Η σημασία της στοματικής υγιεινής παραγνωρίζεται από την παγκόσμια ιατρική κοινότητα παρά το γεγονός ότι 3,5 δις άνθρωποι, σχεδόν ο μισός πληθυσμός της γης, επηρεάζονται από στοματικές νόσους.
Η σύγχρονη οδοντιατρική εφαρμόζει ένα μοντέλο που εστιάζει στην αντιμετώπιση και όχι στην πρόληψη των οδοντιατρικών νόσων. Η πρόληψη σπανίως προτάσσεται στο πλαίσιο των δημόσιων πολιτικών στοματικής υγείας.
Στο Lancet πρόσφατα δημοσιεύθηκε μια σειρά άρθρων που αφορούν την στοματική υγεία. Δεκατρείς κορυφαίοι ειδικοί από δέκα χώρες υπό την καθοδήγηση του Πανεπιστημιακού Κολεγίου του Λονδίνου προέβησαν στην ανασκόπηση των δεδομένων των τριών τελευταίων δεκαετιών.
Έχουν καταγραφεί σημαντικές πρόοδοι στην οδοντιατρική και πλέον είναι καλύτερη και σε βάθος οι γνώσεις των ειδικών για τα αίτια της τερηδόνας και της ουλίτιδας. Παρόλα αυτά η παγκόσμια επιβάρυνση των στοματικών νόσων παραμένει υψηλή, ιδιαίτερα στις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος.
Οι στοματικές νόσοι ποικίλουν (τερηδόνα, ουλίτιδα, καρκίνος στοματικής κοιλότητας). Η τερηδόνα είναι ένα από τα συχνότερα προβλήματα υγείας παγκοσμίως αλλά το υψηλό κόστος της φροντίδας συνήθως αποτελεί εμπόδιο για την αναζήτηση θεραπείας, ενώ ο καρκίνος της στοματικής κοιλότητας βρίσκεται ανάμεσα στους 15 συχνότερους τύπους καρκίνου παγκοσμίως.
Οι μελετητές υπογραμμίζουν ότι υπάρχει ανάγκη ριζικής αναμόρφωσης της οδοντιατρικής φροντίδας, πιο αυστηρή νομοθεσία στην βιομηχανία σακχαρούχων προϊόντων και μεγαλύτερη διαφάνεια στην έρευνα πάνω στην οδοντιατρική ώστε να αντιμετωπιστεί η αύξηση των στοματικών ασθενειών.
«Η τρέχουσα οδοντιατρική φροντίδα είναι ανεπαρκής, άδικη και κοστοβόρα, αφήνοντας δισεκατομμύρια ανθρώπους χωρίς πρόσβαση ούτε σε ένα βασικό επίπεδο στοματικής φροντίδας. Αυτό φυσικά, δεν είναι σφάλμα των οδοντιάτρων που είναι ‘δοσμένοι’ στη φροντίδα των ασθενών τους, απαιτείται όμως συνολικά μια θεμελιωδώς διαφορετική προσέγγιση για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των στοματικών προβλημάτων», δηλώνει ο καθηγητής Ρίτσαρντ Βατ επίτιμος σύμβουλος δημόσιας οδοντικής υγείας στο Πανεπιστημιακό Κολέγιο του Λονδίνου και επικεφαλής της μελέτης.
Το επιθετικό μάρκετινγκ των αναψυκτικών με περιεκτικότητα σε ζάχαρη οδηγεί σε όλο και μεγαλύτερη αύξηση των προβλημάτων στα δόντια επισημαίνουν οι ειδικοί. Παρόλα αυτά, έχει δοθεί προτεραιότητα στην ανάπτυξη θεραπειών υψηλής τεχνολογίας παρά στην πρόληψη. Ένα ακόμη ζήτημα είναι η υψηλή περιεκτικότητα ζάχαρης στις βρεφικές τροφές που οδηγεί τα παιδιά να προτιμούν τα γλυκά από τα αρχικά στάδια της ζωής τους.