Χιλιάδες γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας διαγνιγνώσκονται ετησίως με κάποιας μορφής νεοπλασία, υποχρεώνοντας τες να αναβάλλουν την απόκτηση απογόνων εάν δεν έχουν ήδη αποκτήσει. Παράλληλα, πολλές νέες γυναίκες αναβάλλουν την τεκνοποίηση για κοινωνικούς λόγους, δηλαδή λόγω σπουδών και επαγγελματικών υποχρεώσεων. Η Αναπαραγωγική Ιατρική προσφέρει σήμερα μια σειρά επιλογών σε αυτές τις δύο κατηγορίες γυναικών, ώστε να κάνουν πραγματικότητα το όνειρο της μητρότητας.
«Η διατήρηση της γυναικείας γονιμότητας για ιατρικούς και κοινωνικούς λόγους είναι μείζον ζήτημα στη σύγχρονη κοινωνία», επεσήμανε ο κ. Κωνσταντίνος Νταφόπουλος, Καθηγητής Μαιευτικής Γυναικολογίας, στο Ιατρικό Τμήμα της Σχολής Επιστημών Υγείας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, επιστημονικός υπεύθυνος Μονάδας Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας, μιλώντας στο 2ο διεθνές συνέδριο Eco-Ευ Ζην – «Οικογένεια και Περιβάλλον: Πυλώνες κοινωνικού πολιτισμού. Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην οικογένεια» (15-16 Δεκεμβρίου 2022, Κωνσταντινούπολη/Χάλκη), που συνδιοργάνωσαν το Οικουμενικό Πατριαρχείο και το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ), σε συνεργασία με την Ελληνική Εταιρεία Αναπαραγωγικής Ιατρικής (ΕΕΑΙ).
Ο καρκίνος του μαστού – πλήττοντας όλο και νεότερης ηλικίας γυναίκες – είναι ο συχνότερος γυναικολογικός καρκίνος σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ). Το 12% όλων των νέων περιπτώσεων καρκίνου ετησίως σε παγκόσμια κλίμακα αφορά αυτόν τον τύπο νεοπλασίας, ενώ στις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας (κάτω των 45 ετών) είναι η πιο συχνή κακοήθεια. «Ευτυχώς η πενταετής επιβίωση έχει βελτιωθεί σημαντικά. Από 53% που ήταν τη δεκαετία του 1970, το 2013 είχε φτάσει το 83%. Στις σκανδιναβικές χώρες η 5ετής επιβίωση είναι 91-94% στις γυναίκες κάτω των 50 ετών. Κι αυτό οφείλεται τόσο στην εξέλιξη των θεραπειών όσο και στην έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου του μαστού», ανέφερε ο κ. Νταφόπουλος.
Διατήρηση της γονιμότητας για ιατρικούς και κοινωνικούς λόγους
Η διατήρηση της γονιμότητας της γυναίκας για ιατρικούς λόγους γίνεται πριν την έναρξη της γοναδοτοξικής θεραπείας του καρκίνου (χημειοθεραπεία και ακτινοθεραπεία), πριν την χημειοθεραπεία για μεταμόσχευση μυελού των οστών κ.λπ., σε περίπτωση σοβαρής ενδομητρίωσης και όταν υπάρχει γενετική προδιάθεση για πρόωρη ωοθηική ανεπάρκεια (πρώιμη εμμηνόπαυση). Ενώ οι κοινωνικοί λόγοι έχουν να αφορούν στις υγιείς γυναίκες που επιλέγουν να διατηρήσουν τη γονιμότητά γιατί σχεδιάζουν να κάνουν οικογένεια σε πιο μεγάλη ηλικία. Να σημειωθεί ότι σήμερα όλο και περισσότερες γυναίκες επιλέγουν να τεκνοποιήσουν μετά τα 35 έτη.
«Πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι η χημειοθεραπεία, η ακτινοθεραπεία και το χειρουργείο για τη διαχείριση της νόσου μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια της γονιμότητας. Επομένως θα πρέπει να δράσουμε άμεσα για να την διατηρήσουμε, αφού οι ογκολογικές θεραπείες έχουν επίδραση στις ωοθήκες – στα ωάρια και τα κύτταρα – με αποτέλεσμα την απώλεια των ωοθυλακίων», εξήγησε ο κ. Νταφόπουλος.
Οι επιστήμονες σήμερα μπορούν να προβλέψουν αν μια γυναίκα που θα λάβει χημειοθεραπεία – με βάση την ηλικία της και τα επίπεδα της αντιμυλλέριου ορμόνης (AMH) πριν την έναρξη της θεραπείας – θα έχει τελικά έμμηνο ρύση μετά την ολοκλήρωση της αντικαρκινικής αγωγής.
Η μέθοδος που θωρακίζει τη γυναικεία γονιμότητα
«Τι μπορούμε να κάνουμε σε μια γυναίκα πριν ξεκινήσει τη χημειοθεραπεία ή ακτινοθεραπεία για να διατηρήσει τη γονιμότητά της; Ή για μια νέα κοπέλα που θέλει να δώσει προτεραιότητα στις σπουδές και την καριέρα της;», διερωτήθηκε ο Καθηγητής Μαιευτικής Γυναικολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
Η ωοθηκική διέγερση για συλλογή και κρυοσυντήρηση ωαρίων, η ωοθηκική καταστολή με με GnRH αγωνιστές (πριν την έναρξη της ογκολογικής θεραπείας) και η κρυοσυντήρηση ωοθηκικού ιστού, είναι μεταξύ των επιλογών που έχουν σήμερα στη διάθεσή τους οι γυναίκες.
«Η κρυοσυντήρηση ωαρίων αποτελεί την καλύτερη επιλογή για τη διατήρηση της γονιμότητας. Είναι η μέθοδος που είναι πιο πιθανό να οδηγήσει σε κύηση, γιατί η επιβίωση των ωαρίων είναι πολύ υψηλή μετά την απόψυξή τους (90-97%), όπως επίσης τα ποσοστά γονιμοποίησης (71%), εμφύτευσης (17-41%) και κύησης (36-41%)», σημείωσε ο κ. Νταφόπουλος.
Ιδιαίτερα στις περιπτώσεις γυναικών με καρκίνο του μαστού, η κρυοσυντήρηση των ωαρίων δίνει τη δυνατότητα όταν υπάρχει και σπέρμα να προχωρήσουν οι γιατροί σε γονιμοποίηση και προεμφυτευτική διάγνωση και να επιλέξουν στο μέλλον την εμφύτευση των εμβρύων που δεν θα είναι φορείς μεταλλάξεων που σχετίζονται με τον καρκίνο του μαστού, όπως τα γονίδια BRCA 1 και BRCA2, οπότε τα παιδιά που θα γεννηθούν να μην κινδυνεύουν να εκδηλώσουν καρκίνο του μαστού και των ωοθηκών.
Η ασφάλεια της μεθόδου της κρυοσυντήρης ωαρίων είναι δεδομένη, η υγεία των απογόνων είναι δεδομένη και δεν διαφέρει από τα παιδιά που έχουν προκύψει από φρέσκα ωάρια. Η ιδανική ηλικία να γίνει η κρυοσυντήρηση ωαρίων είναι στα 20-30 έτη. «Μελέτες έχουν δείξει ότι η καλύτερη χρονική στιγμή είναι πριν από τα 35 έτη -κοντά στην ηλικία των 34 ετών – γιατί τότε είναι καλή η ποιότητα των ωαρίων και όχι π.χ. στα 45 έτη όταν η ποιότητα των ωαρίων δεν είναι πια καλή», εξήγησε.
Οι περισσότερες Μονάδες Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής διεθνώς προτείνουν να κρυοσυντηρούνται περίπου 20 ωάρια. Αν γίνει στα 34 έτη, η πιθανότητα η γυναίκα να γεννήσει έστω ένα παιδάκι είναι 90% ενώ στα 42 έτη μόλις 37%.
Αναφορικά με την κρυοσυντήρηση ωοθηκικού ιστού είναι η μοναδική επιλογή στην περίπτωση πολύ νεαρών κοριτσιών. Γίνεται αφαίρεση τμήματος της ωοθήκης, καταψύχεται σε υγρό άζωτο και μετά το τέλος της ογκολογικής θεραπείας γίνεται εμφύτευσή του. «Η τεχνική αυτή εφαρμόζεται μόνο εφόσον η ασθενής επιθυμεί να πετύχει κύηση», σύμφωνα τον Καθηγητής Μαιευτικής Γυναικολογίας.
Η πρώτη γέννηση με αυτή τη μέθοδο έγινε το 2004 και σήμερα υπολογίζουμε 200 γεννήσεις τον χρόνο, παγκοσμίως. «Δεν υπάρχει κίνδυνος αυξημένων συγγενών ανωμαλιών στα παιδιά που έχουν προκύψει από κρυοσυντήρηση ωοθηκικού ιστού. Είναι απολύτως φυσιολογικά. Μάλιστα αναμένουμε και στην Ελλάδα τις πρώτες τέτοιες γεννήσεις από την επιστημονική ομάδα του Δρ. Κωνσταντίνου Πάντου», συμπλήρωσε.
Η ιδανική ηλικία για την απόκτηση απογόνων
Αναφερόμενος ο κ. Κωνσταντίνος Νταφόπουλος στη μετατόπιση της αναπαραγωγικής ηλικίας στις σύγχρονες γενιές των δυτικών χωρών τόνισε ότι «μια πολύ σημαντική πληροφορία που πρέπει να έχουν υπόψη τους οι γυναίκες είναι ότι, η καλύτερη ηλικία να μείνουν έγκυος είναι πριν από τα 31 έτη, μεταξύ 21 και 31 χρόνων. Από τα 31 και μετά ξεκινά η υπογονιμότητα, οι δυσκολίες στην σύλληψη και μετά τα 41 έτη μειώνονται σημαντικά οι πιθανότητες αυτόματης σύλληψης. Και ακολουθεί μια δεκαετία μέχρι τα 51 έτη που έχει μεν εμμηνορρυσία η γυναίκα αλλά ουσιαστικά είναι υπογόνιμη, ενώ από τα 51 έτη και έπειτα εισέρχεται πια στην εμμηνόπαυση».
Με την αύξηση της ηλικίας της γυναίκας εκτός από τη μείωση της πιθανότητας σύλληψης αυξάνει και η πιθανότητα αυτόματης αποβολής. Η γονιμότητα μειώνεται 15% μεταξύ 35-40 ετών και 35% κάθε χρόνο μετά τα 40 έτη. Η πιθανότητα αυτόματης αποβολής εκτοξεύεται μετά τα 45 έτη στο 74,7%, διότι τα έμβρυα που δημιουργούνται σε μεγάλη ηλικία είναι σε πολύ μικρό ποσοστό φυσιολογικά (μόνο το 5% είναι φυσιολογικά σε γυναίκες άνω των 43 ετών, ενώ σε γυναίκες κάτω των 35 ετών είναι περίπου το 60%).
«Όλες οι προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες που ενδιαφέρονται να διατηρήσουν τη γονιμότητά τους θα πρέπει άμεσα να ενημερώνονται από τους καθ΄ ύλην αρμόδιους επιστήμονες. Είναι ευθύνη των γυναικολόγων και της επιστημονικής κοινότητας συνολικά η ενημέρωση για τις μεθόδους που είναι διαθέσιμες για να τις βοηθήσουν να αποκτήσουν οικογένεια, όποτε αυτές το επιθυμούν. Η κρυοσυντήρηση ωαρίων είναι η καλύτερη μέθοδος διατήρησης της γονιμότητας, για ιατρικούς και κοινωνικούς λόγους. Εφόσον αποφασίσουν να την επιλέξουν θα πρέπει έως την ηλικία των 35 ετών να γίνεται η συλλογή περίπου 20 ωαρίων, ώστε τα ποσοστά επιτυχούς κύησης αργότερα να είναι ικανοποιητικά», κατέληξε ο κ. Νταφόπουλος.
Διαβάστε επίσης
Ο παράγοντας που βλάπτει σοβαρά τη γονιμότητα ανδρών και γυναικών