Παρότι ο αριθμός νέων περιπτώσεων καρκίνου σε παιδιά και εφήβους (ηλικίας 0-19 ετών) είναι σχετικά χαμηλός και εκτιμάται σε περίπου 416,500 περιστατικά παγκοσμίως για το 2017, η κακή ποιότητα υγείας μετά από θεραπεία, η ανικανότητα και ο θανατηφόρος καρκίνος εκτιμάται ότι προκαλούν την απώλεια 11,5 εκατομμυρίων ετών υγιούς ζωής παγκοσμίως κάθε χρόνο, σύμφωνα με την πρώτη έρευνα Global Burden of Disease Study (GBD) που αποτιμά το φορτίο νοσηρότητας του καρκίνου της παιδικής και εφηβικής ηλικίας σε 195 χώρες για το 2017 και η οποία δημοσιεύθηκε στο Lancet Oncology.
Τα παιδιά στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες αντιμετωπίζουν δυσανάλογα υψηλό φορτίο της νόσου – συνεισφέροντας σε περισσότερο από το 82% του παγκόσμιου φορτίου καρκίνου – το οποίο αντιστοιχεί στην απώλεια περίπου 9,5 εκατομμύρια ετών υγιούς ζωής για το 2017. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του φορτίου (97%) σχετίζεται με τον πρόωρο θάνατο, με περίπου το 3% να οφείλεται στην ανεπαρκή ποιότητα ζωής.
Για πρώτη φορά οι ερευνητές παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα του παγκόσμιου και τοπικού φορτίου καρκίνου της παιδικής ηλικίας πέραν της συχνότητας, θνησιμότητας και επιβίωσης. Η μελέτη εκτιμά τον αριθμό των χαμένων ετών υγιούς ζωής για τα παιδιά και τους έφηβους με καρκίνο λόγω ασθένειας, αναπηρίας και πρόωρου θανάτου – μια μέτρηση γνωστή ως προσαρμοσμένα στην ανικανότητα έτη ζωής (DALYs, Disability Adjusted Life Years). Ένα DALY αντιστοιχεί σε ένα χαμένο έτος υγιούς ζωής. Ωστόσο, η αναπηρία στους επιζήσαντες του καρκίνου παιδικής ηλικίας προσμετράται μόνο στα πρώτα δέκα χρόνια μετά τη διάγνωση του καρκίνου και όχι καθ ‘όλη τη διάρκεια της ζωής, οπότε η παγκόσμια επιβάρυνση των DALYs που συνδέεται με τον καρκίνο κατά την παιδική ηλικία μάλλον υποτιμάται σύμφωνα με τους ερευνητές.
«Εκτιμώντας το παγκόσμιο φορτίο νοσηρότητας του καρκίνου παιδικής ηλικίας εστιάζοντας στα προσαρμοσμένα στην ανικανότητα έτη ζωής, μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα τις καταστροφικές επιπτώσεις του καρκίνου στα παιδιά παγκοσμίως”, λέει η Δρ. Lisa Force από το Νοσοκομείο Παίδων St Jude στις ΗΠΑ, η οποίας διεξήγαγε την έρευνα σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Μετρικής και Αξιολόγησης Υγείας. «Τα ευρήματά μας είναι ένα σημαντικό πρώτο βήμα για να διαπιστώσουμε ότι ο καρκίνος παιδικής ηλικίας παίζει ρόλο στον καθορισμό των πλαισίων της παγκόσμιας ογκολογίας και την παγκόσμια υγεία των παιδιών».
Τα παιδιά με καρκίνο που ζουν σε χώρες υψηλού εισοδήματος τείνουν να έχουν καλή επιβίωση, με το ποσοστό πενταετούς επιβίωσης μετά τη διάγνωση να ανέρχεται σε 80%. Ωστόσο, τα αντίστοιχα ποσοστά πενταετούς επιβίωσης στις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος – όπου το 90% κινδυνεύουν να νοσήσουν από καρκίνο – είναι 35-40%, ενώ σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις μπορεί να είναι ακόμη χαμηλότερα περίπου στο 20%.
Επιπλέον η έρευνα διαπίστωσε ότι ο καρκίνος της παιδικής ηλικίας αποτελεί σημαντικό παράγοντα του παγκόσμιου φορτίου νοσηρότητας συγκριτικά τόσο με τον καρκίνο των ενηλίκων, όσο και με άλλες παιδιατρικές νόσους. Το 2017 ο καρκίνος της παιδικής ηλικίας ήταν η έκτη κυριότερη αιτία απώλειας ετών υγιούς ζωής παγκοσμίως λόγω καρκίνου (11,5 εκατομμύρια), χαμηλότερη μόνο από το φορτίο νοσηρότητας όλων των καρκίνων των ενηλίκων – του πνεύμονα (41 εκατομμύρια), του ήπατος (21 εκατομμύρια), του στομάχου (19 εκατομμύρια), του παχέος εντέρου (19 εκατομμύρια) και του μαστού (18 εκατομμύρια).
Σύμφωνα με την έρευνα το ετήσιο κόστος νοσηρότητας του καρκίνου της παιδικής ηλικίας είναι πάνω από 11,5 εκατομμύρια έτη υγιούς ζωής χαμένα το 2017. Το νούμερο αυτό συγκρίνεται με τα 37 εκατομμύρια έτη υγιούς ζωής που χάθηκαν παγκοσμίως λόγω της ελονοσίας και τα 7,6 εκατομμύρια από τη φυματίωση.
Ενώ οι τέσσερις από τις πέντε χώρες με το υψηλότερο φορτίο νοσηρότητας από τον καρκίνο παιδικής ηλικίας ήταν στην Ασία και την Ωκεανία (Ινδία, Κίνα, Πακιστάν και Ινδονησία), οι ΗΠΑ είχαν το έκτο μεγαλύτερο φορτίο νοσηρότητας το 2017 και η υποσαχάρια Αφρική είχε το μεγαλύτερο φορτίο σε προσαρμοσμένα στην ανικανότητα έτη ζωής (DALY) για τους περισσότερους τύπους καρκίνου παιδικής ηλικίας από οποιαδήποτε άλλη περιοχή.
Εκφράζεται η ελπίδα ότι τα στοιχεία της τρέχουσας έρευνας θα οδηγήσουν στις κατάλληλες βελτιώσεις και παρεμβάσεις όχι μόνο για την καταγραφή των κρουσμάτων, αλλά και για την πληρέστερη αντιμετώπισή τους με απώτερο στόχο την πρόληψη του καρκίνου της παιδικής ηλικίας και τη μείωση του φορτίου νοσηρότητάς του παγκοσμίως.