Στους παράγοντες που καθορίζουν την έκβαση της λοίμωξης Covid-19 αναφέρθηκε, σε εκδήλωση για τη θέση του αντιϊκού φαρμάκου ρεμδεσιβίρη στον θεραπευτικό αλγόριθμο της νόσου, ο Στυλιανός Λουκίδης, καθηγητής Πνευμονολογίας της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, πρόεδρος της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας και μέλος της επιτροπής Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας για τον κορωνοϊό. Ενώ η Γαρυφαλλιά Πουλάκου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Παθολογίας Λοιμωξιολογίας της Ιατρικής Σχολής Αθηνών παρουσίασε στοιχεία από ελληνικές μελέτες για το αντιικό και ο Κώστας Αθανασάκης, Επίκουρος Καθηγητής Οικονομικών της Υγείας και Αξιολόγησης Τεχνολογιών Υγείας στο Τμήμα Πολιτικών Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής στοιχεία για την εξοικονόμηση πόρων για το Σύστημα Υγείας.
«Από το μέχρι τώρα ταξίδι του ασθενή με τη λοίμωξη Covid-19 και την επιστημονική γνώση που έχουμε αποκομίσει έχουν αναδειχθεί τέσσερις σημαντικοί παράγοντες που παίζουν καθοριστικό ρόλο στην έκβαση της νόσου για κάθε ασθενή: η ηλικία παίζει καθοριστικό ρόλο καθώς από την έναρξη της πανδημίας μέχρι και σήμερα φαίνεται ότι οι ηλικιωμένοι είναι πιο ευάλωτοι στον κορωνοϊό», εξήγησε ο κ. Λουκίδης και συνέχισε λέγοντας «επίσης, το κοινωνικοοικονομικό στάτους – που καθορίζει την πρόσβαση του πολίτη στις δομές υγείας – είναι ένας παράγοντας που επηρεάζει την έκβαση της νόσου, ενώ τα συνοδά νοσήματα, οι λεγόμενες συννοσηρότητες, παίζουν καταλυτικό ρόλο. Κι ένας τελευταίος παράγοντας που αρχικά ήταν πολύ σημαντικός ήταν η εγκυμοσύνη γιατί έπρεπε να ληφθούν ορθές ιατρικές αποφάσεις τόσο για τη μητέρα όσο και για το κύημα, έχοντας απέναντί μας έναν άγνωστο αντίπαλο. Σήμερα δεν ισχύει πια αυτό, έχουμε κατανοήσει καλά τον κορωνοϊό και τους μηχανισμούς του».
Η δυσκολότερη περίοδος της επιδημίας
Κάνοντας μια αναδρομή στην πορεία της επιδημίας Covid-19 στην Ελλάδα ο κ. Λουκίδης χαρακτήρισε ως «δυσκολότερη περίοδο το διάστημα από τον Οκτώβριο του 2020 έως τον Απρίλιο του 2021, λόγω της εμφάνισης της ευμετάδοτης βρετανικής μετάλλαξης του κορωνοϊού, της διαφοροποίησης των περιοριστικών μέτρων συγκριτικά με την πρώτη φάση της επιδημίας που είχαμε καθολικό – αυστηρό – lockdown και της σταδιακής αύξησης του εμβολιαστικού ποσοστού».
Ωστόσο, σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας η ελληνική επιστημονική κοινότητα καθ’ όλη τη διάρκεια της επιδημίας λειτούργησε συνεργατικά και με γνώμονα την παροχή της βέλτιστης φροντίδας στον ασθενή με Covid-19. «Τα κοινά θεραπευτικά πρωτόκολλα που συνέταξαν η Ελληνική Πνευμονολογική Εταιρεία και η Ελληνική Εταιρεία Λοιμώξεων έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο να σωθούν όσες περισσότερες ανθρώπινες ζωές ήταν δυνατόν. Φυσικά έχοντας μπροστά μας έναν άγνωστο ιό ήταν λογικό στα αρχικά στάδια να υπάρξει διεθνώς αρκετός πειραματισμός με τα αντιικά και αντιφλεγμονώδη φάρμακα που διαθέταμε. Αλλά και με τη δοκιμή πολλών νέων δραστικών ουσιών, όπως η ρεμδεσιβίρη, που εξ αρχής έδειξε καλά θεραπευτικά αποτελέσματα», σημείωσε.
Ρεμδεσιβίρη: Η βασική θεραπεία για όλα τα στάδια της Covid-19
Η ρεμδεσιβίρη αποτελεί το το πρώτο αντιικό φάρμακο που εγκρίθηκε από τους αρμόδιους ρυθμιστικούς φορείς τόσο στην Ευρώπη όσο και στον υπόλοιπο κόσμο στοχευμένα για τον κορωνοϊό Sars CoV-2 και σήμερα αποτελεί θεμέλιο λίθο των θεραπευτικών αλγορίθμων για τη διαχείριση της λοίμωξης Covid-19.
Πρόκειται για ένα από τα πιο καλά μελετημένα αντιικά για τον κορωνοϊό ως προς την ασφάλεια και αποτελεσματικότητα του, καθώς έχει χορηγηθεί σε περισσότερα από 11 εκατομμύρια ασθενείς, παγκοσμίως. Τον Σεπτέμβριο, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) στο πλαίσιο της διαρκούς αναθεώρησης των κατευθυντήριων οδηγιών για την Covid-19 επέκτεινε τη
σύσταση για τη χρήση της ρεμδεσιβίρης στους ασθενείς με σοβαρή νόσο. Ενώ την έχει συστήσει και για τη θεραπεία εφήβων και ενηλίκων ασθενών με μη σοβαρή λοίμωξη Covid-19, που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο νοσηλείας ή θανάτου. Υπενθυμίζεται εξάλλου ότι, η ρεμδεσιβίρη είναι η πρώτη και μόνη αντιική θεραπεία με ένδειξη για χορήγηση σε παιδιά κάτω των 12 ετών (ηλικίας τουλάχιστον 4 εβδομάδων και βάρους τουλάχιστον 3 kg) με πνευμονία που χρήζει χορήγησης συμπληρωματικού οξυγόνου (οξυγόνου χαμηλής ή υψηλής ροής ή άλλου μη επεμβατικού αερισμού κατά την έναρξη της θεραπείας).
«Τόσο από τις κλινικές μελέτες όσο και από την καθ’ ημέρα κλινική πράξη έχει αποδειχθεί ότι η έγκαιρη χορήγηση της ρεμδεσιβίρης αποτρέπει την εξέλιξη της νόσου. Για παράδειγμα, σε 79 ασθενείς στο Νοσοκομείο ‘Αττικόν’ που η ρεμδεσιβίρη χορηγήθηκε ενώ ήταν σε πρώιμο στάδιο η λοίμωξη Covid-19 και δεν είχαν μεγάλης ανάγκης οξυγόνου, μόνο σε 4 ασθενείς εξελίχθηκε η νόσος», σημείωσε ο κ. Λουκίδης.
Η Γαρυφαλλιά Πουλάκου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Παθολογίας Λοιμωξιολογίας παρουσιάζοντας στοιχεία από την ελληνική αναδρομή μελέτη ΡεΑΑ (Ρεμδεσιβίρη: Αποτελεσματικότητα και Ασφάλεια σε νοσηλευόμενους ασθενείς με COVID-19) εξήγησε ότι «η μεγάλη πλειονότητα των νοσηλευόμενων την περίοδο 09/2020-02/2021 που έλαβαν ρεμδεσιβίρη την ξεκίνησαν τις πρώτες 48 ώρες με διάρκεια χορήγησης 5 ημέρες και πλήρη ανάρρωση για το 93%».
Το προφίλ ασφάλειας ήταν παρόμοιο με αυτό που περιγράφεται σε κλινικές δοκιμές και άλλες κοορτές με δεδομένα από την κλινική πράξη. Η αποτελεσματικότητα της ρεμδεσιβίρης ήταν υψηλότερη όταν η χορήγησή της ξεκινούσε εντός των πρώτων δύο ημερών από την εισαγωγή, ανεξάρτητα από τη σοβαρότητα της νόσου. «Σε ασθενείς με ήπια/μέτρια νόσο κατά την εισαγωγή, ο διάμεσος χρόνος μέχρι την ανάρρωση ήταν 8 (7-9) και 12 (11-14) ημέρες για εκείνους που ξεκίνησαν ρεμδεσιβίρη αντιστοίχως εντός δύο ημερών ή αργότερα. Οι αντίστοιχες εκτιμήσεις για τα άτομα με σοβαρή νόσο ήταν 10 (9-10) και 13 (11-15) ημέρες αντίστοιχα», ανέφερε η κυρία Πουλάκου.
Ανάλογα καλά αποτελέσματα έδειξε και η αναδρομική μελέτη GREC (Greek Remdesivir Cohort Study) που εξέτασε την περίοδο Σεπτεμβρίου 2020 – Φεβρουαρίου 2021 εστιάζοντας σε ασθενείς που νοσηλεύτηκαν σε πτέρυγες Covid-19 με παρόμοια θεραπευτική πρακτική. Το δείγμα απαρτίζονταν από 551 ενήλικες νοσηλευόμενους με λοίμωξη Covid-19 και ακτινολογικά
τεκμηριωμένη πνευμονία.
Η μελέτη ανέδειξε τη σημασία της έγκαιρης θεραπείας με ρεμδεσιβίρη (≤7 ημέρες από την έναρξη των συμπτωμάτων της Covid-19) στην επίτευξη μειωμένης πιθανότητας διασωλήνωσης ή θανάτου και αυξημένης πιθανότητας εξιτηρίου. «Είναι η πρώτη μελέτη που επιβεβαιώνει με τοπικά επιδημιολογικά δεδομένα τις επιλογές του εθνικού θεραπευτικού αλγόριθμου και αποδεδειγμένα μειώνει τη εξέλιξη σε σοβαρή νόσο και διασωλήνωση καθώς και τη θνητότητα σε ασθενείς με πνευμονία που έχουν ανάγκη συμπληρωματικού οξυγόνου. Το μέγιστο όφελος επιτυγχάνεται εφόσον χορηγηθεί η ρεμδεσιβίρη εντός 7 ημερών από την έναρξη της συμπτωμάτων», τόνισε η αναπληρώτρια καθηγήτρια Παθολογίας Λοιμωξιολογίας.
Η ρεμδεσιβίρη μειώνει τη διάρκεια νοσηλείας
Τέλος, ο Κώστας Αθανασάκης, Επίκουρος Καθηγητής Οικονομικών της Υγείας και Αξιολόγησης Τεχνολογιών Υγείας στο Τμήμα Πολιτικών Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, υπενθύμισε τα ευρήματα ελληνικής μελέτης «Ανάλυση κόστους – αποτελεσματικότητας και επίπτωσης στην πληρότητα κλινών από την εισαγωγή της ρεμδεσιβίρης στην Ελλάδα» που παρουσιάστηκαν το 2021 στο Πανελλήνιο Συνέδριο για τα Οικονομικά και τις Πολιτικές της Υγείας.
Ήταν η πρώτη ελληνική μελέτη που αξιολογεί τη σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας της προσθήκης της ρεμδεσιβίρης στην τρέχουσα θεραπευτική πρακτική έναντι της μη προσθήκης της, από την πλευρά αυτού που πληρώνει – δηλαδή του ασφαλιστικού φορέα όπως π.χ. ο ΕΟΠΥΥ – και στην εκτίμηση των επιπτώσεων από τη χρήση της στην πληρότητα των νοσοκομειακών κλινών.
Όπως αναφέρεται στα συμπεράσματα της μελέτης «η ρεμδεσιβίρη δυνητικά αποτελεί μια οικονομικά αποδοτική επιλογή για τη θεραπεία ασθενών με Covid-19 που λαμβάνουν συμπληρωματικό οξυγόνο, η οποία μπορεί να οδηγήσει και σε μείωση της πληρότητας κάλυψης των νοσοκομειακών κλινών».
«Από την επεξεργασία των στοιχείων προέκυψε ότι η προσθήκη της ρεμδεσιβίρης στην τρέχουσα κλινική πρακτική αυξάνει κατά 1,45 και 1,11 τα έτη ζωής και τα ποιοτικά έτη ζωής αντίστοιχα που κερδήθηκαν ανά ασθενή, έναντι της μη προσθήκης του αντιικού φαρμάκου στο θεραπευτικό σχήμα. Επιπλέον, η θεραπευτική παρέμβαση με ρεμδεσιβίρη οδηγεί σε μικρότερη διάρκεια νοσηλείας σε απλή κλίνη, κλίνη Μονάδας Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) και ΜΕΘ με μηχανική υποστήριξη κατά 0,87, 1,49 και 1,37 μέρες ανά ασθενή αντίστοιχα και εξοικονομεί για το Σύστημα Υγείας 4.742 ευρώ ανά ασθενή», σύμφωνα με τον κ. Αθανασάκη.
Διαβάστε επίσης
Κορωνοϊός: Η ρεμδεσιβίρη προστατεύει παιδιά και ενήλικες από την Covid-19
Κορωνοϊός: Πόσο αποτελεσματική είναι η ρεμδεσιβίρη – Τι έδειξε κλινική μελέτη