Ορισμένα άτομα φαίνεται να είναι πιο ανθεκτικά στην ανάπτυξη της νόσου Αλτσχάιμερ, παρά το γεγονός ότι έχουν τα βιολογικά χαρακτηριστικά της νόσου. Για προφανείς λόγους, οι επιστήμονες ενδιαφέρονται πολύ για τη μελέτη αυτής της ιδιαίτερης ομάδας ανθρώπων.
Η νόσος Αλτσχάιμερ, η πιο κοινή μορφή άνοιας, θεωρείται ότι ξεκινά εξαιτίας της συσσώρευσης δύο πρωτεϊνών στον εγκέφαλο: του αμυλοειδούς και του tau. Μόλις συσσωρευτούν αυτές οι πρωτεΐνες, για λόγους που δεν έχουν καθοριστεί ακόμη, γίνονται τοξικές για τα εγκεφαλικά κύτταρα (τους νευρώνες) και τα κύτταρα αυτά αρχίζουν να πεθαίνουν. Ως αποτέλεσμα, οι άνθρωποι αναπτύσσουν συμπτώματα, όπως η απώλεια μνήμης.
Αυτά τα αλυσιδωτά φαινόμενα είναι ήδη γνωστά στην ερευνητική κοινότητα και αποκαλύπτουν τον τρόπο που η νόσος εξελίσσεται στις περισσότερες περιπτώσεις. Ωστόσο, υπάρχει και ένα ποσοστό ατόμων που αποδεικνύονται πιο ανθεκτικά σε αυτή την εξέλιξη. Ποιοι είναι ο λόγοι, όμως, γι’ αυτό; Ο Δρ Michael Hornberger, καθηγητής Εφαρμοσμένης Έρευνας για την Άνοια στο University of East Anglia εξηγεί αυτό το φαινόμενο, αναλύοντας τα αποτελέσματα νεότερης μελέτης, με άρθρο του στο The Conversation.
Σύμφωνα με τη μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο Acta Neuropathologica Communications, διερευνήθηκε εάν τα γονίδιά μας μπορούν να επηρεάσουν το πόσο ανθεκτικοί είμαστε απέναντι στα συμπτώματα της νόσου Αλτσχάιμερ, όταν υπάρχουν υψηλά επίπεδα αμυλοειδούς στον εγκέφαλο. Γι’ αυτό, οι επιστήμονες εξέτασαν τους εγκεφάλους τριών ομάδων ανθρώπων. Η πρώτη ομάδα περιελάμβανε άτομα που είχαν πεθάνει από τη νόσο Αλτσχάιμερ. Στη δεύτερη συμπεριλήφθηκαν υγιείς άνθρωποι που πέθαναν από φυσικά αίτια. Και η τρίτη περιλάμβανε ανθρώπους που είχαν υψηλά επίπεδα πρωτεϊνών που ευνοούν την εμφάνιση της νόσου Αλτσχάιμερ στον εγκέφαλο αλλά δεν εμφάνισαν ποτέ συμπτώματα της νόσου κατά τη διάρκεια της ζωής τους – ή τουλάχιστον δεν είχαν κάποια επίσημη διάγνωση. Για την τελευταία ομάδα, οι ερευνητές θεωρούσαν ότι ήταν ανθεκτική στη νόσο Αλτσχάιμερ, καθώς ναι μεν είχαν τις πρωτεΐνες στον εγκέφαλό τους, αλλά δεν είχαν συμπτώματα ή διάγνωση κατά τη διάρκεια της ζωής τους.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα γονίδια που σχετίζονται με τη δραστηριότητα του ανοσοποιητικού συστήματος φαίνεται να ήταν πιο ενεργά στην ομάδα των ανθεκτικών στη νόσο Αλτσχάιμερ. Αυτό θα ήταν λογικό, καθώς είναι αποδεδειγμένο ότι το ανοσοποιητικό σύστημα συμβάλλει στην απομάκρυνση των περιττών πρωτεϊνών από τον εγκέφαλο, οπότε τα γονίδια που βοηθούν αυτή τη διαδικασία μπορεί να μας κάνουν πιο ανθεκτικούς στην εμφάνιση συμπτωμάτων της νόσου.
Μπορούμε όλοι να γίνουμε ανθεκτικοί στη φθορά του εγκεφάλου;
Ακόμα κι αν η βιολογία δεν είναι με το μέρος μας και δεν έχουμε κληρονομήσει αυτά τα ανθεκτικά γονίδια, μπορούμε να αποφύγουμε τον κίνδυνο, προσαρμόζοντας τον τρόπο ζωής μας σε συνήθειες που ευνοούν τη λειτουργία του εγκεφάλου.
Για παράδειγμα, έχει αποδειχθεί ότι η σωματική δραστηριότητα μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης της νόσου Αλτσχάιμερ, πιθανώς επειδή έχει ευεργετική επίδραση στο ανοσοποιητικό μας σύστημα και ως εκ τούτου βοηθά στην απομάκρυνση αυτών των πρωτεϊνών που συσσωρεύονται στον εγκέφαλό μας. Παρόλα αυτά, δε γνωρίζουμε ακριβώς πόσο σωματικά δραστήριοι ήταν οι ανθεκτικοί άνθρωποι της μελέτης και πώς αυτό μπορεί να επηρέασε την ανθεκτικότητά τους στη νόσο Αλτσχάιμερ.
Συνεπώς, δεν είναι ξεκάθαρο εάν τα γονίδια ή ο τρόπος ζωής συνέβαλαν στην ανθεκτικότητά τους. Μια άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή είναι ότι οι ανθεκτικοί άνθρωποι της μελέτης πέθαναν από άλλη αιτία εκτός από τη νόσο Αλτσχάιμερ, αλλά θα μπορούσαν να είχαν αναπτύξει τελικά τη νόσο του Αλτσχάιμερ αν είχαν ζήσει περισσότερο, καταλήγει ο καθηγητής.
Νόσος Αλτσχάιμερ: 3 παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο στους άνω των 50
Άνοια: Τι περιλαμβάνει η διατροφή που προστατεύει το μυαλό
Δύο αγαπημένα ροφήματα που «σώζουν» από εγκεφαλικό και άνοια – Πόσα φλιτζάνια αρκούν