Σε μια πρώτη ανάλυση αυτού του είδους Αμερικανοί γιατροί έδειξαν ότι οι γυναίκες που λαμβάνουν θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης έχουν μεγαλύτερη ποικιλία ευεργετικών και ωφέλιμων βακτηρίων στα ούρα τους, μια κατάσταση που ενδεχομένως παρέχει ικανοποιητικές συνθήκες για την αποτροπή των ουρολοιμώξεων.
Η έρευνα έδειξε επίσης ότι οι γυναίκες που υποφέρουν από υποτροπιάζουσες λοιμώξεις έχουν μικρότερη ποικιλία βακτηρίων στα ούρα τους γεγονός που τις καθιστά επιρρεπείς σε λοιμώξεις. Η σχετική έρευνα παρουσιάστηκε στο Συνέδριο της Ευρωπαικής Ένωσης Ουρολογίας που πραγματοποιήθηκε ηλεκτρονικά.
Είναι γνωστό ότι οι γυναίκες είναι οκτώ φορές πιο πιθανό να υποφέρουν από μια λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος και υπολογίζεται ότι 50-60% των γυναικών θα παρουσιάσει επώδυνη ουρολοίμωξη μια φορά στη ζωή τους. Τα ούρα φυσικά και δεν είναι στείρα, φυσιολογικά περιέχουν βακτήρια, ιούς και μύκητες.
Η πρώτη ελεγχόμενη συστηματική ανάλυση της ποικιλομορφίας των βακτηρίων στα ούρα μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών ρίχνει φως στη σχέση ανάμεσα στη βακτηριακή ποικιλία και τις επαναλαμβανόμενες ουρολοιμώξεις καθώς και την ευπάθεια σ’ αυτές. Να σημειωθεί ότι οι υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις αποτελούν κλινική κατάσταση αυξανόμενης σοβαρότητας που εμφανίζεται δυσανάλογα συχνά σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες.
Η σχετική ανάλυση έγινε σε 75 μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες που παρακολουθούνταν στην Ουρολογική Κλινική του Νοσοκομείου του Πανεπιστημίου του Τέξας. Οι γυναίκες χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες: σε 25 που δεν είχαν ποτέ ουρολοίμωξη, σε 25 που είχαν υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις στο παρελθόν, αλλά όχι στην παρούσα φάση της μελέτης και σε 25 που είχαν υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις στο παρελθόν, καθώς και στην διάρκεια της μελέτης.
Οι αναλύσεις DNA έδειξαν, σύμφωνα με την επικεφαλής καθηγήτρια Δρ. Nicole J. De Nisco, ότι οι γυναίκες με υποτροπιάζουσες λοιμώξεις είχαν λιγότερους τύπους βακτηρίων στα ούρα τους, συγκριτικά με εκείνες χωρίς λοιμώξεις. Επίσης 34 από τις γυναίκες λάμβαναν θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης και έτειναν να έχουν περισσότερους γαλακτοβάκιλους (Lactobacillus) στα ούρα τους, γεγονός που ενδεχομένως να οφείλεται στο γεγονός ότι η ορμονοθεραπεία ενισχύει τον πολλαπλασιασμό των γαλακτοβάκιλων στον ουρογεννητικό σωλήνα. Μάλιστα η συγκέντρωση των ωφέλιμων βακτηρίων ήταν μεγαλύτερη σε όσες λάμβαναν ορμονοθεραπεία από του στόματος ή με επιθέματα, συγκριτικά με όσες λάμβαναν κολπικές κρέμες.
Αυτό είναι σημαντικό, επειδή οι γαλακτοβακίλλοι είναι γνωστό ότι παίζουν προστατευτικό ρόλο έναντι κολπικών λοιμώξεων και αυτή η ιδιότητά τους μπορεί να διατηρηθεί και στην ουρογεννητική οδό. «Εάν οι γαλακτοβάκιλοι μπορούν πραγματικά να βοηθήσουν την πρόληψη των ουρολοιμώξεων μέσω της ανάπτυξης ενός προβιοτικού για χρήση σε συνδυασμό με την ορμονοθεραπεία, τότε θα μπορούσε να αποφευχθεί η λήψη αντιβιοτικών σε αυτές τις γυναίκες, αλλά αυτό πρέπει να δοκιμαστεί. Αυτό το εύρημα ταιριάζει επίσης με την παρατήρηση ότι οι μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, που έχουν λιγότερα οιστρογόνα, τείνουν να έχουν περισσότερες λοιμώξεις» σχολιάζει η Δρ. De Niscο.
Η επιστήμονας σημειώνει ωστόσο ότι απαιτείται περαιτέρω έρευνα για να διαπιστωθεί η αιτιώδης σχέση ανάμεσα στην ορμονοθεραπεία, τον πολλαπλασιασμό των γαλακτοβάκιλων και την πρόληψη των ουρολοιμώξεων. Ενδεχομένως στο μέλλον να συνταγογραφείται η ορμονοθεραπεία ως τρόπος αντιμετώπισης ή πρόληψης των ουρολοιμώξεων ή να χορηγούνται κολπικά υπόθετα προβιοτικών σε γυναίκες υψηλού κινδύνου για υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις.
Σημειώνεται όμως ότι είναι ακόμη πολύ νωρίς για να ενταχθεί οποιοδήποτε θεραπευτικό σχήμα στην κλινική πράξη.