Τελικά είναι ή όχι εξυπνότεροι όσοι μιλούν πάνω από μία γλώσσα; Οι πολύπλοκες οδοί της νευροεπιστήμης φαίνονται να μην ευνοούν την ξεκάθαρη τοποθέτηση και η απάντηση, ισχυρίζεται πρόσφατη έρευνα, θα μπορούσε να είναι ναι καθώς και όχι.
Η θετική ή αρνητική απάντηση, διαπιστώνει η μελέτη, προκύπτει από τον τρόπο και τον χρόνο που ο εγκέφαλος μαθαίνει να χρησιμοποιεί τις γλώσσες.
Κατά την εκμάθηση ή συχνή χρήση μιας δεύτερης γλώσσας, ο εγκέφαλος την «υιοθετεί» πλάι στη μητρική γλώσσα, μετατρέποντας την επικοινωνία σε μια άσκηση κατά την οποία καλείται να επιλέξει ποια γλώσσα θα χρησιμοποιηθεί κάθε φορά.
Αυτή η προσπάθεια για προσαρμογή τροποποιεί τον εγκέφαλο τόσο δομικά, μέσω αλλαγών στο μέγεθος ή το σχήμα συγκεκριμένων περιοχών αλλά και των οδών που τις συνδέουν με τη λευκή ουσία, όσο και λειτουργικά, μέσα από αλλαγές στη συχνότητα χρήσης συγκεκριμένων περιοχών.
Τέτοιες αλλαγές συντελούνται και σε περιοχές του εγκεφάλου και οδούς που χρησιμοποιούνται για άλλες γνωστικές διαδικασίες. Πρόκειται για τις εκτελεστικές λειτουργίες όπως η μνήμη εργασίας και ο έλεγχος της προσοχής και της συγκέντρωσης.
Μία γνωστή διαδικασία αξιολόγησης της γνωστικής ικανότητας, η οποία έχει αναδείξει την δυνατότητα της διγλωσσίας να βελτιώνει την απόδοση σε επίπεδο ταχύτητας ή ακρίβειας, αποτελεί το τεστ παρατηρητικότητας με τα βέλη ή τεστ flanker, κατά το οποίο οι συμμετέχοντες πρέπει να υποδείξουν την κατεύθυνση ενός συγκεκριμένου βέλους που περιβάλλεται από πλήθος άλλων βελών που κινούνται στην ίδια ή αντίθετη κατεύθυνση.
Ωστόσο, δεν φαίνεται να συνηγορούν όλες οι μελέτες πως η διγλωσσία βελτιώνει τη γνωστική ικανότητα. Υπάρχουν έρευνες που καταλήγουν πως δίγλωσσοι και μονόγλωσσοι σημειώνουν τις ίδιες γνωστικές επιδόσεις, με κάποια ευρήματα να συμπεραίνουν πως απλώς χρησιμοποιούν διαφορετικά τον εγκέφαλο για την εκτέλεση ίδιων εργασιών. Άλλες, υποστηρίζοντας τις δομικές αλλαγές του εγκεφάλου, συμπεραίνουν πως δεν υπάρχει συνέπεια στον τρόπο που οι αλλαγές αυτές εμπλέκονται με τις εγκεφαλικές περιοχές και οδούς.
Το μυστικό στη χρήση των γλωσσών
Ο τρόπος που είναι κανείς δίγλωσσος, ισχυρίζονται μελέτες, αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα, ανάγοντας τη διγλωσσία σε ένα φάσμα εμπειριών που περιλαμβάνει παραμέτρους όπως αν πρόκειται για εκ γενετής ή επίκτητης διγλωσσίας, τη συχνότητα που περνά κανείς από τη μια γλώσσα στην άλλη καθώς και τη διάρκεια της διγλωσσίας. Διαφορετικές εμπειρίες συνεπάγονται άλλα αποτελέσματα κατά την αξιολόγηση των γνωστικών λειτουργιών.
Επιπλέον, είναι ενδιαφέρον πως ο εγκέφαλος προσαρμόζεται συνεχώς στις αλλαγές που φέρνουν οι νέες εμπειρίες. Κατά την εκμάθηση μιας δεύτερης γλώσσας, επί παραδείγματι, ή κατά τη συχνή χρήση δύο γλωσσών σε παρόμοιες περιστάσεις, ο εγκέφαλος χρησιμοποιεί περιοχές του μετωπιαίου φλοιού -οι οποίες χρησιμοποιούνται για τις εκτελεστικές λειτουργίες- για να διαχειριστεί με μεγαλύτερη επιτυχία την προσπάθεια επιλογής και ελέγχου των γλωσσών μάθε φορά.
Ωστόσο, στην περίπτωση μακροχρόνιας χρήσης δύο γλωσσών, η προσαρμογή γίνεται σε άλλες εγκεφαλικές περιοχές όπως τα βασικά γάγγλια (ή βασικοί πυρήνες) και η παρεγκεφαλίδα, οι οποίες χρησιμοποιούνται για την αποτελεσματικότερη ή αυτόματη ολοκλήρωση ενός έργου, όπως δηλαδή λειτουργεί και το σώμα έπειτα από την καλύτερη φυσική κατάσταση με τη συνεχή άσκηση ή την αύξηση της μυϊκής μνήμης.
Διαβάστε επίσης:
Άνοια: Κινδυνεύουν λιγότερο όσοι μιλούν καθημερινά δύο γλώσσες – Δείτε γιατί
Αυτά τα παιδιά χάνουν λιγότερη φαιά ουσία καθώς μεγαλώνουν – Δείτε γιατί
Είναι πιο έξυπνοι όσοι μιλούν πολλές γλώσσες; Έρευνα απαντά