Σοβαρή ανησυχία προκαλεί η εμφάνιση κρουσμάτων ψώρας σε ειδικό σχολείο στο Ηράκλειο. Σύμφωνα με πληροφορίες, 10 περίπου μαθητές και δύο εκπαιδευτικοί έχουν ήδη διαγνωστεί με τη δερματική ασθένεια, ενώ οι γονείς και κηδεμόνες εκφράζουν την έντονη ανησυχία τους για την εξάπλωση της λοίμωξης.

Σύμφωνα με το neakriti, την Παρασκευή κλιμάκιο της Ιατρικής σχολής επισκέφτηκε την σχολική μονάδα, ώστε να προχωρήσει στην απαραίτητη ιατρική φροντίδα στα παιδιά, ωστόσο υπήρξαν γονείς που αρνήθηκαν να επιτρέψουν την εξέταση στους νεαρούς μαθητές.

Και αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα, καθώς τα παιδιά εξακολουθούν να πηγαίνουν κανονικά στο σχολείο και αυτό εγκυμονεί κινδύνους για την εξάπλωση της ασθένειας. Μάλιστα πληροφορίες αναφέρουν, πως από τις οκτώ τάξεις του σχολείου, στις τέσσερις έχουν παρουσιαστεί κρούσματα, με την διασπορά πλέον να είναι μεγάλη στην σχολική κοινότητα.

Όσο οι γονείς αρνούνται να δώσουν την έγκριση για την χορήγηση της θεραπείας, τόσο το πρόβλημα θα παραμείνει ισχυρό στην κοινότητα, καθώς όπως λένε υγειονομικοί φορείς η αντιμετώπισή της είναι εύκολη, ωστόσο όσο δεν θεραπεύονται οι μικροί μαθητές, το πρόβλημα και η διασπορά θα διογκώνεται.

Οι αρμόδιοι φορείς της Περιφέρειας Κρήτης είναι ενημερωμένοι για την κατάσταση και παρακολουθούν το θέμα, όπως και η αρμόδια Διεύθυνση Εκπαίδευσης του Ηρακλείου.

Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες μάλιστα αναμένονται κινητοποιήσεις από γονείς, ώστε να δοθεί λύση σε αυτήν την κατάσταση.

Οι πληροφορίες του ΕΟΔΥ για την ψώρα

Όπως εξηγεί ο Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ), η ψώρα είναι παρασίτωση του δέρματος που προκαλείται από το άκαρι (εκτοπαράσιτο) της ψώρας (Sarcoptes scabiei var. hominis). Τα μικροσκοπικά ακάρεα διανοίγουν σήραγγες στην επιδερμίδα, όπου ζουν και εναποθέτουν τα αυγά τους.

Το χαρακτηριστικό σύμπτωμα είναι ο έντονος και επίμονος κνησμός (φαγούρα), ιδιαίτερα κατά τις νυχτερινές ώρες. Οι δερματικές βλάβες είναι συνήθως ερυθηματώδεις βλατίδες. Η νόσος έχει παγκόσμια εξάπλωση και προσβάλλει ανθρώπους όλων των φυλών και κοινωνικών ομάδων.

Μπορεί να μεταδοθεί εύκολα σε συνθήκες συνωστισμού, όπου υπάρχει στενή επαφή.

Από τη στιγμή της μόλυνσης μέχρι την εμφάνιση του κνησμού μεσολαβούν 2-6 εβδομάδες, ενώ αν πρόκειται για επαναμόλυνση, ο κνησμός εμφανίζεται συντομότερα, εντός 1-4 ημερών.

Η περίοδος μεταδοτικότητας διαρκεί από τη στιγμή της μόλυνσης μέχρι την καταστροφή των ενηλίκων παρασίτων και αυγών, συνήθως 24 ώρες μετά την εφαρμογή της πρώτης θεραπείας.

Σύμφωνα με τον ΕΟΔΥ, η θεραπεία γίνεται συνήθως με τοπική επάλειψη παρασιτοκτόνων σκευασμάτων. Εάν ο κνησμός επιμένει για διάστημα >2-4 εβδομάδες μετά τη θεραπεία ή εάν εμφανιστούν νέες δερματικές βλάβες, θα χρειαστεί ιατρική συμβουλή και πιθανόν επανάληψη της θεραπείας.

Ο ΕΟΔΥ συστήνει επί τη εμφανίσει κρουσμάτων ψώρας:

  • Καλή καθαριότητα του χώρου με κοινά απορρυπαντικά και εφαρμογή, όπου είναι δυνατόν, ηλεκτρικής σκούπας στους χώρους όπου διέμεινε ο ασθενής. Δεν συστήνεται εφαρμογή παρασιτοκτόνου στις επιφάνειες.
  • Πλύσιμο και στέγνωμα των ρούχων και των κλινοσκεπασμάτων που χρησιμοποίησε ο ασθενής μέχρι και 7 ημέρες πριν την έναρξη της θεραπείας του. Επίσης μεταφορά τους με πλαστικό σάκο και απευθείας απόθεση εντός του πλυντηρίου, χρησιμοποιώντας πάντα γάντια μιας χρήσης.
  • Συνιστάται να χρησιμοποιείται ο πιο ζεστός κύκλος πλυσίματος και στεγνώματος του πλυντηρίου (π.χ. σε θερμοκρασία άνω των 50 °C για τουλάχιστον 10 λεπτά, σκοτώνονται ενήλικα παράσιτα και αυγά) ή να πλένονται σε λεκάνη με καυτό σαπουνόνερο. Το στέγνωμα μπορεί να γίνει και με άπλωμα στον ήλιο. Μετά το πλύσιμο και το στέγνωμα θα πρέπει να ακολουθεί σιδέρωμα. Εναλλακτικά, τα αντικείμενα μπορούν να απομονωθούν σε κάποιο χώρο ή να κλειστούν σε αεροστεγή σακούλα για 5-7 ημέρες, επειδή το παράσιτο δεν επιβιώνει για διάστημα >2-3 ημερών εκτός του ανθρώπινου σώματος
  • Έπιπλα ή άλλα αντικείμενα θα πρέπει να καθαρίζονται με ηλεκτρική σκούπα και να καλύπτονται με κάλυμμα (π.χ. πλαστικό) για 5-7 ημέρες, αν θεωρηθεί ότι χρήζουν αποπαρασίτωσης (ιδίως στην περίπτωση ασθενούς με εκτεταμένη παρουσία εφελκίδων – υπερκερατωσικών πλακών). Γενικά δεν συστήνεται κοινό εντομοκτόνο του εμπορίου εγκεκριμένο για οικιακή χρήση, παρά μόνο σε αδυναμία εφαρμογής των προαναφερθέντων μέτρων σε αντικείμενα ή επιφάνειες (στην περίπτωση αυτή, το εντομοκτόνο θα πρέπει να απομακρύνεται κατά το μέγιστο δυνατό, πριν από την εκ νέου χρήση των αντικειμένων).

Τέλος, επισημαίνεται η ανάγκη ενημέρωσης των ασθενών ή/και των εχόντων την κηδεμονία τους όπως και των στενών επαφών τους για τη φύση του νοσήματος (παρασίτωση του δέρματος που μπορεί να προσβάλει άτομα ανεξαρτήτως κοινωνικοοικονομικής κατάστασης και προσωπικής υγιεινής), για την ηπιότητα των συμπτωμάτων (κυρίως κνησμός), την υψηλή αποτελεσματικότητα της θεραπείας και για την απαραίτητη εγρήγορση ώστε να εντοπισθούν τυχόν νέα κρούσματα και να θεραπευτούν το συντομότερο δυνατόν.