Εξαρση των ψυχικών νοσημάτων αναμένεται, σύμφωνα με τους ειδικούς, κατά τη διάρκεια και μετά το πέρας της κρίσης του κορωνοϊού, τόσο σε ανθρώπους που ήταν υγιείς, αλλά δεν θα αντέξουν την πίεση αυτής της περιόδου όσο και σε αυτούς που ήδη είχαν κάποια ψυχική ευαλωτότητα ή προηγούμενη ψυχική διαταραχή.
Ο περιορισμός και η αβεβαιότητα για την επόμενη μέρα και τις συνέπειες της κρίσης σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο δημιουργούν τις προϋποθέσεις αυτής της αναμενόμενης έξαρσης, πολύ περισσότερο δε στην Ελλάδα, με νωπές τις μνήμες από τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης την τελευταία δεκαετία.
Οι ειδικοί, μάλιστα, περιγράφουν την κατάσταση που δημιουργεί η πανδημία ως «δέος και σοκ»: πρώτα έρχεται ο φόβος γι’ αυτό που συμβαίνει, πράγμα που δεν έγινε εξαρχής κατανοητό, και σοκ για τις συνέπειες που ανακαλύπτουμε και συνειδητοποιούμε.
Η διπλή κρίση για τα παιδιά
Η ίδια η επιδημία όπως βιώνεται αποτελεί κρίση από την οποία, όμως, τα παιδιά επηρεάζονται διπλά, λέει ο κ. Δημήτρης Αναγνωστόπουλος, ομότιμος καθηγητής Παιδοψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Παιδοψυχιατρικής (ESCAP) και εξηγεί: «Η ζωή των παιδιών υποχρεωτικά άλλαξε ξαφνικά. Μένουν στο σπίτι, μακριά από το σχολείο, τους φίλους, τις καθημερινές απασχολήσεις – διεξόδους τους, ό,τι τα ευχαριστεί. Ταυτόχρονα, κατακλύζεται ο ψυχισμός τους με νέα, πρωτόγνωρα ερεθίσματα και συνακόλουθα ερωτηματικά που γεννούν νέα συναισθήματα και διαφορετικές εκφράσεις τους.
Για παράδειγμα, ένα παιδί μπορούσε να εκτονώσει το άγχος του βγαίνοντας έξω και παίζοντας με τους φίλους του. Τώρα αυτό δεν μπορεί να γίνει. Στα παιδιά δημιουργήσαμε κι ένα επιπρόσθετο βάρος ότι αν δεν ακολουθήσουν τους κανόνες θα γίνουν υπεύθυνα για τη μεγαλύτερη διασπορά, «αφού κουβαλάνε μεγαλύτερο ιικό φορτίο», κι έτσι μπορούν να αποτελέσουν κίνδυνο για τα αγαπημένα τους πρόσωπα, όπως είναι οι παππούδες και οι γιαγιάδες τους». Με κίνδυνο -ιδιαίτερα στα πιο ευαίσθητα παιδιά- να αναπτυχθούν συναισθήματα πιο πρωτόγονα όπως της καταστροφής και του θανάτου.
Οπως επισημαίνει ο κ. Αναγνωστόπουλος, τα παιδιά και οι έφηβοι καλούνται να ζήσουν την κρίση και μέσα από τον τρόπο που τη ζουν οι γονείς, αφού οι γονείς είναι αυτοί που δίνουν το παράδειγμα. «Τα παιδιά επηρεάζονται από το άμεσο οικογενειακό περιβάλλον, αλλά και από το εξωτερικό, τους φίλους, τους συμμαθητές, τους καθηγητές. Αυτή την περίοδο οι έφηβοι ιδιαίτερα νιώθουν να είναι μακριά από πρόσωπα που έχουν επιλέξει να εμπιστεύονται. Κατά μία έννοια, ο έφηβος χάνει το δικό του υποστηρικτικό περιβάλλον (π.χ. τους κολλητούς τους). Είναι ζήτημα, λοιπόν, πώς μπορεί να αντιμετωπίσουν τη γενικότερη κρίση στέρησης, άγχους και ενοχοποίησης έχοντας χάσει το δικό τους υποστηρικτικό σύστημα».
Tι κάνουμε
Ωστόσο, η συγκεκριμένη κρίση του κορωνοϊού που βιώνεται σε όλο τον κόσμο έχει ένα χαρακτηριστικό χωρίς προηγούμενο σε άλλες περιόδους κρίσης: «Δεν έχει προσδιορισμένες συντεταγμένες», λέει ο καθηγητής της Παιδοψυχιατρικής. Για παράδειγμα, σε μια φυσική καταστροφή, π.χ. σε έναν σεισμό, ξέρουμε περίπου τι ακολουθεί και πώς αντιμετωπίζουμε τις συνέπειες. «Το χαρακτηριστικό της σημερινής κατάστασης είναι η έκθεση σε μια αόρατη απειλή (μόλυνση) και ο τρόπος αντιμετώπισής της, δηλαδή η κοινωνική απομόνωση κι ο εγκλεισμός. Και αυτό επηρεάζει όλους, αλλά πολύ περισσότερο τους λεγόμενους ειδικούς πληθυσμούς.
Σκεφτείτε, για παράδειγμα, τα εγκλωβισμένα υπερκινητικά παιδιά, τα παιδιά που βρίσκονται στο φάσμα του αυτισμού και αδυνατούν να αντιληφθούν την αναγκαστική αλλαγή του προγράμματός τους, τα προσφυγόπουλα ή ακόμα και όσους βρίσκονται στον δρόμο. Παιδιά και άνθρωποι υποφέρουν», επισημαίνει ο κ. Αναγνωστόπουλος. Σε αυτό το πλαίσιο, υπάρχουν προστατευτικοί παράγοντες στα χέρια των γονιών για την ισορροπία των παιδιών τους.
Πρωτίστως, ισχύει αυτό που μας συμβουλεύουν στα αεροπλάνα: αν πέσουν οι μάσκες του οξυγόνου, πρώτα πρέπει να φορέσει ο γονιός τη δική του και στη συνέχεια να βάλει στο παιδί, που ταξιδεύει μαζί του. Αρα η ψυχραιμία των γονιών είναι βασική παράμετρος. Επιπλέον, αυτό που όλοι χρειάζονται είναι αρμονικές σχέσεις και ειλικρινής επικοινωνία του ενός με τον άλλον, των γονιών με τα παιδιά τους.
Αυτό δεν είναι εύκολο, με δεδομένο ότι οι ίδιοι οι γονείς αναλογίζονται τις συνέπειες της πανδημίας τόσο κατά τη διάρκειά της όσο και μετά τη λήξη του υγειονομικού συναγερμού. Χιλιάδες βρίσκονται σε αναστολή εργασίας, έχουν τον φόβο της ανεργίας και της μείωσης εισοδήματος, ενώ η πίεση μεγεθύνεται σε οικογενειακά περιβάλλοντα που ήταν και προ της πανδημίας δυσλειτουργικά.
Ωστόσο, όπως λέει ο κ. Αναγνωστόπουλος, «είναι σημαντικό να προσφέρουμε ασφάλεια, να μιλάμε με ρεαλισμό, αλλά και αισιόδοξα για την πραγματικότητα. Να βάλουμε τα παιδιά να μιλήσουν, να εκφράσουν την αγωνία τους. Τα παιδιά αγωνιούν όχι μόνο για εκείνα, αλλά και για τους γονείς, τους ενήλικες στο περιβάλλον τους. Τους λέμε πώς να προστατευτούν τα ίδια και τα κάνουμε να νιώθουν σιγουριά στο σπίτι. Η δημιουργία και η καλλιέργεια ομαδικού πνεύματος και συνεργασίας είναι ιδιαίτερα κρίσιμες αυτή την περίοδο.
Η οικογενειακή καθημερινότητα πρέπει να έχει ρυθμό και να διατηρεί κατά το δυνατόν στοιχεία της ρουτίνας που είχαν τα παιδιά πριν. Χρειάζεται να επιτρέψουμε την ιδιωτικότητα και την ενασχόληση με τα social media, ιδιαίτερα για τα μεγαλύτερα παιδιά και τους εφήβους, αφού έτσι διατηρούν την επικοινωνία με τους φίλους και το περιβάλλον τους.
Ο κανόνας είναι να είμαστε ειλικρινείς με τα παιδιά για ό,τι συμβαίνει, όμως θα πρέπει να τα προστατεύσουμε από την υπερπληροφόρηση και την παραπληροφόρηση.
Μπορούν να ακούνε με εμάς την επίσημη ενημέρωση για την πανδημία, αποφεύγοντας τη συνεχή έκθεση στην πληροφορία, την οποία δεν μπορούν να φιλτράρουν, με αποτέλεσμα την υπερβολική αύξηση του άγχους.
«Η ενασχόληση με τα μαθήματα, έστω και με έναν πιο χαλαρό ρυθμό, πρέπει να ενθαρρύνεται μέσω των προσφερόμενων εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Επίσης, είναι εξίσου σημαντικό εκτός της ρουτίνας να δημιουργήσουμε ταυτόχρονα την ατμόσφαιρα που θα μας επιτρέψει να ανακαλύψουμε ξανά ο ένας τον άλλον, οι γονείς τα παιδιά τους κι εκείνα τους γονείς τους. Κυρίως πρέπει να εξηγήσουμε στα παιδιά ότι είμαστε στο σπίτι γιατί έχει νόημα για την υγεία μας και η προσωρινή στέρηση της ελευθερίας μας δίνει νέες ευκαιρίες για τις σχέσεις μας στη συνέχεια», λέει ο κ. Αναγνωστόπουλος.
Αυτοί που πιέζονται περισσότερο, ωστόσο, από τις συνθήκες του περιορισμού είναι οι έφηβοι: «Οι έφηβοι έχουν ανάγκη το έξω, είναι λογικό να θέλουν να φύγουν, να ανακαλύπτουν τον κόσμο έξω, να είναι με συνομηλίκους τους. Γι’ αυτό η επικοινωνία τους μέσω των τεχνολογικών μέσων έχει νόημα στη σημερινή περιοριστική κατάσταση και ο γονιός χρειάζεται να την επιτρέπει», επισημαίνει ο κ. Αναγνωστόπουλος.
Ο ίδιος διαχωρίζει τα παιδιά που βρίσκονται στην τρίτη λυκείου, μπροστά στις Πανελλήνιες, λέγοντας ότι βρίσκονται σε δυσμενέστερη θέση και είναι κρίσιμο να βοηθηθούν ώστε να δουν αυτό το διάστημα ως ευκαιρία να οργανωθούν, να το αξιοποιήσουν ως χρόνο για επαναλήψεις, με δεδομένο ότι η συντριπτική πλειονότητα έχει βγάλει την ύλη. «Ωστόσο πρέπει να ξέρουν ποιο είναι το μέλλον τους. Το υπουργείο Παιδείας, πρέπει να τους πει τους όρους και τον χρόνο των εξετάσεων, έστω και με φίλτρα- προϋποθέσεις για τα δεδομένα της επιδημίας», επισημαίνει ο παιδοψυχίατρος.
Δεν είμαστε άοπλοι
Μεγάλη μερίδα των ενηλίκων όμως, πέρα από την πίεση που δημιουργούν οι συνθήκες του περιορισμού, νιώθουν αγωνία και φόβο για την επόμενη μέρα, το τι θα ακολουθήσει μετά την πανδημία. «Η αγωνία για την επόμενη μέρα είναι λογική», λέει ο καθηγητής Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, Δημήτρης Δικαίος, και συνεχίζει: «Η επόμενη μέρα θα είναι αυτή της ανασυγκρότησης και θα δούμε ποιες συνθήκες θα έχουν διαμορφωθεί στο επίπεδο της κοινωνίας και της οικονομίας. Τώρα πρέπει να πιστέψουμε στην ελπίδα: Ελπίζουμε ότι η επιστημονική κοινότητα θα ελέγξει γρήγορα την πανδημία, πρέπει να πιστεύουμε ότι θα έχει άμεσο αποτέλεσμα το γεγονός ότι όλος ο επιστημονικός κόσμος δουλεύει για να βρει φάρμακο, να βρει εμβόλιο.
Δεν είμαστε άοπλοι». Για τον καθηγητή της Ψυχιατρικής έχει μεγάλη σημασία να νιώσουμε εμπιστοσύνη στην επιστήμη για τη διέξοδο από την υγειονομική κρίση, αλλά κάνει και συγκεκριμένες επισημάνσεις για να θωρακιστεί η ψυχική μας υγεία στη διάρκειά της και στις συνθήκες του περιορισμού που βιώνουμε. «Η ρουτίνα μας έχει αλλάξει, το βιολογικό μας ρολόι απορρυθμίζεται και αυτό μπορεί να έχει συνέπεια διαταραχές στον ύπνο.
Προσπαθούμε, λοιπόν, τις δραστηριότητές μας (τηλεργασία, επαφές, ό,τι πρέπει να κάνουμε) να το κάνουμε τις πρωινές ώρες που είναι στην κανονική μας ρουτίνα οι ώρες της εργασίας», λέει ο κ. Δικαίος και προσθέτει: «Το γεγονός ότι μένουμε σπίτι δεν οδηγεί σε υποχρεωτική κοινωνική απομόνωση.
Μπορούμε να είμαστε κοινωνικοί και από απόσταση – να κρατήσουμε την επαφή με τους συγγενείς, τους φίλους μέσω των social media, των τεχνολογικών μέσων που έχουμε στη διάθεσή μας». Ωστόσο, ο κ. Δικαίος κρούει το καμπανάκι του κινδύνου για την αύξηση της τοξικότητας στις σχέσεις, ιδιαίτερα σε εκείνες μεταξύ μελών των οικογενειών που δεν ήταν απολύτως υγιείς και προ της πανδημίας με συνέπεια, τώρα, την αύξηση των περιστατικών της ενδοοικογενειακής βίας και των συγκρούσεων.
«Ναι, πράγματι, τώρα οι οικογένειες μένουν περισσότερες ώρες μαζί, αλλά για να διατηρηθεί η ισορροπία δεν πρέπει να επιμένουμε στο “μαζί” – μπορούμε πράγματι να δούμε μια ταινία, να κάνουμε κάτι όλοι μαζί, αλλά δεν πρέπει να παραγνωρίζεται η ανάγκη της απομόνωσης και της ιδιωτικότητας για τα μέλη της χωριστά».
Δέος (για την πανδημία) – Σοκ (για τις συνέπειες)
«Στην αρχή δεν κατανοήσαμε πόσο σοβαρή ήταν η υπόθεση του κορωνοϊού», λέει ο κ. Κώστας Αλεξανδρόπουλος, ψυχίατρος, τέως διευθυντής-συντονιστής της Ψυχιατρικής Κλινικής στον «Ευαγγελισμό», για να προσθέσει ότι «ευτυχώς, η αντίδραση από την κυβέρνηση, αν και φάνηκε αυστηρή στην αρχή, βοήθησε και για να κατανοήσουμε την κατάσταση, οι περισσότεροι τουλάχιστον.
«Πρώτα, λοιπόν, ήρθε το δέος γι’ αυτό το άγνωστο που αλλάζει τη ζωή μας. Και πλέον έρχεται το σοκ, αφού, εκτός από τις συνέπειες, τους θανάτους, τα κρούσματα, κατανοούμε ότι η διασπορά μπορεί να μας αφορά και η αγωνία προσωποποιείται. Παράλληλα, συνειδητοποιούμε και τις συνέπειες που θα ακολουθήσουν στην οικονομία, στην εργασία, στο εισόδημα, στην κοινωνία. Ομως, ακόμη και η κατανόηση των αλλαγών στη συμπεριφορά μας που επιβάλλουν οι περιορισμοί είναι δύσκολο», επισημαίνει ο κ. Αλεξανδρόπουλος.
Συνεχίζοντας μας λέει ότι «οι πλέον ευάλωτοι συναισθηματικά έχουν μεγαλύτερη δυσκολία να προσαρμοστούν, καθώς είναι πιο δύσκολη η κατανόηση των αλλαγών και των νέων δεδομένων. Ωστόσο, ευτυχώς δεν διαπιστώνεται πανικός στον γενικό πληθυσμό, ο οποίος δείχνει να προσαρμόζεται – και σε αυτό έπαιξε ρόλο η γρήγορη λήψη μέτρων».
Ο χάρτης των κρουσμάτων κορωνοϊού στην Ελλάδα – Οι νέες περιοχές που προστέθηκαν
Θύελλα για τον Γιάνη που έσπασε την καραντίνα
Κορωνοϊός: Το δίκτυο 5G, τα social media και οι σκοτεινές θεωρίες συνωμοσίας