Ερευνητές του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Σαν Φρανσίσκο ανακάλυψαν μια ενδιαφέρουσα σχέση ανάμεσα στη φλεγμονή στη νεαρή ενήλικη ζωή και τη γνωστική έκπτωση κατά τη μέση ηλικία. Η ανακάλυψη αυτή θα μπορούσε να αναδιαμορφώσει την κατανόησή μας για την υγεία του εγκεφάλου και την πρόληψη της άνοιας, υποδηλώνοντας ότι οι επιλογές που κάνουμε στα νιάτα μας μπορεί να έχουν εκτεταμένες συνέπειες για την πνευματική μας οξύτητα δεκαετίες αργότερα.

Οι ειδικοί παραλληλίζουν τον εγκέφαλο με τον κινητήρα αυτοκινήτου και εξηγούν ότι όπως ο δεύτερος απαιτεί σωστή συντήρηση από την αρχή για να εξασφαλίσει κορυφαία απόδοση με την πάροδο του χρόνου, έτσι και ο εγκέφαλός μας μπορεί να χρειάζεται παρόμοια φροντίδα ξεκινώντας από τη νεαρή ηλικία. Αυτή η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο Neurology, υποδηλώνει ότι δεν πρέπει να αφήνουμε τη φλεγμονή να επιμένει στα νεανικά μας χρόνια, επειδή προσομοιάζει στην παραμέληση της τακτικής αλλαγής λαδιών του αυτοκινήτου- η ζημιά μπορεί να μην είναι άμεσα ορατή, αλλά θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντικά προβλήματα υγείας με την πάροδο του χρόνου.

Όπως ανέφερε σε δελτίο τύπου, η Amber Bahorik, καθηγήτρια του Τμήματος Ψυχιατρικής και Επιστημών Συμπεριφοράς του UCSF και του Ινστιτούτου Νευροεπιστημών του Weill, «μακροχρόνιες μελέτες έχουν δείξει ότι οι αλλαγές στον εγκέφαλο που οδηγούν στη νόσο Αλτσχάιμερ, μπορεί να χρειαστούν δεκαετίες για να αναπτυχθούν».

Η έρευνα

Οι επιστήμονες αξιοποίησαν τη μελέτη CARDIA, ένα μακροχρόνιο πρόγραμμα που αποσκοπεί στον εντοπισμό παραγόντων στην νεαρή ενήλικη ζωή που οδηγούν σε καρδιαγγειακές παθήσεις μετέπειτα.

Οι συμμετέχοντες της μελέτης ήταν 2.364 ενήλικες, 18 έως 30 ετών κατά την έναρξη της μελέτης. Η διάρκειά της, ήταν 18 έτη παρακολούθησης της φλεγμονής, ακολουθούμενα από άλλα 5 χρόνια, στα οποία πραγματοποιήθηκε γνωστικός έλεγχος. Ως δείκτης φλεγμονής, μελετήθηκε η C-αντιδρώσα πρωτεΐνη (CRP), η οποία μετρήθηκε 4 φορές σε 18 χρόνια. Σε τελικό στάδιο, διεξήχθησαν οι γνωστικές δοκιμασίες των ατόμων που είχαν συμπληρώσει το 40στό και 50στό έτος της ηλικίας τους.

Συμπεράσματα

  • Μόνο το 10% των ατόμων με χαμηλά επίπεδα στρες, σημείωσαν μη ικανοποιητικές επιδόσεις στα γνωστικά τεστ, σε σύγκριση με το 20% των ατόμων με μέτρια ή υψηλότερα επίπεδα άγχους
  • Ανεξάρτητα από παράγοντες, όπως η ηλικία, η σωματική δραστηριότητα, τα άτομα με υψηλότερα επίπεδα στρες, παρουσίασαν ελλείμματα σε κρίσιμους τομείς όπως η μνήμη εργασίας, η επίλυση προβλημάτων και ο έλεγχος των παρορμήσεων τους
  • Το 45% των συμμετεχόντων είχε χαμηλότερα σταθερά επίπεδα άγχους, ενώ το 16% είχε μέτρια ή αυξανόμενα επίπεδα και το 39% είχε τα υψηλότερα επίπεδα άγχους
  • Τα υψηλότερα επίπεδα στρες ταυτίστηκαν με τη σωματική αδράνεια, τον υψηλότερο ΔΜΣ (παχυσαρκία) και το κάπνισμα

Διαβάστε επίσης:

Άνοια: Δέκα προειδοποιητικά σημάδια που δεν πρέπει να αγνοήσετε

Μαγνήσιο: Πόσο χρειαζόμαστε για να αποφύγουμε την άνοια και να μη γεράσει το μυαλό

Άνοια: Νέο τεστ προβλέπει τη διαταραχή 9 χρόνια νωρίτερα