Σε σχετικό ερώτημα για την ανάγκη εμβολιασμού ατόμων που έχουν ήδη νοσήσει με COVID-19, η Ομότιμη Καθηγήτρια Παιδιατρικής και Πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, Μαρία Θεοδωρίδου, είχε αναφερθεί στη σύσταση για εμβολιασμό ατόμων με πρόσφατη λοίμωξη μετά από μια περίοδο 90 ημερών ωστόσο, καθώς τα στοιχεία έχουν δείξει ότι η επαναλοίμωξη με τον ιό SARS-CoV-2 είναι σπάνια στο διάστημα των πρώτων τριών μηνών από την αρχική μόλυνση.

Τι συμβαίνει όμως στην περίπτωση του εμβολιασμού τους;

Πρόσφατη μελέτη έδειξε ότι αρκετοί εμβολιασθέντες που είχαν νοσήσει παλαιότερα ανέφεραν έντονα συμπτώματα με βαρύτητα παρόμοια της περιόδου που ασθενούσαν μετά την πρώτη δόση του εμβολίου. Σύμφωνα με τη μοριακή βιολόγο Shannon Romano από το εργαστήριο του Νοσοκομείου Mount Sinai, τα συμπτώματα περιλάμβαναν κόπωση, πονοκέφαλο, ρίγη, πυρετό και πόνο στους μύες και τις αρθρώσεις και ήταν συχνότερα στην ομάδα συγκριτικά με όσους δεν είχαν περάσει τη νόσο του νέου κορωνοϊού.

Ένα ακόμη σημαντικό εύρημα, ήταν η ισχυρότερη ανοσοαπόκριση στους εμβολιασθέντες που είχαν νοσήσει με COVID-19 τόσο στην πρώτη όσο και στη δεύτερη δόση του εμβολίου.

Κοινό ήταν το πόρισμα και μιας δεύτερης μελέτης σε 59 υγειονομικούς, η οποία διαπίστωσε ότι για τους 42 που είχαν νοσήσει πριν τον εμβολιασμό τα επίπεδα αντισωμάτων μετά την πρώτη δόση εκτοξεύτηκαν σε ποσοστά συγκρίσιμα με αυτά της δεύτερης δόσης σε ανθρώπους που δεν είχαν μολυνθεί από SARS-CoV-2.

Τα ερευνητικά δεδομένα έχουν οδηγήσει μερίδα της επιστημονικής κοινότητας στην εκτίμηση ότι η πρώτη δόση του εμβολίου επαρκεί για όσους έχουν νοσήσει. «Πολύς κόσμος θα γλιτώσει αναίτιους πόνους από τη δεύτερη δόση», σχολίασε ο ιολόγος Florian Krammer από τη Σχολή Ιατρικής Icahn του Νοσοκομείου Mount Sinai. Στο ίδιο κύμα, οι ανοσολόγοι Akiko Iwasaki από τη Σχολή Ιατρικής του Γέιλ και Shane Crotty από το Ινστιτούτο Ανοσολογίας La Jolla, χαρακτήρισαν τη δεύτερη δόση για τη συγκεκριμένη ομάδα «υπερβολή».

Επιστημονική διαμάχη – Ο κίνδυνος των μεταλλάξεων

Η άποψη περί επάρκειας της μιας δόσης δεν χαίρει αποδοχής από το σύνολο της επιστημονικής κοινότητας. Αρκετοί επιστήμονες εκφράζουν τις αμφιβολίες τους σχετικά με την ανοσία που επιτυγχάνεται, ενώ την ανησυχία εντείνουν οι νέες μεταλλάξεις.

«Μια πονηρή πατέντα», χαρακτήρισε τις αλλαγές στις δόσεις του εμβολίου ο Δρ E. John Wherry, διευθυντής του Ινστιτούτου Ανοσολογίας του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια, παραβάλλοντας το παράδειγμα των χημειοθεραπειών: «δεν λαμβάνουμε έγκριση για αντικαρκινικά φάρμακα από τον αμερικανικό Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) για να απορρίπτουμε στη συνέχεια το ενδεδειγμένο δοσολογικό σχήμα».

Επιπλέον, επεσήμανε ότι ασθενείς που νόσησαν με ήπια COVID-19 έχουν χαμηλότερα επίπεδα αντισωμάτων και πιθανότατα να κινδυνεύουν περισσότερο από τα μεταλλαγμένα στελέχη.

Την ανάγκη προσήλωσης στον εμβολιαστικό σχεδιασμό τόνισε και η ανοσολόγος Maria Elena Bottazzi από το Κολέγιο Ιατρικής Baylor στο Χιούστον, αφού έτσι το καθόρισαν οι μελέτες από τις κατασκευάστριες εταιρείες.

Τα εγκεκριμένα εμβόλια των Pfizer/BioNTech και Moderna έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικά, εξασφαλίζοντας ισχυρή ανταπόκριση. Η πλειονότητα των πάνω από 30.000 συμμετεχόντων στις κλινικές δοκιμές των εταιρειών ανέφερε πόνο στο σημείο της ένεσης και πάνω από τους μισούς κόπωση και πονοκέφαλο. Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι οι περισσότεροι εμβολιασθέντες βιώνουν ισχυρότερες παρενέργειες μετά τη δεύτερη δόση, ενώ οι μελέτες της Moderna έδειξαν πως σε όσους είχαν νοσήσει πρότερα οι ανεπιθύμητες ενέργειες ήταν λιγότερες.

«Υπάρχει μια υπερβολή στην περιγραφή των συμπτωμάτων», κατέληξε ο Δρ Wherry για όσους θέλουν να αποφύγουν τη δεύτερη δόση η οποία, σύμφωνα με τους ειδικούς, δεν φαίνεται να θέτει σε κίνδυνο όποιον τη λάβει.

Διαβάστε επίσης

Οι εμβολιασμοί ξεπέρασαν τον αριθμό των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων παγκοσμίως

Μόσιαλος: Μύθοι και αλήθειες για τα mRNA εμβόλια

Αγωνία για τη νοτιοαφρικανική μετάλλαξη του κορωνοϊού: Πόσο αποτελεσματικά είναι τα εμβόλια;