Ο τρόπος που γεννιέται ένα παιδί επηρεάζει τη σύσταση του εντερικού μικροβιώματος του στην βρεφική ηλικία και αυτό με τη σειρά του επηρεάζει την μετέπειτα αναπνευστική του υγεία κατά τον πρώτο χρόνο της ζωής του.
Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει μελέτη που παρουσιάστηκε στο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Κλινικής Μικροβιολογίας και Μολυσματικών Νόσων στο Άμστερνταμ (13-16 Απριλίου).
Πρόκειται για στοιχεία από την έρευνα “Microbiome Utrecht Infant Study” στην οποία έλαβαν μέρος 120 νεογνά και οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι όσα είχαν γεννηθεί δια καισαρικής τομής είχαν καθυστέρηση ως προς την ανάπτυξη του εντερικού μικροβιώματος τους και υψηλότερη συχνότητα δυνητικά επιβλαβών βακτηρίων, συγκριτικά με εκείνα που είχαν γεννηθεί κολπικά.
Αυτό κάνει τους ειδικούς να πιστεύουν ότι, ο τρόπος που έρχεται ένα παιδί στον κόσμο μπορεί να είναι ένας «πυροδοτικός» μηχανισμός για τον μετέπειτα αυξημένο κίνδυνο αναπνευστικών λοιμώξεων.
Όπως είναι ήδη γνωστό, πάνω από 1.000 διαφορετικά είδη βακτηρίων αποικούν το ανθρώπινο γαστρεντερικό σύστημα, επιτελώντας σημαντικές λειτουργίες για την ανθρώπινη υγεία, όπως για παράδειγμα ή πέψη των τροφών, η ενίσχυση της οικοδόμησης του ανοσοποιητικού συστήματος και η προστασία από κάθε είδους λοιμώξεις.
Μετά την γέννηση, ξεκινά η αποίκιση του γαστρεντερικού με μια ποικιλία ετερόκλιτων εντερικών μικροβίων μέχρι να επιτευχθεί μια ισορροπία. Ο ρυθμός και το πρότυπο δόμησης του εντερικού μικροβιώματος σε νεογνική ηλικία πιστεύεται ότι έχει καθοριστική επίδραση στην υγεία του ατόμου μετέπειτα στη ζωή του.
Η διατάραξη της φυσιολογικής ανάπτυξης του εντερικού μικροβιώματος έχει σχετιστεί με μια μεγάλη γκάμα παθήσεων, περιλαμβανομένων των ιδιοπαθών φλεγμονωδών νοσημάτων του εντέρου, του άσθματος, των αλλεργιών και του καρκίνου.
Παλαιότερες μελέτες είχαν δείξει ότι το εντερικό μικροβίωμα της νεογνικής ζωής επηρεάζεται από τον τρόπο γέννησης, αλλά επίσης έχει θεωρηθεί ότι σε αυτό παίζει ρόλο και η χρήση αντιβιοτικών από την μητέρα.
Προς αποσαφήνιση του θέματος η Δρ. Marta Reyman, από το Νοσοκομείο Παίδων Wilhelmina της Ουτρέχτης μαζί με συνεργάτες της ανέλυσε τον τρόπο ανάπτυξης του εντερικού μικροβιώματος σε 46 νεογνά που είχαν γεννηθεί δια καισαρικής τομής και 74 που είχαν γεννηθεί κολπικά, συλλέγοντας δείγματα κοπράνων δέκα φορές κατά το πρώτο έτος ζωής των παιδιών. Η χορήγηση αντιβιοτικών στην μητέρα είχε γίνει μετά την κοπή του ομφάλιου λώρου. Ενώ είχαν επίσης ληφθεί δείγματα κοπράνων από τις γυναίκες δύο εβδομάδες μετά τον τοκετό.
Από τις αναλύσεις προέκυψε ότι, η σύσταση του εντερικού μικροβιώματος το πρώτο έτος ζωής διέφερε σημαντικά μεταξύ των νεογνών που είχαν γεννηθεί δια καισαιρικής τομής και κολπικά, γεγονός μάλιστα που ήταν εντονότερα εμφανές λίγο μετά τον τοκετό. Και αυτό συνοδευόταν από μετρήσιμη μεταφορά των κολπικών μικροβίων από την μητέρα στο παιδί που είχε γεννηθεί φυσιολογικά, αλλά όχι στην περίπτωση της καισαρικής τομής.
Στα νεογνά που είχαν γεννηθεί δια καισαρικής τομής, το εντερικό μικροβίωμα ήταν λιγότερο σταθερό και η ανάπτυξη των καλών για την υγεία βακτηρίων καθυστερούσε συγκριτικά με τα νεογνά που είχαν γεννηθεί φυσιολογικά. Επιπλέον η καισαρική τομή συνδεόταν με πολύ υψηλότερα επίπεδα πιθανόν παθογόνων εντερικών μικροβίων, ανεξαρτήτως του χρόνου παραμονής στο νοσοκομείο μετά τον τοκετό, το πρότυπο σίτισης και τη χρήση αντιβιοτικών.
Επίσης, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι το εντερικό μικροβίωμα στα πρώιμα στάδια της ζωής του ατόμου σχετίζεται με τον συνολικό αριθμό των αναπνευστικών λοιμώξεων στο πρώτο έτος ζωής.
«Η μελέτη μας δείχνει ότι ο τρόπος που έρχεται κανείς στη ζωή επηρεάζει την ανάπτυξη του εντερικού μικροβιώματος στη νεογνική ηλικία, ανεξαρτήτως, της χρήσης αντιβιοτικών από τη μητέρα κατά τον τοκετό. Απαιτούνται βέβαια περαιτέρω μεγαλύτερου εύρους μελέτες για την πλήρη κατανόηση των συνεπειών των αλλαγών αυτών, ώστε να αναπτύξουμε στρατηγικές για την πρόληψη προβλημάτων υγείας που ανακύπτουν ως απόρροια των καισαρικών τομών», σημείωσε η Δρ. Marta Reyman κατά την παρουσίαση της μελέτης.