Ερευνητές από το ΜΙΤ υπολόγισαν πόσο εύκολη είναι η μετάδοση του κορωνοϊού μέσα σε ένα αεροπλάνο. Αν και η μελέτη τους πραγματοποιήθηκε σε μια περίοδο που ήδη ίσχυαν κάποια μέτρα προστασίας στις πτήσεις, η μελέτη προσφέρει μια μέθοδο που θα μπορούσε να προσαρμοστεί και στα νεότερα επιδημιολογικά δεδομένα και όσο η πανδημία ακόμα εξελίσσεται.
Ειδικότερα, η μελέτη τους που δημοσιεύτηκε στο Health Care Management Science αφορούσε την περίοδο από τον Ιούνιο του 2020 έως τον Φεβρουάριο του 2021. Όπως διαπιστώθηκε, η πιθανότητα να κολλήσει ένας επιβάτης COVID-19 σε αεροπλάνο ξεπέρασε τη 1 προς 1.000 σε μια γεμάτη πτήση διάρκειας δύο ωρών, την περίοδο από τον Δεκέμβριο του 2020 μέχρι τον Ιανουάριο του 2021. Ωστόσο, οι πιθανότητες μειώθηκαν στις 1 στις 6.000 σε μια μισογεμάτη δίωρη πτήση, όταν η πανδημία βρισκόταν σε σημείο καμπής, το καλοκαίρι του 2020.
Ο συνολικός κίνδυνος μετάδοσης από τον Ιούνιο του 2020 έως τον Φεβρουάριο του 2021 ήταν περίπου 1 προς 2.000, με μέσο όρο 1 προς 1.400 και διάμεσο 1 προς 2.250.
Τα στοιχεία που εξετάσθηκαν
Για τη διεξαγωγή της μελέτης, οι ερευνητές συγκέντρωσαν στατιστικά στοιχεία δημόσιας υγείας σχετικά με τον επιπολασμό του ιού, δεδομένα από μελέτες αναφορικά με τη μετάδοση, δεδομένα αεροπορικών εταιρειών που αφορούσαν την εξάπλωση των ιών αλλά και του κορωνοϊού, καθώς και ορισμένα στοιχεία σχετικά με τα ποσοστά πληρότητας των θέσεων στις πτήσεις εσωτερικού των ΗΠΑ.
Στη συνέχεια εκτίμησαν τους κινδύνους μετάδοσης στις εγχώριες αεροπορικές εταιρείες των ΗΠΑ μέσω εκτεταμένης μοντελοποίησης. Μια δίωρη πτήση χρησιμοποιήθηκε ως ο κανόνας επειδή αυτή είναι περίπου η μέση διάρκεια μιας πτήσης εσωτερικού στις ΗΠΑ. Τα αεροπλάνα ήταν χωρητικότητας περίπου 175 επιβατών, με συστήματα καθαρισμού αέρα HEPA, που συμβάλλουν στη μείωση του κινδύνου μετάδοσης των αερογενώς μεταδιδόμενων ασθενειών.
Σημαντική θεωρείται επίσης και η διαπίστωση ότι ο κίνδυνος μειώθηκε όταν τα αεροπλάνα μετέφεραν λιγότερους επιβάτες ή μέσα στις πολιτικές της εταιρείας συμπεριλαμβανόταν το μέτρο των κενών μεσαίων θέσεων. Συνεπώς, η μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ των επιβατών ελαχιστοποιoύσε τον κίνδυνο.
Όπως επισημαίνουν οι ερευνητές, μια πτήση μετ’ επιστροφής και με ενδιάμεσες στάσεις για τουλάχιστον δύο ώρες σε κάθε κατεύθυνση μετράει ως τέσσερις πτήσεις σε αυτό το υπολογιστικό μοντέλο, οπότε μια πιθανότητα 1 προς 1.000, ανά πτήση, θα οδηγούσε σε πιθανότητα περίπου 1 προς 250 για ένα τέτοιο ταξίδι στο σύνολό του.
Τι ισχύει σήμερα;
Οι τωρινές συνθήκες διαφέρουν από αυτές της μελέτης. Πλέον η χρήση μάσκας δεν είναι υποχρεωτική κατά τη διάρκεια μιας πτήσης και μια μεγάλη μερίδα του παγκόσμιου πληθυσμού έχει εμβολιαστεί. Από την άλλη, οι παραλλαγές του ιού είναι μεν πλέον πιο μεταδοτικές, με ηπιότερη νόσηση δε. Παρόλα αυτά, η μελέτη παρέχει μια γενική και απτή εκτίμηση σχετικά με την ασφάλεια των αεροπορικών ταξιδιών.
Ακόμη και παρά τη διαθεσιμότητα των εμβολίων, η μειωμένη πλέον αποτελεσματικότητά τους, οι πιο πολυσύχναστες πτήσεις και η εύκολη μεταδοτικότητα των σημερινών παραλλαγών σημαίνουν ότι οι κίνδυνοι θα μπορούσαν να έχουν αυξηθεί, σύμφωνα με τον Arnold Barnett, καθηγητή στο ΜΙΤ και ειδικό σε θέματα αεροπορικών κινδύνων και συν-συγγραφέας της μελέτης: «Αν κάναμε μια εκτίμηση των πιθανοτήτων μόλυνσης τώρα, θα μπορούσαν να είναι σημαντικά υψηλότερες», σημειώνει.
Διαβάστε επίσης:
Κορωνοϊός – Μετάδοση: Ο νέος καθοριστικός παράγοντας για την εξάπλωση της πανδημίας
Κορωνοϊός: Πόσες μέρες μετά την εμφάνιση συμπτωμάτων είναι υψηλότερος ο κίνδυνος μετάδοσης;