ακολούθησαν απέκτησαν περισσότερες γνώσεις, δεξιότητες και ενημέρωση για την διατροφή, το μέγεθος των μερίδων και πως να μαγειρεύουν υγιεινά. Αυτό τους δίνει δύναμη να συνεχίσουν να τρώνε σωστά και να διατηρούν ένα υγιές βάρος, αλλά και μια συνολικά καλύτερη υγεία σε βάθος χρόνου», καταλήγει η ερευνήτρια.