Η διάγνωση εποχικής γρίπης εξαπλασιάζει τον κίνδυνο εμφράγματος επτά ημέρες μετά το θετικό τεστ, υποστηρίζουν Ολλανδοί ερευνητές βάσει στοιχείων που θα παρουσιάσουν στο ετήσιο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Κλινικής Μικροβιολογίας και Μολυσματικών Νόσων (ECCMID) στην Κοπεγχάγη (15-18 Απριλίου).
Η σχέση γρίπης και εμφράγματος δεν είναι κάτι καινούριο, καθώς το 2018 σε καναδική μελέτη είχε εντοπιστεί ο συσχετισμός σε νοσηλευόμενους ασθενείς. Εκείνη ωστόσο η έρευνα δεν περιελάμβανε πληροφορίες από αρχεία θανάτων που σημαίνει ότι δεν συμπεριλήφθηκαν θάνατοι που είχαν συμβεί εκτός νοσοκομείου και αποδίδονταν σε καρδιακά επεισόδια.
Στη νέα έρευνα η Δρ. Annemarijn de Boer από το Κέντρο Επιστημών Υγείας και Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας “Julius” στην Ουτρέχτη αξιολόγησε στοιχεία από τεστ που είχαν γίνει σε 16 εργαστήρια (κάλυψη περίπου του 40% του πληθυσμού της Ολλανδίας), συνδυαστικά με αρχεία νοσηλειών και θανάτων για τον σχηματισμό πληρέστερης εικόνας.
Συνολικά συμπεριλήφθηκαν 26.221 περιπτώσεις γρίπης το χρονικό διάστημα 2008-2019, ενώ 401 άτομα είχαν υποστεί τουλάχιστον ένα έμφραγμα μυοκαρδίου εντός 12 μηνών από την διάγνωση της λοίμωξης (419 επεισόδια συνολικά).
Από τα 419 εμφράγματα, 25 συνέβησαν τις πρώτες επτά ημέρες από την διάγνωση της εποχικής γρίπης, 217 εντός 12 μηνών πριν από τη διάγνωση και 177 ένα έτος μετά τη διάγνωση της εποχικής λοίμωξης.
Περίπου το ένα τρίτο των ατόμων απεβίωσαν από οποιαδήποτε αιτία εντός ενός έτους από τη διάγνωση της γρίπης.
Οι Ολλανδοί ερευνητές εκτίμησαν ότι τα άτομα που έλαβαν μέρος στη μελέτη είχαν 6,16 φορές περισσότερες πιθανότητες να υποστούν έμφραγμα εντός επτά ημέρων από το θετικό τεστ γρίπης, συγκριτικά με 12 μήνες πριν ή 12 μήνες μετά τη διάγνωση. Στην καναδική μελέτη ο κίνδυνος ήταν αυξημένος κατά 6,05 φορές.
Ωστόσο, η εξαίρεση των θανάτων, όπως είχε γίνει και στην καναδική μελέτη, μείωσε τον αυξημένο κίνδυνο εμφράγματος την πρώτη εβδομάδα στις 2,42 φορές. Αυτό σύμφωνα με τους ειδικούς αντικατοπτρίζει την επίπτωση των ατελών στοιχείων στα ευρήματα των μελετών.
Προσθέτουν δε ότι οι διαφορές στις κλινικές πρακτικές στις δύο χώρες μπορεί να εξηγήσουν γιατί βρήκαν τη σύνδεση πιο αδύναμη από ό,τι στην καναδική μελέτη. (Τα τεστ για γρίπη σε περιβάλλοντα εκτός νοσοκομείου είναι λιγότερο συχνά στην Ολλανδία από ό,τι στον Καναδά.) Ωστόσο, η συσχέτιση είναι ακόμα σημαντική και, χρησιμοποιώντας παρόμοια μεθοδολογία με την καναδική ομάδα, μπόρεσαν να επιβεβαιώσουν ότι η αύξηση του κινδύνου ισχύει για διαφορετικούς πληθυσμούς.
Ο ιός της γρίπης είναι γνωστό ότι αυξάνει την πήξη του αίματος. Αυτό, μαζί με τη φλεγμονή που αποτελεί μέρος της ανοσολογικής απόκρισης του σώματος κατά του ιού, μπορεί να αποδυναμώσει τις αθηρωματικές πλάκες που έχουν συσσωρευτεί στις αρτηρίες. Εάν μια αθηρωματική πλάκα «σπάσει», μπορεί να σχηματιστεί θρόμβος, εμποδίζοντας την παροχή αίματος στην καρδιά και προκαλώντας καρδιακή προσβολή.
«Με τις όποιες πιθανές επιπτώσεις στη Δημόσια Υγεία μιας συσχέτισης μεταξύ της λοίμωξης από τον ιό της γρίπης και των οξέων καρδιακών προσβολών, είναι σημαντικό να δείξουμε ότι τα αποτελέσματα είναι ισχυρά σε διαφορετικό πληθυσμό μελέτης. Τα αποτελέσματά μας υποστηρίζουν στρατηγικές για την πρόληψη της γριπώδους λοίμωξης, συμπεριλαμβανομένου του εμβολιασμού. Υποστηρίζουν επίσης την ευαισθητοποίηση των γιατρών και των ασθενών με γρίπη που νοσηλεύονται με συμπτώματα καρδιακής προσβολής. Αν και δεν είναι σαφές από τα αποτελέσματά μας εάν τα άτομα με λιγότερο σοβαρή γρίπη κινδυνεύουν επίσης, είναι φρόνιμο να γνωρίζουν τη σχέση», καταλήγει η Δρ de Boer.
Διαβάστε επίσης
Έμφραγμα – Εγκεφαλικό επεισόδιο: Ο συνδυασμός που αυξάνει 20% τον κίνδυνο
Έμφραγμα: Υπερδιπλάσιος ο κίνδυνος για όσους κοιμούνται έτσι
Έμφραγμα, καρδιακή ανεπάρκεια, εγκεφαλικό: O ατμοσφαιρικός παράγοντας που αυξάνει τις νοσηλείες