Οι ασθενείς που έχουν νοσήσει σοβαρότερα από τη λοίμωξη COVID-19 ενδεχομένως και να είναι καλύτεροι υποψήφιοι δωρητές πλάσματος αίματος, σύμφωνα με νέα μελέτη που έγινε από την Σχολή Δημόσιας Υγείας Bloomberg του Πανεπιστημίου Τζονς Χοπκινς των ΗΠΑ.
Όπως αναφέρεται σε σχετικό άρθρο που δημοσιεύθηκε στις 19 Οκτωβρίου στο επιστημονικό περιοδικό Journal of Clinical Investigation, το φύλο, η ηλικία και η σοβαρότητα της νόσησης μπορεί να είναι χρήσιμα κριτήρια για τον εντοπισμό των ασθενών που έχουν επιβιώσει από τη COVID-19 και ενδεχομένως έχουν υψηλά επίπεδα αντισωμάτων στο αίμα τους που παρέχουν προστασία έναντι της λοίμωξης.
Από τα στοιχεία που έχουν στη διάθεσή τους οι ερευνητές φαίνεται ότι οι μεγαλύτεροι σε ηλικία άνδρες που έχουν αναρρώσει από COVID-19 μετά από νοσηλεία, είναι καλοί υποψήφιοι δωρητές πλάσματος αίματος.
Το πλάσμα αίματος από αναρρώσαντες χορηγείται σε πολλές χώρες, περιλαμβανομένης και της Ελλάδας, στο πλαίσιο κλινικών δοκιμών σε άτομα που νοσούν από τη λοίμωξη που προκαλεί ο νέος κορωνοϊός SARS-CoV-2 ως θεραπευτικό μέσο.
Πρόκειται για μια μορφή Ανοσοθεραπείας, ενίσχυσης δηλαδή του ανοσοποιητικού, είτε ως προφυλακτικό είτε ως θεραπευτικό μέσο που έχει χρησιμοποιηθεί και στο παρελθόν σε μεγάλες επιδημίες, όπως κατά της ιλαράς, της ευλογιάς, του ιού Έμπολα και της πολιομυελίτιδας. Το πλάσμα αίματος, λοιπόν, θεωρήθηκε ως κατάλληλη θεραπευτική αντιμετώπιση και του SARS-CoV-2 χωρίς ωστόσο οι γιατροί να έχουν συγκεκριμένες κατευθυντήριες οδηγίες για την επιλογή των κατάλληλων δωρητών.
«Προτείνουμε η επιλογή να γίνεται βάσει φύλου, ηλικίας και σοβαρότητας της νόσου επειδή διαπιστώσαμε ότι αυτά είναι τα σημαντικά χαρακτηριστικά που όχι μόνο προβλέπουν την ποσότητα των αντισωμάτων στο αίμα αλλά και την ποιότητά τους», εξηγεί η επικεφαλής συγγραφέας Σάμπρα Κλέιν, καθηγήτρια στο Τμήμα Μοριακής Μικροβιολογίας και Ανοσολογίας της Σχολής Δημόσιας Υγείας Bloomberg.
Οι ερευνητές συνεργάστηκαν με συναδέλφους τους από άλλα τμήματα της πανεπιστημιακής σχολής και έλεγξαν δείγματα αίματος που είχαν δώσει 126 άτομα που είχαν αναρρώσει από COVID-19. Διαπίστωσαν ότι υπήρχε μεγάλη διακύμανση στα επίπεδα των αντισωμάτων και την ικανότητα των αντισωμάτων να εξουδετερώνουν τον SARS-CoV-2.
Όμως τρεις παράγοντες σχετίζονταν με την ισχυρότερη απόκριση των αντισωμάτων: η νόσος που απαιτούσε νοσηλεία, η όψιμη ηλικία και το άρρεν φύλο.
Άλλες μελέτες από ασθενείς που έχουν αναρρώσει από τη λοίμωξη COVID-19 έχουν τεκμηριώσει τη μεγάλη διαφοροποίηση στην ανταπόκριση των αντισωμάτων, με κάποια αντισώματα να είναι σχεδόν αναποτελεσματικά να αντιμετωπίσουν τον ιό σε περίπτωση που χορηγηθούν ως θεραπεία πλάσματος σε νέους ασθενείς.
Στην παρούσα μελέτη, οι επιστήμονες αναζήτησαν τους παράγοντες που μπορεί να εξηγούν αυτή τη διαφοροποίηση ώστε να βοηθήσουν τους κλινικούς γιατρούς να εντοπίσουν τους αναρρώσαντες με τα υψηλότερα επίπεδα εξουδετερωτικών αντισωμάτων.
Ανέλυσαν, λοιπόν, δείγματα πλάσματος από 126 αναρρώσαντες και σε συμφωνία με παλαιότερες μελέτες διαπίστωσαν αξιοσημείωτη διαφοροποίηση στα επίπεδα των αντισωμάτων που στοχεύουν στην πρωτεΐνη ακίδας S του νέου κορωνοϊού και την ικανότητα του πλάσματος να εξουδετερώνει τον SARS-CoV-2.
Ωστόσο, το πλάσμα αίματος από αναρρώσαντες που είχαν χρειαστεί νοσηλεία είχε περισσότερα αντισώματα κατά της πρωτεΐνης ακίδας S και εξουδετέρωναν τον ιό πιο αποτελεσματικά. Εν ολίγοις αυτό σημαίνει ότι, η σοβαρότητα της νόσου συνεπάγεται και ισχυρότερη ανοσοαπόκριση.
Εξάλλου «γνωρίζουμε ότι το μέγεθος της απόκρισης των αντισωμάτων σχετίζεται με τη σοβαρότητα της νόσου σε άλλες μολυσματικές ασθένειες, όπως η φυματίωση», υπενθυμίζει η Δρ. Κλέιν.