Περιορισμός στις θερμίδες ή χρονικό περιθώριο ανάμεσα στα γεύματα: ποια θα ήταν η κατάλληλη μέθοδος για να χάσουμε βάρος; Τα αποτελέσματα της νεότερης μελέτης, που δημοσιεύθηκε στο Journal of the American Heart Association, μάλλον θα απογοητεύσουν τους υποστηρικτές της διαλειμματικής νηστείας.
Σύμφωνα με αυτά, η συχνότητα και το μέγεθος των γευμάτων επηρεάζει περισσότερο την αύξηση ή και την απώλεια του σωματικού βάρους σε σύγκριση με τον χρόνο κατανάλωσης μεταξύ του πρώτου και του τελευταίου γεύματος.
Όπως σημειώνει και η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης δρ. Wendy L. Bennett, αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Johns Hopkins στη Βαλτιμόρη, αν και η διαλειμματική νηστεία θεωρείται δημοφιλής, οι μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί δεν έχουν ακόμη καθορίσει αν ο περιορισμός του συνολικού διατροφικού παραθύρου κατά τη διάρκεια της ημέρας βοηθά στον έλεγχο του βάρους.
Στην παρούσα μελέτη συμμετείχαν περίπου 550 παχύσαρκοι ενήλικες, με μέση ηλικία τα 51 έτη, και Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) 30,8, κατά μέσο όρο, από τρία συστήματα υγείας στο Maryland και την Πενσυλβάνια. Ο μέσος χρόνος παρακολούθησης για το βάρος που καταγράφηκε στον ηλεκτρονικό φάκελο υγείας ήταν 6,3 έτη.
Για τις ανάγκες της μελέτης, η ερευνητική ομάδα δημιούργησε μια εφαρμογή για κινητά τηλέφωνα, την Daily24, με την οποία οι συμμετέχοντες μπορούσαν καθημερινά να καταγράφουν σε πραγματικό χρόνο τις ώρες ύπνου, φαγητού και αφύπνισης. Με αυτόν τον τρόπο, μετρήθηκαν με ακρίβεια οι χρόνοι μεταξύ των γευμάτων και σε συνάρτηση με τις ώρες αφύπνισης και κατάκλισης.
Όπως διαπιστώθηκε από την ανάλυση των δεδομένων:
- τα γεύματα με το ρολόι δε συσχετίστηκαν με την αλλαγή του βάρους κατά την εξαετία ερευνητικής παρακολούθησης. Αυτό περιελάμβανε το διάστημα από το πρώτο έως το τελευταίο γεύμα, από την ώρα αφύπνισης έως την κατανάλωση του πρώτου γεύματος, από την κατανάλωση του τελευταίου γεύματος έως την κατάκλιση και τη συνολική διάρκεια του ύπνου.
- τόσο τα μεγάλα γεύματα που υπερέβαιναν τις 1000 θερμίδες και τα μεσαία γεύματα από 500 έως 1000 θερμίδες συσχετίστηκαν με την αύξηση του βάρους, ενώ αντίθετα τα μικρότερα γεύματα, λιγότερα των 500 θερμίδων, συνέβαλαν στην απώλεια βάρους.
Συνολικά, η μελέτη δεν εντόπισε κάποια σύνδεση μεταξύ του χρονικού προγραμματισμού των γευμάτων και της μεταβολής του βάρους.
Αν και η μελέτη διαπίστωσε ότι η συχνότητα των γευμάτων και η συνολική πρόσληψη θερμίδων ήταν ισχυρότεροι παράγοντες που συνέβαλαν στην αλλαγή του βάρους από ό,τι ο χρόνος των γευμάτων, τα ευρήματα δεν μπορούσαν να αποδείξουν άμεση αιτία και αποτέλεσμα, σύμφωνα με τον επικεφαλής συγγραφέα της μελέτης Di Zhao, επιστημονικός συνεργάτης στο τμήμα καρδιαγγειακής και κλινικής επιδημιολογίας στη Σχολή Δημόσιας Υγείας Bloomberg του Johns Hopkins.
Εν κατακλείδι, όπως σημειώνει και η δρ. Wendy L. Bennett, παρόλο που προηγούμενες μελέτες έχουν υποδείξει ότι η διαλειμματική νηστεία μπορεί να ρυθμίσει τον μεταβολισμό, η μελέτη αυτή σε μια μεγάλη ομάδα με ευρύ φάσμα σωματικού βάρους δεν εντόπισε αυτή τη σχέση.
Διαβάστε επίσης