Ελπίδες για την οριστική εκρίζωση του ιού HIV από τον οργανισμό των φορέων δίνει υπό δοκιμή θεραπεία βασισμένη στην τεχνολογία CRISPR/Cas9, το «γενετικό ψαλίδι» που μπορεί να ξαναγράψει τον κώδικα της ζωής όπως αναφέρει η Βασιλική Ακαδημία Επιστημών της Σουηδίας στη σελίδα της για την απονομή του Νόμπελ Χημείας 2020 στις Emmanuelle Charpentier και Jennifer A. Doudna, τις επιστήμονες που ανακάλυψαν ένα από τα ισχυρότερα εργαλεία γενετικής τεχνολογίας.
Οι δοκιμές βρίσκονται ακόμα σε αρχικό στάδιο, με τρεις εθελοντές στην Καλιφόρνια υπό αντιρετροϊκή αγωγή και χωρίς ανιχνεύσιμο ιϊκό φορτίο, να έχουν λάβει τον Ιανουάριο του 2022 την ενέσιμη θεραπεία και έξι ακόμα να ακολουθούν στο επόμενο στάδιο. Η παρακολούθηση θα διαρκέσει για ένα έτος, οπότε τα στοιχεία σχετικά με την αποτελεσματικότητά της αναμένονται μέσα στον επόμενο χρόνο. Σημειώνεται ότι για την ένταξη στις κλινικές δοκιμές οι εθελοντές διέκοψαν τη φαρμακευτική αγωγή τους, ενώ μέχρι στιγμής η υπό δοκιμή θεραπεία έχει αποδειχθεί ασφαλής.
Πώς λειτουργεί
Το σύστημα CRISPR/Cas είναι ένας φυσικός μηχανισμός στο αρχέγονο ανοσοποιητικό σύστημα των βακτηρίων που τα προφυλάσσει από τους ιούς. Tα ένζυμα Cas έχουν τη δυνατότητα να αφοπλίζουν τους ιούς λειτουργώντας ως ψαλίδια που κόβουν τις αλυσίδες του DNA τους σε περιοχές-στόχους. Με βάση αυτό, οι δύο επιστήμονες ανέπτυξαν το CRISPR-Cas9, κατά το οποίο ένα ένζυμο Cas9 αναλαμβάνει να ψαλιδίσει το DNΑ ώστε να μπορούν να προστεθούν ή να αφαιρεθούν κομμάτια στις συγκεκριμένες θέσεις στο γονιδίωμα. Για τη σωστή καθοδήγηση του ενζύμου χρησιμοποιείται ένας οδηγός RNA (gRNA).
Στην υπό δοκιμή γονιδιακή θεραπεία έναντι του ιού που προκαλεί τη νόσο του AIDS, ο RNA οδηγός κατευθύνει το ένζυμο CAS9 σε τρεις περιοχές του HIV. Αφού τις κόψει, τα κύτταρα του ιού χάνουν την ικανότητά τους να πολλαπλασιάζονται και καθίστανται ανίκανα να προκαλέσουν μόλυνση.
Επί του παρόντος, οι βασισμένες στην τεχνολογία CRISPR/Cas9 θεραπείες αναπτύσσονται για γονιδιακές διαταραχές, ιογενείς λοιμώξεις και καρκίνους όπως η λευχαιμία και το λέμφωμα, χωρίς όμως να έχουν φτάσει στο στάδιο της έγκρισης. Άλλες περιπτώσεις για τις οποίες «τρέχουν» ή αναμένεται να ξεκινήσουν κλινικές δοκιμές είναι η δρεπανοκυτταρική νόσος και μεταγγισιοεξαρτώμενη β-θαλασσαιμία, το κληρονομικό αγγειοοίδημα, η ανεπάρκεια της Α1-αντιθρυψίνης και η καρδιαγγειακή νόσος.