Η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, η οικονομική ανασφάλεια ή μια πρόσφατη αναπηρία μπορούν να αλλάξουν ριζικά την καθημερινότητα ενός ατόμου και παράλληλα μπορούν να επιδεινώσουν την υγεία όσων ταλαιπωρήθηκαν με τον κορωνοϊό, αυξάνοντας τον κίνδυνο εκδήλωσης του συνδρόμου long Covid.
Ειδικότερα, σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύτηκε στο Journal of the Neurological Sciences (JNS), διαπιστώθηκε ότι οι ενήλικοι ασθενείς με αντίστοιχους στρεσογόνους παράγοντες ζωής, παρουσίαζαν τουλάχιστον διπλάσιες πιθανότητες να έρθουν αντιμέτωποι με την κατάθλιψη, την λεγόμενη «ομίχλη του εγκεφάλου» (brain fog), την κόπωση και τις διαταραχές ύπνου αλλά και με παρόμοια επίμονα συμπτώματα της COVID-19.
Επιβεβαιώθηκε επίσης η επίδραση των ήδη γνωστών παραγόντων που αυξάνουν τις πιθανότητες των συμπτωμάτων που επιμένουν, όπως η μεγαλύτερη ηλικία, το επίπεδο της αναπηρίας και η σοβαρή νόσηση.
Η ερευνητική ομάδα από το από την Ιατρική Σχολή Grossman του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης με επικεφαλής τη δρ. Jennifer A. Frontera, καθηγήτρια στο Τμήμα Νευρολογίας της Ιατρικής Σχολής, χρησιμοποίησε τυποποιημένα εργαλεία έρευνας και στοιχεία μέσω τηλεφώνου, για να εκτιμήσουν την καθημερινή σωματική λειτουργία, τη διαύγεια, το άγχος, τα συμπτώματα κατάθλιψης και κόπωσης καθώς και την ποιότητα του ύπνου.
Στην έρευνα συμπεριλήφθηκαν 790 ασθενείς και η κατάστασή τους εκτιμήθηκε έξι μήνες και ένα χρόνο μετά τη νοσηλεία τους με COVID-19 στο ακαδημαϊκό ιατρικό κέντρο της Νέας Υόρκης NYU Langone Health για περίπου ένα τρίμηνο (10 Μαρτίου 2020 και 20 Μαΐου 2020).
Από αυτούς που επιβίωσαν, το 57% ολοκλήρωσε την 6μηνη ή/και 12μηνη παρακολούθηση και το 17% αυτών πέθανε μεταξύ εξιτηρίου και 12μηνης παρακολούθησης, ενώ το 51% ανέφερε σημαντικούς στρεσογόνους παράγοντες μέσα σε 12 μήνες.
Αναλύοντας περαιτέρω αυτούς τους παράγοντες, διαπιστώθηκαν αυτοί που επηρέαζαν περισσότερο την εμφάνιση του συνδρόμου long Covid:
- οικονομική και επισιτιστική αβεβαιότητα
- θάνατος ενός προσώπου από το στενό περιβάλλον
- εμφάνιση μιας νέας σωματικής δυσλειτουργίας
Οι ίδιοι παράγοντες μπορούσαν να προβλέψουν επίσης καλύτερα την επιδείνωση της λειτουργικότητας, την κατάθλιψη, την κόπωση, την ποιότητα του ύπνου και τη μειωμένη ικανότητα εκτέλεσης καθημερινών δραστηριοτήτων, όπως το φαγητό, το ντύσιμο και το μπάνιο.
Το φύλο έπαιζε, τέλος, καθοριστικό ρόλο, καθώς και προηγούμενες μελέτες έχουν διαπιστώσει ότι οι γυναίκες είναι πιο ευάλωτες σε αυτοάνοσα νοσήματα, για παράδειγμα, και αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει και τα αποτελέσματα. Επιπλέον, μη διαγνωσμένες διαταραχές της διάθεσης ενδεχομένως να αποκαλύφθηκαν από τους στρεσογόνους παράγοντες που σχετίζονται με την πανδημία.
Τρεις κατηγορίες ασθενών
Μια δεύτερη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο PLOS ONE με επικεφαλής τη δρ. Frontera συμπέρανε πως οι ασθενείς με long Covid που εμφανίζουν νευρολογικές διαταραχές μπορούν να χωριστούν σε τρεις ομάδες ανάλογα με τα συμπτώματα:
- άτομα που εμφάνισαν λίγα συμπτώματα, όπως πονοκέφαλο, και έλαβαν λίγες θεραπευτικές παρεμβάσεις.
- άτομα που εμφάνισαν πολλά συμπτώματα, όπως άγχος και κατάθλιψη, και έλαβαν αρκετές θεραπείες, από αντικαταθλιπτικά έως ψυχολογική θεραπεία. Αυτοί είχαν και τα πιο υψηλά ποσοστά αναπηρίας, άγχους, κατάθλιψης, κόπωσης και διαταραχών ύπνου.
- άτομα που παρουσίασαν κυρίως αναπνευστικά προβλήματα, όπως δύσπνοια. Πολλοί ασθενείς ανέφεραν επίσης τον πονοκέφαλο και νοητικές δυσλειτουργίες και έκαναν κυρίως φυσικοθεραπείες.
Διαβάστε επίσης
Κορωνοϊός: Το σύνδρομο που προκαλεί η ήπια νόσηση – Δεν είναι το Long Covid