Επιστημονικά δεδομένα δεκαετιών συσχέτιζαν τη γονιδιακή προδιάθεση για σχιζοφρένεια με επικίνδυνα γονίδια του εγκεφάλου. Για περισσότερο από έναν αιώνα, η επιστημονική κοινότητα θεωρούσε ότι ο κίνδυνος σχιζοφρένειας ελλόχευε κυρίως -αν όχι αποκλειστικά- εκεί. Πρόσφατη έρευνα, που δημοσιεύεται στο Nature Communications, έρχεται να διαψεύσει αυτή την πεποίθηση, υποστηρίζοντας ότι ένα άλλο όργανο ενδέχεται να παίζει πολύ σημαντικότερο ρόλο στον κίνδυνο ανάπτυξης της ψυχικής ασθένειας.
Ο λόγος για τον πλακούντα, το όργανο που επιδρά καθοριστικά στην προγεννητική ανάπτυξη του εμβρύου και, σύμφωνα με την ερευνητική ομάδα του Lieber Institute for Brain Development, ενδέχεται να «εκτοξεύει» τον κίνδυνο σχιζοφρένειας.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα γονίδια της σχιζοφρένειας επηρεάζουν μια κρίσιμη λειτουργία του πλακούντα, που σχετίζεται με τις θρεπτικές ουσίες στην κυκλοφορία του αίματος της μητέρας και το «μοίρασμά» τους μεταξύ μητέρας και εμβρύου. Τα γονίδια που σχετίζονται με τον κίνδυνο σχιζοφρένειας αποτελούν τον πυρήνα αυτού του μοιράσματος, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται αρνητικά ο ρόλος του πλακούντα στην ανατροφή του αναπτυσσόμενου εμβρύου.
Η μελέτη εντόπισε, επιπλέον, πολλά γονίδια του πλακούντα που έδειξαν να αποτελούν αιτιολογικούς παράγοντες ανάπτυξης άλλων διαταραχών, όπως διαβήτη, διπολικής διαταραχής, κατάθλιψης, αυτισμού και ΔΕΠΥ. Ωστόσο, σύμφωνα με τους επιστήμονες, η γενετική συσχέτιση με τη σχιζοφρένεια ήταν πολύ πιο έντονη. Μάλιστα, σύμφωνα με τα νέα ευρήματα, τα γονίδια του πλακούντα έδειξαν να συνδέονται πιο άμεσα με τον κίνδυνο σχιζοφρένειας, συγκριτικά με τα γονίδια του εγκεφάλου, που έφεραν μέχρι πρότινος την αποκλειστική προγεννητική ευθύνη για την ψυχική νόσο.
Η διαφορά του φύλου και ο ρόλος της COVID-19
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν, επιπροσθέτως, ότι ο γενετικός κίνδυνος σχιζοφρένειας που σχετιζόταν με τον πλακούντα παρουσίαζε διαφορές με βάση το φύλο του εμβρύου. Ειδικότερα, στα αρσενικά έμβρυα, έδειχναν να επιδρούν εντονότερα οι φλεγμονώδεις διεργασίες στον πλακούντα. Το νέο αυτό εύρημα συμφωνεί με προηγούμενα επιστημονικά στοιχεία, που δείχνουν ότι οι άνδρες είναι γενικότερα πιο επιρρεπείς σε αναπτυξιακές διαταραχές όπως η σχιζοφρένεια.
Στο πλαίσιο της ίδιας μελέτης διερευνήθηκε, τέλος, ο ρόλος της COVID-19. Ειδικότερα, μελετώντας ένα μικρό δείγμα πλακούντα από μητέρες που είχαν νοσήσει με COVID-19 κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, οι ειδικοί διαπίστωσαν ότι τα γονίδια του πλακούντα που σχετίζονται με τον κίνδυνο σχιζοφρένειας αυξήθηκαν δραματικά. Αυτό σημαίνει ότι η μόλυνση από την COVID-19 κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να αποτελεί παράγοντα κινδύνου για σχιζοφρένεια, λόγω του τρόπου με τον οποίο επηρεάζει τον πλακούντα.
Οι ερευνητές του Ινστιτούτου Lieber ελπίζουν ότι η συνεχιζόμενη μελέτη τους θα οδηγήσει μελλοντικά σε νέες θεραπείες και διαγνωστικά εργαλεία, που θα φέρουν ριζικές αλλαγές στον τομέα της προγεννητικής ιατρικής.
«Η εστίαση στην βιολογία του πλακούντα είναι μια κρίσιμη νέα πιθανή προσέγγιση για την πρόληψη της δημόσιας υγείας», λέει ο Gianluca Ursini, επικεφαλής συντάκτης της μελέτης και ερευνητής στο Ινστιτούτο Lieber, και συνεχίζει: «Οι επιστήμονες μπορούν να ανιχνεύσουν αλλαγές στα γονίδια κινδύνου του πλακούντα δεκαετίες πριν από την πιθανή εμφάνιση μιας διαταραχής, πιθανώς ακόμη και στην κυκλοφορία του αίματος της μητέρας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Εάν οι γιατροί γνώριζαν ποια παιδιά κινδυνεύουν περισσότερο από αναπτυξιακές διαταραχές, θα μπορούσαν να εφαρμόσουν πρώιμες παρεμβάσεις για να τα διατηρήσουν υγιή».
«Αυτές οι νέες γνώσεις σχετικά με το πώς γονίδια στον πλακούντα σχετίζονται με διαταραχές του εγκεφάλου και άλλων οργάνων, προσφέρουν νέες ευκαιρίες για βελτίωση της προγεννητικής υγείας και πρόληψη επιπλοκών αργότερα στη ζωή», συμπληρώνει ο Daniel Weinberger, επικεφαλής συντάκτης της μελέτης και Διευθύνων Σύμβουλος στο Lieber Institute for Brain Development.
Διαβάστε ακόμη:
Σχιζοφρένεια: Ο παράγοντας που εξαπλασιάζει τον κίνδυνο – Ποιοι κινδυνεύουν περισσότερο
Σχιζοφρένεια: Νέο υποσχόμενο φάρμακο με ελάχιστες παρενέργειες
Αντιψυχωσικά – Σχιζοφρένεια: «Χάνουν» την αποτελεσματικότητά τους μετά τα 45 – Οι ευάλωτοι ασθενείς