Η τεχνολογία δεν είναι μοναδικός σύμμαχος στην προσπάθεια για έγκαιρη διάγνωση λοιμώξεων και νοσημάτων, καθώς η ίδια η φύση φρόντισε να προικίσει με πανίσχυρη όσφρηση διάφορα είδη του ζωικού βασιλείου, καθιστώντας τη μύτη τους έγκυρο διαγνωστικό εργαλείο.

Πέρα από τον σκύλο, ο οποίος μπορεί να εντοπίσει μυρίζοντας και γλείφοντας κακοήθεις σπίλους που αποδείχθηκαν κακόηθες μελάνωμα, πολλά ακόμα ζώα και έντομα, από τα μικροσκοπικά σκουλήκια C elegans και τα μυρμήγκια έως τα ποντίκια, έχουν επιδείξει μεγάλες ικανότητες στην ανίχνευση ασθενειών σε βιολογικά δείγματα και ανθρώπους κατά τη διάρκεια πειραμάτων.

«Μπορούν να εντοπίσουν μεγάλη ποικιλία ασθενειών -από τον καρκίνο και τις ουρολοιμώξεις έως την COVID-19 και τη λοίμωξη από Clostridium difficile. Πολλές από αυτές τις ασθένειες είναι δυνητικά σοβαρές, ιδίως σε ευάλωτους και ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς, οπότε η ακριβής και έγκαιρη ανίχνευση είναι απαραίτητη» αναφέρει η Jacqueline Boyd, Επίκουρη Καθηγήτρια Ζωικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Nottingham Trent, σε άρθρο της στο The Conversation για τρία απίθανα ζώα που μπορούν να μυριστούν τα προβλήματα υγείας στον άνθρωπο.

1. Σκύλοι

Photo: Shutterstock

Οι σκύλοι αποτελούν μάλλον το πιο γνωστό παράδειγμα ζώου που μπορεί να ανιχνεύσει πλήθος ασθενειών, που περιλαμβάνουν τη νόσο Πάρκινσον, τον καρκίνο της ουροδόχου κύστης και την ελονοσία, αλλά και διαταραχές στην υγεία ασθενών με χρόνια νοσήματα όπως επιληπτικές κρίσεις σε άτομα με επιληψία ή υπογλυκαιμία σε διαβητικούς ασθενείς.

Εν προκειμένω, είναι η εντυπωσιακή οσφρητική ικανότητά τους που τους επιτρέπει να ανιχνεύουν συγκεκριμένες οσμές, ακόμη και σε εξαιρετικά χαμηλές συγκεντρώσεις. «Πράγματι, η αίσθηση της όσφρησης του σκύλου εκτιμάται 10.000 φορές ισχυρότερη από τη δική μας. Μπορούν ακόμη και να χρησιμοποιούν τα ρουθούνια τους ανεξάρτητα το ένα από το άλλο όταν εξερευνούν νέες μυρωδιές» σημειώνει η Boyd.

Οι σκύλοι ανίχνευσης σε βιολογικά υλικά (βιοανίχνευση = biodetection) και οι σκύλοι υπηρεσίας εκπαιδεύονται να συνδέουν συγκεκριμένες μυρωδιές με μια ανταμοιβή, όπως ένα σνακ ή ένα παιχνίδι, και στη συνέχεια μαθαίνουν να εντοπίζουν αλλαγές στις οσμές ή άλλα χαρακτηριστικά του χειριστή τους όπως στις κινήσεις του, και να προλάβουν επί παραδείγματι μια κρίση.

2. Αρουραίοι

Photo: Shutterstock

Χάρη στην εξαιρετικά δυνατή τους μύτη σε ορισμένες οσμές, οι αφρικανικοί γιγάντιοι αρουραίοι μπορούν να εντοπίσουν άτομα με φυματίωση, μυρίζοντας απλώς τη χημική υπογραφή της νόσου σε δείγμα σάλιου από ύποπτα περιστατικά. Είναι μάλιστα τόσο γρήγοροι που δεν χρειάζονται παρά 20 λεπτά για να εξετάσουν 100 δείγματα ασθενών, ενώ το ποσοστό επιτυχίας αγγίζει το 81%! Όλα αυτά για μια λιχουδιά όπως αβοκάντο ή μπανάνα.

3. Μέλισσες

Όπως οι σκύλοι και οι αρουραίοι, οι μέλισσες μπορούν, με το εξαιρετικά ευαίσθητο οσφρητικό τους σύστημα, να ανιχνεύσουν χημικές αλλαγές που σχετίζονται με ασθένειες όπως ο καρκίνος του πνεύμονα, η  φυματίωση και η COVID-19.

Οι ερευνητές έχουν καταφέρει να εκπαιδεύσουν τις μέλισσες να αντιδρούν στην παρουσία συγκεκριμένων οσμών, δείχνοντας την προβοσκίδα (γλώσσα) τους για μια ανταμοιβή με ζάχαρη. Με την εκπαίδευση, η μέλισσα μαθαίνει να αντιδρά με τον ίδιο τρόπο και γίνεται εξαιρετικά ευαίσθητη σε μυρωδιές που συνδέονται με ασθένειες, ενώ χάρη στο μικροσκοπικό της μέγεθός γίνεται ακόμα πιο οικονομική εναλλακτική για γρήγορο έλεγχο δειγμάτων.

Πιο ανεπτυγμένες αισθήσεις

«Πολλά είδη, συμπεριλαμβανομένων των σκύλων, των αρουραίων και των μελισσών, μπορούν να ανιχνεύσουν πολύ λεπτές αλλαγές στις πτητικές οργανικές ενώσεις (VOCs), ουσίες που εκκρίνει το σώμα σε πολύ χαμηλά επίπεδα, ακόμη και όταν είναι υγιές. Στην πραγματικότητα, ο αέρας που εκπνέει ο άνθρωπος περιέχει περίπου 3.500 διαφορετικές VOCs. Η σύνθεση και η συγκέντρωση των VOCs που εκκρίνει το σώμα αλλάζει ανάλογα με την υγεία του ατόμου -και θα είναι διαφορετική αν πολεμά μια μόλυνση ή αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα υγείας» εξηγεί η Boyd.

«Οι δεξιότητες που έχουν διαφορετικά είδη στο να ανιχνεύουν με ακρίβεια ασθένειες», καταλήγει η Boyd, «ενδεχομένως να καθιστούν τα εκπαιδευμένα ζώα ανίχνευσης έναν αποτελεσματικό, μη επεμβατικό, γρήγορο και οικονομικό τρόπο για έλεγχο συγκεκριμένων καταστάσεων υγείας». Αρκεί να υπάρξει τροποποίηση στη νομοθεσία που σήμερα επιτρέπει τη χρήση τους συνεπικουρικά για προσυμπτωματικό και όχι διαγνωστικό έλεγχο.