Άμεση πρόσβαση σε καινοτόμες θεραπευτικές δυνατότητες για την αντιμετώπιση των νευροενδοκρινών όγκων, που συγκαταλέγονται στις σπάνιες και πολύπλοκες νεοπλασίες, έχουν πλέον οι Έλληνες ασθενείς, χάρη στη συνεργασία της Ογκολογικής Κλινικής του ΜΗΤΕΡΑ και του Διευθυντή της Δρ. Ηλία Αθανασιάδη, με τον Χρήστο Τουμπανάκη, Καθηγητή Γαστρεντερολογίας με εξειδίκευση στους Νευροενδοκρινείς Όγκους στο University College of London (UCL), και στη Μονάδα Νευροενδοκρινών Όγκων του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Royal Free Hospital στο Λονδίνο.
Στόχος αυτής της συνεργασίας είναι η παροχή ολοκληρωμένης ιατρικής φροντίδας μέσω της επιλογής και εφαρμογής της πλέον ενδεδειγμένης θεραπευτικής στρατηγικής αλλά και της πρόσβασης των ασθενών σε όλες τις διαθέσιμες διεθνώς θεραπείες. Την κομβική αυτή επιστημονική συνεργασία, η οποία παρουσιάστηκε σήμερα στην αίθουσα εκδηλώσεων του ΜΗΤΕΡΑ, χαιρέτισε ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του νοσοκομείου ΥΓΕΙΑ, γιατροί του οποίου θα συμμετάσχουν στη διεπιστημονική ομάδα, κ. Ανδρέας Καρταπάνης.
«Οι νευροενδοκρινείς νεοπλασίες, παρότι θεωρούνται ακόμη σπάνιοι όγκοι, παρουσιάζουν αύξηση της επίπτωσής τους τα τελευταία χρόνια και η θεραπευτική τους αντιμετώπιση απαιτεί έγκαιρη διάγνωση, κλινική εμπειρία και άμεση πρόσβαση σε καινοτόμες θεραπευτικές δυνατότητες», ανέφερε ο Διευθυντής της Ογκολογικής Κλινικής του ΜΗΤΕΡΑ, Δρ. Ηλίας Ε. Αθανασιάδης. Εκτιμάται ότι η συχνότητα εμφάνισης των συγκεκριμένων νεοπλασιών ανέρχεται σήμερα σε 7 άτομα ανά 100.000 πληθυσμού ετησίως. Από την αναγωγή σε πληθυσμό 11 εκατ., όσο δηλαδή έχει η Ελλάδα, προκύπτουν λοιπόν περίπου 800 ασθενείς με νευροενδοκρινείς όγκους. Ωστόσο, παρά την πρόοδο της επιστήμης, παραμένει μία νεοπλασία η οποία χαρτογραφείται δύσκολα και πολλές φορές η διάγνωσή της γίνεται καθυστερημένα, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την πρόγνωση των ασθενών.
«Η έγκαιρη διάγνωση και η παραπομπή σε Εξειδικευμένες Μονάδες, αποτελούμενες από ειδικούς ιατρούς πολλαπλών ειδικοτήτων, αποτελούν το “κλειδί” για την επιλογή της κατάλληλης θεραπείας και τη σημαντική παράταση της επιβίωσης των ασθενών. Οι Μονάδες αυτές εγγυώνται την ταχεία και λεπτομερή αξιολόγηση των εξετάσεων των ασθενών και την παροχή εξατομικευμένης θεραπείας που στοχεύει στον έλεγχο των συμπτωμάτων και της εξέλιξης της νόσου, με παράλληλη διατήρηση της ποιότητας ζωής των ασθενών» τόνισε ο καθηγητής, κ. Τουμπανάκης, εξηγώντας τη σημασία της διεπιστημονικής θεραπευτικής στρατηγικής για τους νευροενδοκρινείς όγκους. «Οι συνεργάτες μου και εγώ, με ιδιαίτερη χαρά θα συνεργαστούμε με τους Έλληνες συναδέλφους και θα μοιραστούμε τη γνώση και την εμπειρία μας, προς όφελος των Ελλήνων ασθενών» πρόσθεσε ο διακεκριμένος καθηγητής Γαστρεντερολογίας με εξειδίκευση στους Νευροενδοκρινείς Όγκους.
Η Μονάδα και Διεπιστημονική Ομάδα Νευροενδοκρινών Όγκων στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο του Λονδίνου, Royal Free Hospital, αποτελεί το μεγαλύτερο διεθνές κέντρο αναφοράς με εμπειρία 22 ετών στη διαχείριση περισσότερων από 3.000 ασθενών και πρόσβαση σε όλες τις διαθέσιμες διεθνώς θεραπείες.
Με βάση το πρωτόκολλο συνεργασίας των δύο κορυφαίων ογκολόγων από το ΜΗΤΕΡΑ και το Royal Free Hospital, οι Έλληνες ασθενείς θα μπαίνουν στο μικροσκόπιο μιας σημαντικής διεπιστημονικής και νοσοκομειακής ομάδας, χωρίς να χρειαστεί να ταξιδέψουν εκτός χώρας, και μέσα σε σύντομο διάστημα τριών εβδομάδων, θα έχουν γραπτή και με υπογραφές από κορυφαία επιστημονικά ονόματα την αξιολόγηση για την κατάστασή τους και τη γνωμάτευση με την ενδεδειγμένη εξατομικευμένη θεραπεία.
Τη διεπιστημονική ομάδα των νευροενδοκρινών όγκων, στελεχώνουν εξειδικευμένοι ιατροί διαφόρων ειδικοτήτων του ΜΗΤΕΡΑ και του ΥΓΕΙΑ (παθολόγοι – ογκολόγοι, παθολογοανατόμοι, ακτινολόγοι, πυρηνικοί ιατροί, γαστρεντερολόγοι, ενδοκρινολόγοι, γενικοί χειρουργοί, ακτινοθεραπευτές – ογκολόγοι). Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο έχει το Τμήμα Πυρηνικής Ιατρικής του ΥΓΕΙΑ, που ξεχωρίζει για την πρωτοπορία του στο DOTA-TATE PET και στη θεραπευτική εφαρμογή του PRRT (Peptide Receptor Nucleotide Therapy). Έτσι το επίπεδο της συνεργασίας και η ποιότητα της φροντίδας των ασθενών, ενισχύονται από το υψηλό επίπεδο τεχνολογίας των νοσοκομείων ΥΓΕΙΑ και ΜΗΤΕΡΑ, που παρέχουν πρόσβαση σε νεότερες διαγνωστικές και θεραπευτικές δυνατότητες στους νευροενδοκρινείς όγκους.
«Το υψηλό επιστημονικό επίπεδο και η αξιοπιστία της Ογκολογικής μας ομάδας, σε συνδυασμό με τη συνεργασία με τις λοιπές ειδικότητες στο υψηλότερο επίπεδο δημιουργεί τη βάση για σύγχρονη εξειδικευμένη φροντίδα. Η υψηλή τεχνολογία αιχμής που χαρακτηρίζει τον Όμιλο HHG υποστηρίζει την ανάγκη για σύγχρονη διαγνωστική και θεραπευτική αντιμετώπιση. Τέλος, το αναγνωρισμένο διεθνώς επίπεδο της Μονάδας νευροενδοκρινών όγκων του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Royal Free εγγυάται την υποστήριξη από μια κορυφαία επιστημονική και νοσοκομειακή ομάδα που αποτελεί πρωτοπορία στην εξέλιξη της θεραπείας στο πεδίο αυτό» κατέληξε ο κ. Αθανασιάδης, χαιρετίζοντας τη σημαντική αυτή συνεργασία.