Διπλάσιες πιθανότητες να αναπτύξουν επικίνδυνους θρόμβους στο αίμα και αναπνευστικά προβλήματα έχουν όσοι μολύνθηκαν από τον κορωνοϊό, υποστηρίζει η νέα, μεγάλη μελέτη που παρουσίασε το αμερικανικό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων.
Ειδικότερα, στην έρευνα αποτυπώθηκε ότι 1 στους 5 ενήλικες ηλικίας 18 έως 64 ετών και 1 στους 4 ενήλικες 65 ετών και άνω που νόσησαν με κορωνοϊό εξακολούθησε να αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας, τα οποία θα μπορούσαν δυνητικά να συνδεθούν με την COVID-19. Επισημαίνεται ότι αυτή δεν είναι η πρώτη έρευνα που συνδέει τον κορωνοϊό με μακροχρόνια συμπτώματα.
Οι μελετητές της νέας έρευνας υποστηρίζουν ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος που μπορεί να αντιμετωπίσουν όσοι νόσησαν, ανεξάρτητα από την ηλικιακή κατηγορία στην οποία ανήκουν, είναι η πιθανότητα οξείας πνευμονικής εμβολής, δηλαδή η εμφάνιση θρόμβου στην αρτηρία του πνεύμονα. Άλλοι κίνδυνοι για την υγεία που συνδέθηκαν με προηγούμενη μόλυνση από COVID-19 ήταν αναπνευστικά συμπτώματα, όπως χρόνιος βήχας ή δύσπνοια.
Ουσιαστικά, οι ερευνητές επέστησαν την προσοχή αναφορικά με τους θρόμβους που μπορούν να αναπτυχθούν στο αίμα και να ταξιδέψουν έως τους πνεύμονες, δημιουργώντας πολλαπλά προβλήματα. Οι πνευμονικές εμβολές φτάνουν συνήθως στους πνεύμονες μέσω μίας φλέβας που βρίσκεται στα πόδια και μπορούν να προσκαλέσουν σοβαρά προβλήματα, όπως χαμηλά επίπεδα οξυγόνου, καταστροφή των πνευμόνων, ακόμη και θάνατο.
Η νέα μελέτη βασίστηκε σε περισσότερα από 350.000 αρχεία ασθενών που νόσησαν με κορωνοϊό το διάστημα μεταξύ του Μαρτίου 2020 και του Νοεμβρίου 2021. Τα δεδομένα αυτά συγκρίθηκαν με τα αντίστοιχα 1,6 εκατομμυρίου ανθρώπων που συμμετείχαν σε μία ομάδα ελέγχου και δεν είχαν διαγνωστεί με COVID-19. Οι ασθενείς παρακολουθήθηκαν για ένα μήνα από τη στιγμή που πρωτοεμφανίστηκαν μέχρι να αναπτύξουν μια επόμενη πάθηση ή μέχρι να περάσει ένας χρόνος, όποιο από τα δύο προέκυπτε πρώτο.
Οι πιο συχνές επιπτώσεις που αντιμετώπισαν οι ασθενείς και στις δύο ηλικιακές κατηγορίες ήταν αναπνευστικά συμπτώματα και μυοσκελετικοί πόνοι. Ειδικότερα, οι ασθενείς κάτω των 65 ετών διαπιστώθηκε ότι αντιμετώπιζαν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης των περισσότερων συμπτωμάτων που συνδέθηκαν με προηγούμενη μόλυνση με SARS-CoV-2. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφοροποιήσεις σε ό,τι αφορά στον κίνδυνο πρόκλησης εγκεφαλοαγγειακής νόσου, καταστάσεων ψυχικής υγείας ή διαταραχών που σχετίζονται με ουσίες.
«Η σοβαρότητα της COVID-19 και η διάρκεια της νόσησης μπορούν να επηρεάσουν τις ιατρικές ανάγκες των ασθενών, αλλά και την οικονομική τους κατάσταση», υποστηρίζουν οι εισηγητές. «Επιπροσθέτως, η σοβαρότητα των συμπτωμάτων που θα εμφανιστούν μετά τη μόλυνση μπορεί επίσης να επηρεάσει την ικανότητα ενός ασθενή να συμμετέχει στην παραγωγική διαδικασία. Κατά συνέπεια, μπορεί να δημιουργηθούν οικονομικά προβλήματα, που θα επηρεάσουν τόσο τους ίδιους, όσο και τα εξαρτώμενα μέλη τους», συμπληρώνουν. Ταυτόχρονα βέβαια, τονίζουν οι μελετητές, οι ασθενείς αυτοί θα προσθέσουν επιπλέον πίεση στο Σύστημα Υγείας.
Σημειώνεται ότι στην εν λόγω μελέτη δεν συμπεριλήφθηκαν για τους ασθενείς δεδομένα όπως το φύλο, η καταγωγή, ο τόπος διαμονής τους, αλλά ούτε και το αν είναι εμβολιασμένοι ή όχι. Επιπλέον, στην έρευνα δεν συμπεριλήφθηκαν τα δεδομένα από τις νέες μεταλλάξεις του κορωνοϊού.
Διαβάστε ακόμη:
Κορωνοϊός – Omicron: Πόσο επικίνδυνο είναι το στέλεχος ΒΑ.2 για σοβαρή νόσηση
Αρνητές εμβολίων: Εξηγώντας την περίπλοκη σχέση της ανθρωπότητας με την επιστήμη
Πανδημία: Πόσες κακές συνήθειες αποκτήσαμε – Οι κίνδυνοι για την υγεία