Η ολοκλήρωση ενός επαρκούς και καλού ύπνου δεν ήταν ίσως ποτέ πιο δύσκολη όσο είναι σήμερα, που οι ρυθμοί της καθημερινότητας γίνονται όλο και πιο έντονοι. Κάποιοι, όμως, θα πρέπει να επιμείνουν στη σωστή ανάπαυση, σύμφωνα με νεότερη μελέτη, για το καλό της συνολικής τους υγείας.
Πιο συγκεκριμένα, νέα έρευνα, που δημοσιεύτηκε στο Hypertension και πραγματοποιήθηκε από ερευνητές του τμήματος Channing Division of Network Medicine του νοσοκομείου Brigham and Women’s Hospital, υπογραμμίζει ότι οι γυναίκες με ανεπαρκείς ώρες ύπνου διέτρεχαν μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν υπέρταση.
«Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι τα άτομα που παρουσιάζουν συμπτώματα αϋπνίας και μπορεί να διατρέχουν κίνδυνο υπέρτασης, θα μπορούσαν να επωφεληθούν από μια προληπτική εξέταση» επισημαίνει ο Ph.D., ερευνητής στην Ιατρική Σχολή Brigham και Harvard. «Η υπέρταση συνδέεται με πολλές άλλες επιπλοκές της σωματικής και ψυχικής υγείας. Όσο πιο γρήγορα μπορούμε να εντοπίσουμε τα άτομα με υψηλή αρτηριακή πίεση και να τα θεραπεύσουμε γι’ αυτήν, τόσο καλύτερα μπορούμε να μετριάσουμε τα μελλοντικά προβλήματα υγείας» συμπληρώνει.
Ο δρ. Haghayegh και οι συνεργάτες του παρακολούθησαν 66.122 συμμετέχοντες ηλικίας μεταξύ 25 και 42 ετών, οι οποίοι δεν είχαν υπέρταση κατά την έναρξη της μελέτης, επί δεκαέξι χρόνια (από το 2001 έως το 2017). Παράλληλα, οι ερευνητές συνέλεξαν πληροφορίες σχετικά με την ηλικία, τη φυλή, τον δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ), τη διατροφή, τον τρόπο ζωής, τη σωματική δραστηριότητα, το ιστορικό άπνοιας ύπνου και το οικογενειακό ιστορικό υπέρτασης των συμμετεχόντων και αξιολόγησαν τη συχνότητα εμφάνισης υπέρτασης στην ομάδα κάθε δύο χρόνια.
Ξεκίνησαν για πρώτη φορά να μετρούν τη διάρκεια του ύπνου το 2001 και στη συνέχεια επανέλαβαν την ίδια διαδικασία το 2009, καταγράφοντας τον μέσο αριθμό ωρών ύπνου σε μια περίοδο 24 ωρών. Παρακολούθησαν επίσης τις διαταραχές ύπνου, όπως τον χρόνο μέχρι να αποκοιμηθούν ή να παραμείνουν κοιμισμένοι ή να ξυπνούν νωρίς το πρωί, συλλέγοντας απαντήσεις σε διάφορα χρονικά σημεία κατά τη διάρκεια της μελέτης.
Όπως αποκάλυψε η ανάλυση των δεδομένων, μεταξύ των 25.987 περιπτώσεων υπέρτασης που καταγράφηκαν κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης, οι γυναίκες που κοιμόντουσαν λιγότερο από επτά έως οκτώ ώρες τη νύχτα είχαν σημαντικά υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης υπέρτασης. Ομοίως, οι γυναίκες που είχαν πρόβλημα να κοιμηθούν και χωρίς να ξυπνήσουν κατά τη διάρκεια της νύχτας είχαν επίσης περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν υπέρταση. Αντίθετα, το πρωινό ξύπνημα δεν συσχετίστηκε με αυτόν τον αυξημένο κίνδυνο.
Αν και η ακριβής φύση της σχέσης μεταξύ ύπνου και κινδύνου υπέρτασης είναι άγνωστη, ο δρ. Haghayegh σημείωσε ότι οι διαταραχές του ύπνου μπορούν να οδηγήσουν σε μια αλυσίδα γεγονότων που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην αύξηση της κατακράτησης του νατρίου, την αρτηριακή ακαμψία και την κυκλοφορία του αίματος, οδηγώντας δυνητικά σε υπέρταση. Αντίστοιχα, ένα ασταθές πρόγραμμα ύπνου θα μπορούσε εξίσου να επηρεάσει τη δραστηριότητα συστολής/χαλάρωσης των αιμοφόρων αγγείων και τη λειτουργία των κυττάρων που ρυθμίζουν τον αγγειακό τόνο.
Ενώ η μελέτη αυτή εξέτασε μόνο τη σχέση μεταξύ ύπνου και υπέρτασης στις γυναίκες, οι ερευνητές ελπίζουν να επεκτείνουν το έργο τους ώστε να συμπεριλάβουν και άνδρες.
Διαβάστε επίσης
Δεν κοιμάστε καλά τα βράδια; Ποιος σοβαρός κίνδυνος απειλεί την καρδιά σας
Δεν σας κολλάει ύπνος; Τα τρόφιμα που καταπολεμούν την αϋπνία
Ύπνος: Τρεις συνήθειες που πρέπει να κόψουμε για να γίνει καλύτερος