Σύμφωνα με νέα μελέτη που μόλις δημοσιεύθηκε στο Diabetologia οι γυναίκες που εκδηλώνουν διαβήτη κύησης αντιμετωπίζουν διπλάσιο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου τα χρόνια μετά τον τοκετό, συγκριτικά με όσες δεν εμφανίσουν διαβήτη κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Μάλιστα, ο αυξημένος καρδιαγγειακός κίνδυνος παραμένει ακόμα και όταν οι γυναίκες με διαβήτη κύησης δεν εκδηλώνουν μετέπειτα διαβήτη τύπου 2, υπογραμμίζεται στη μελέτη που έκαναν οι Δρ. Caroline Kramer, Sara Campbell και Ravi Retnakaran, από το Νοσοκομείο «Όρος Σινά» και το Πανεπιστήμιο του Τορόντο, στον Καναδά.
Οι γυναίκες με διαβήτη κύησης έχουν επταπλάσιο δια βίου κίνδυνο εκδήλωσης διαβήτη τύπου 2, συγκριτικές με εκείνες χωρίς ιστορικό διαβήτη κύησης. Πρόσφατα, διάφορες μελέτες έχουν δείξει ότι οι γυναίκες με διαβήτη κύησης έχουν επίσης αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών νοσημάτων. Όμως, δεν είναι ακόμα ξεκάθαρο αν αυτός ο αυξημένος εξαρτάται από την εκδήλωση διαβήτη τύπου 2. Στην παρούσα καναδική μελέτη έγινε συστηματική ανασκόπηση και μετα-ανάλυση για να καθοριστεί ο συσχετισμός.
Οι ερευνητές εστίασαν σε μελέτες που βρήκαν στις βάσεις PubMed και EMBASE από το 1950 έως το 2018 και μετά από αυστηρή αξιολόγηση εστίασαν σε εννέα που όλες είχαν δημοσιευθεί τα τελευταία έξι χρόνια. Συνολικά αφορούσαν 5.390.591 γυναίκες και 101.424 καρδιαγγειακά επεισόδια. Συγκριτικά με εκείνες που δεν εκδήλωσαν διαβήτη κύηση, εκείνες που νόσησαν είχαν διπλάσιο κίνδυνο μελλοντικού καρδιαγγειακού επεισοδίου.
Η περαιτέρω ανάλυση των δεδομένων έδειξε ότι η συχνότητα του διαβήτη τύπου 2 σε όλες τις μελέτες δεν επηρέαζε τον κίνδυνο. Επιπλέον όταν οι επιστήμονες μελέτησαν τις γυναίκες που δεν εκδήλωσαν τελικά διαβήτη τύπου 2, ο διαβήτης κύησης εξακολουθούσε να σχετίζεται με 56% υψηλότερο κίνδυνο καρδιαγγειακών επεισοδίων και συγκεκριμένα με υπερδιπλάσιο κίνδυνο ειδικά την πρώτη δεκαετία μετά τον τοκετό.
«Η διάγνωση του διαβήτη κύησης συνδέεται με διπλάσιο κίνδυνο καρδιαγγειακών επεισοδίων στις νεαρές γυναίκες μετά τον τοκετό. Ο κίνδυνος δεν εξαρτάται από την εκδήλωση διαβήτη τύπου 2 και είναι ορατός κατά την πρώτη δεκαετία μετά την εγκυμοσύνη. Άρα, ακόμα κι αν μια γυναίκες δεν εκδηλώσει τελικά διαβήτη τύπου 2, αρκεί ο διαβήτης κύησης για να την θέσει σε ομάδα υψηλού κινδύνου για καρδιαγγειακό επεισόδιο. Συνεπώς, έχουμε μια ευκαιρία να παρέμβουμε εγκαίρως τόσο ως προς την αναγνώριση των παραγόντων κινδύνου όσο και ως προς την τροποποίηση της κατάστασης», αναφέρεται στα συμπεράσματα της μελέτης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο συσχετισμός διαβήτη κύησης και καρδιαγγειακού επεισοδίου ισχύει σε όλες τις χώρες, ανεξαρτήτως πληθυσμιακών χαρακτηριστικών. Ενώ το γεγονός ότι ο συσχετισμός δεν επηρεάζεται από την παρουσία του διαβήτη τύπου 2, μπορεί να σημαίνει ότι υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες κινδύνου, όπως η C-αντιδρώσα πρωτεΐνη (δείκτη φλεγμονής), τα αυξημένα επίπεδα λιπιδίων στο αίμα, τα χαμηλά επίπεδα HDL («καλής») χοληστερόλης και τα αυξημένα επίπεδα LDL («κακής») χοληστερόλης.
«Κάθε μια από αυτές τις μεταβλητές έχει διαπιστωθεί ότι είναι παρούσα έως και τρεις μήνες μετά τη γέννα, γεγονός που δείχνει ότι οι γυναίκες με διαβήτη κύησης έχουν μακροχρόνια έκθεση σε υψηλό κίνδυνο. Συνεκτιμώντας το σύνολο των δεδομένων τεκμηριώνεται ότι οι γυναίκες που εκδηλώνουν διαβήτη κύησης έχουν χρόνια μεταβολική διαταραχή που τελικά τυγχάνει της προσοχής των γιατρών κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, παρά το γεγονός ότι υφίσταται πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την γέννα. Η διάγνωση του διαβήτη κύησης είναι μια ευκαιρία εκτίμησης του μελλοντικού κινδύνου καρδιαγγειακού επεισοδίου και άρα πρώιμης παρέμβασης για την πρόληψη των συμβαμάτων αυτών», υπογραμμίζουν οι ερευνητές.