Μειωμένες πιθανότητες να εμφανίσουν μακροχρόνια συμπτώματα από την COVID-19 έχουν όσοι εμβολιάζονται αφού έχουν μολυνθεί από τον ιό, σύμφωνα με μια εκτεταμένη μελέτη που διεξήχθη σε ενήλικες στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Οι υπεύθυνοι της μελέτης, που δημοσιεύθηκε στο The BMJ, τονίζουν ότι ο λόγος που συμβαίνει αυτό δεν προκύπτει από την έρευνα, ωστόσο οι ενδείξεις είναι αρκετές για να διατυπωθεί η πεποίθηση ότι το εμβόλιο «μπορεί να συμβάλει στη μείωση της επιβάρυνσης της υγείας του πληθυσμού από μακροχρόνια COVID, ειδικά για τους πρώτους μήνες μετά τον εμβολιασμό».
Έχει ήδη διαπιστωθεί ότι το εμβόλιο κατά του κορωνοϊού είναι αποτελεσματικό στη μείωση των ποσοστών μόλυνσης, μετάδοσης, εισαγωγής στο νοσοκομείο, αλλά και θανάτου. Τα διαθέσιμα στοιχεία έχουν δείξει, επιπλέον, ότι η πιθανότητα για μακροχρόνια COVID-19 μειώνεται σε όσους μολύνθηκαν αφού πρώτα είχαν εμβολιαστεί. Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα του εμβολιασμού μετά από μόλυνση είναι προς το παρόν λιγότερο σαφής.
Η τελευταία έρευνα του Γραφείου Εθνικής Στατιστικής του Ηνωμένου Βασιλείου (ONS) δείχνει ότι το 44% των ανθρώπων που αναφέρουν μακροχρόνια COVID είχαν συμπτώματα για τουλάχιστον ένα χρόνο, ενώ τα δύο τρίτα εξ αυτών έκαναν λόγο για συμπτώματα αρκετά σοβαρά, ώστε να περιορίζουν τις καθημερινές τους δραστηριότητες.
Έτσι, μια ομάδα ερευνητών θέλησε να εκτιμήσει τη σχέση που συνδέει τον εμβολιασμό κατά της COVID-19 και των μακροχρόνιων συμπτωμάτων της σε ενήλικες που είχαν μολυνθεί από τον ιό SARS-CoV-2 πριν εμβολιαστούν. Αξιοποίησαν τα ιατρικά δεδομένα 28.356 ενηλίκων ηλικίας 18-69 ετών (μέση ηλικία 46, 56% γυναίκες, 89% λευκοί), που είχαν λάβει τουλάχιστον μία δόση εμβολίου κατά της COVID-19 αφού είχαν νοσήσει με κορωνοϊό.
Στη συνέχεια, τους παρακολούθησαν για μία περίοδο επτά μηνών, εξετάζοντας την παρουσία ή μη μακροχρόνιων συμπτωμάτων κορωνοϊού. Από το στάδιο αυτό της μελέτης, προέκυψε ότι μακροχρόνια συμπτώματα οποιασδήποτε σοβαρότητας αναφέρθηκαν από 6.729 συμμετέχοντες (24%) τουλάχιστον μία φορά κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης.
Η έρευνα ανέδειξε ότι οι πιθανότητες όσων νόσησαν πριν εμβολιαστούν να βιώσουν μακροχρόνια COVID άλλαξαν ελάχιστα με την πάροδο του χρόνου.
Ειδικότερα, όσοι εμβολιάστηκαν με μία δόση αφότου νόσησαν κατέγραψαν μία αρχική μείωση 13% στις πιθανότητες μακράς διάρκειας COVID. Ωστόσο, δεν κατέστη σαφές εάν αυτή η βελτίωση διατηρήθηκε τις επόμενες 12 εβδομάδες, έως ότου χορηγήθηκε μια δεύτερη δόση εμβολίου.
Επιπροσθέτως, η λήψη μιας δεύτερης δόσης εμβολίου συσχετίστηκε με περαιτέρω μείωση 9% στις πιθανότητες μακροχρόνιας COVID. Όπως διαπιστώθηκε, αυτή η βελτίωση διατηρήθηκε τουλάχιστον για ένα διάστημα εννέα εβδομάδων.
Παρόμοια αποτελέσματα προέκυψαν, επίσης, όταν η προσοχή εστιάστηκε στο αν τα συμπτώματα μακροχρόνιας COVID-19 ήταν αρκετά σοβαρά, ώστε να οδηγήσουν σε περιορισμό των καθημερινών δραστηριοτήτων.
Λόγω του τρόπου διεξαγωγής της μελέτης, δεν είναι δυνατό να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα σχετικά τους λόγους που συσχετίζουν την αποτελεσματικότητα του εμβολιασμού μετά από νόσηση στην μειωμένη πιθανότητα για μακροχρόνια COVID. Έτσι, οι ερευνητές δεν ήταν σε θέση να γνωρίζουν εάν άλλες μεταβλητές που δεν συνυπολογίστηκαν, όπως για παράδειγμα όσοι σχετίζονται με τη λήψη δεύτερης δόσης εμβολίου, ενδέχεται να έχουν επηρεάσει τα αποτελέσματά τους.
Παρ’ όλα αυτά, τα αποτελέσματα παρουσίασαν συνέπεια, δεδομένου ότι λήφθηκαν υπόψη τα δημογραφικά στοιχεία, οι παράγοντες που σχετίζονται με την υγεία, ο τύπος εμβολίου ή η διάρκεια που μεσολάβησε από τη μόλυνση μέχρι τον εμβολιασμό.
Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι: «Τα αποτελέσματά μας υποδηλώνουν ότι ο εμβολιασμός ατόμων που είχαν προηγουμένως μολυνθεί μπορεί να σχετίζεται με μείωση της επιβάρυνσης του μακροχρόνιου COVID στην υγεία του πληθυσμού, τουλάχιστον τους πρώτους μήνες μετά τον εμβολιασμό».
Διευκρινίζουν, ωστόσο, ότι απαιτείται περαιτέρω έρευνα για τη μακροπρόθεσμη σχέση μεταξύ εμβολιασμού και μακροχρόνιου COVID και μελέτες «για την κατανόηση των βιολογικών μηχανισμών που υποστηρίζουν τυχόν βελτιώσεις στα συμπτώματα μετά τον εμβολιασμό, που μπορεί να συμβάλουν στην ανάπτυξη θεραπειών για μακροχρόνιο COVID».
«Είναι τα εμβόλια μια πιθανή θεραπεία για μακροχρόνια COVID;», διερωτώνται οι ερευνητές σε ένα σχετικό άρθρο. Αναγνωρίζουν, επιπλέον, ότι τα οφέλη είναι ισχυρά σε ορισμένα άτομα, όχι όμως σε όλα και ισχυρίζονται ότι οι μηχανισμοί που υποστηρίζουν τις αλλαγές στα μακροχρόνια συμπτώματα COVID μετά τον εμβολιασμό δεν είναι ακόμα πλήρως κατανοητοί.
Μέχρι να βρεθεί μια σαφής εξήγηση, οι ερευνητές πιστεύουν ότι ο εμβολιασμός για τη μείωση του κινδύνου επαναμόλυνσης παραμένει σημαντικός για τα άτομα με μακροχρόνια COVID-19 και τα μέχρι στιγμής στοιχεία δείχνουν ότι τα οφέλη είναι πιθανό να αντισταθμίσουν τυχόν βλάβες.
«Δυστυχώς, παραμένουν πολλά άγνωστα στοιχεία σχετικά με την πρόγνωση του μακροπρόθεσμου COVID, συμπεριλαμβανομένης της επίδρασης των αναμνηστικών εμβολίων ή της επαναλοίμωξης από την COVID-19», παρατηρούν και ζητούν περισσότερη έρευνα «ώστε να είμαστε σε θέση να ελπίζουμε ότι μπορούμε να προβλέψουμε τις επιπτώσεις του εμβολιασμού στον πληθυσμό».
Διαβάστε ακόμη:
Κορωνοϊός – Ανοσία: Τι «κερδίζουμε» με την 4η δόση του εμβολίου
Κορωνοϊός- Διάγνωση: Αυτοί είναι οι καλύτεροι ανιχνευτές κορωνοϊού
Μήπως είναι κορωνοϊός; 4 παράξενα συμπτώματα που πρέπει να μας υποψιάσουν