Για την ανακούφιση των συμπτωμάτων της εμμηνόπαυσης, όπως οι εξάψεις, η κολπική ξηρότητα, η κατάθλιψη και το άγχος, πολλές γυναίκες στρέφονται στη θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης (HRT), η οποία πράγματι βοηθά στη διαχείριση των συμπτωμάτων.
Μια πρόσφατη μελέτη, ωστόσο, από τη Δανία, που ανέδειξε μια συσχέτιση μεταξύ της χρήσης αυτής της θεραπείας και της κατάθλιψης θα μπορούσε να αυξήσει την ανησυχία των γυναικών. Η Ciara McCabe, Καθηγήτρια Νευροεπιστήμης, Ψυχοφαρμακολογίας και Ψυχικής Υγείας στο Πανεπιστήμιο του Reading με άρθρο της στο The Conversation εξηγεί τους λόγους που θα πρέπει να ερμηνεύουμε προσεκτικά τα αποτελέσματα των ερευνών.
Όπως επισημαίνει, ενώ η μελέτη εντόπισε μια συσχέτιση μεταξύ της θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης και της κατάθλιψης, δεν απέδειξε στην πραγματικότητα ότι η λήψη της θεραπείας προκαλεί κατάθλιψη στις γυναίκες.
Τι υποδεικνύουν τα αποτελέσματα;
Η μεγάλη αυτή έρευνα μελέτησε 825.238 γυναίκες ηλικίας 45 ετών κατά την έναρξη της μελέτης και τις παρακολούθησε για περίπου δέκα χρόνια. Ο κύριος στόχος της ήταν να εξεταστεί εάν υπήρχε αυξημένος κίνδυνος διάγνωσης της κατάθλιψης μετά την έναρξη της θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης.
Τα αποτελέσματα αναδεικνύουν ότι μεταξύ των γυναικών που έλαβαν τοπική θεραπεία (ως κολπική κρέμα ή εμφύτευμα στη μήτρα), δεν υπήρχε αυξημένος κίνδυνος διάγνωσης κατάθλιψης. Μάλιστα, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι για τις γυναίκες ηλικίας 54-56 ετών, η τοπική θεραπεία σχετιζόταν με μειωμένο κίνδυνο διάγνωσης της κατάθλιψης.
Παρόλα αυτά, η παρανόηση προήλθε από κάποια άλλα συμπεράσματα της μελέτης. Ειδικότερα, οι γυναίκες που λάμβαναν συστηματικά τη θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης, είτε μέσω χαπιών είτε μέσω του δέρματος με τη χρήση επιθέματος, είχαν περισσότερες πιθανότητες να διαγνωστούν με κατάθλιψη, ιδίως μεταξύ των ηλικιών 48 και 50 ετών, σε σύγκριση με τις γυναίκες που δεν λάμβαναν τη θεραπεία. Η διάγνωση κατάθλιψης ήταν επίσης πιο πιθανή κατά το έτος μετά την έναρξη της θεραπείας, αλλά στη συνέχεια μειώθηκε με την πάροδο του χρόνου.
Ισχύει λοιπόν το συμπέρασμα ότι οι θεραπείες αυξάνουν τον κίνδυνο κατάθλιψης; Σύμφωνα με την καθηγήτρια, η απάντηση είναι πως όχι, καθώς πρόκειται για μια μελέτη παρατήρησης και οι ερευνητές δεν είχαν στοιχεία σχετικά με τα συμπτώματα των γυναικών ή τους λόγους για τους οποίους ξεκίνησαν τη θεραπεία. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο κάποιες από τις γυναίκες να είχαν μη διαγνωσμένη κατάθλιψη πριν ξεκινήσουν τη θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης.
Επιπλέον, οι γυναίκες θεωρούνται πιο ευάλωτες στα συμπτώματα της κατάθλιψης τα χρόνια που μεσολαβούν πριν αλλά και μετά την εμφάνιση της εμμηνόπαυσης. Αυτή αποτελεί ακόμα μια εξήγηση για την αύξηση των περιστατικών της κατάθλιψης λίγο καιρό μετά την έναρξη της θεραπείας.
Ομοίως σημειώνεται ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί το γεγονός ότι οι γυναίκες που ξεκίνησαν να χρησιμοποιούν χάπια ή επιθέματα θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης το έκαναν λόγω των πιο σοβαρών συμπτωμάτων της εμμηνόπαυσης. Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί αυτή η ομάδα ήταν πιο πιθανό να λάβει μεταγενέστερη διάγνωση κατάθλιψης.
Τέλος, η τοπική θεραπεία χορηγείται συνήθως μόνο για τα συμπτώματα του ουροποιητικού και γεννητικού συστήματος, όπως η κολπική ξηρότητα, και όχι για τις γυναίκες που αντιμετωπίζουν άλλα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης, όπως η κατάθλιψη. Επομένως, θα μπορούσε έτσι να εξηγηθεί ο λόγος που οι γυναίκες στην ομάδα της τοπικής ορμονικής θεραπείας είχαν συνολικά λιγότερες πιθανότητες να διαγνωστούν με κατάθλιψη.
Συνολικά, η καθηγήτρια συνιστά προσοχή σε ανακριβείς ή παραπλανητικούς τίτλους από τα μέσα ενημέρωσης όταν αφορούν επιστημονικές μελέτες, σημειώνοντας παράλληλα ότι, για ασφαλέστερα συμπεράσματα, θα χρειαστούν περαιτέρω μελέτες.
Διαβάστε επίσης:
Κορωνοϊός: Η ορμόνη που μειώνει κατά 53% τις πιθανότητες βαριάς Covid-19
Εμμηνόπαυση: Τα δύο συμπτώματα που διαταράσσουν τον προσανατολισμό, την προσοχή και τη μνήμη