Η προχθεσινή ανακοίνωση του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ) σε σχέση με την αύξηση περιστατικών κοκκύτη στη χώρα μας, ενέτεινε την ανησυχία για λοιμώξεις που προλαμβάνονται με τα εμβόλια, ωστόσο έχουν επανέλθει στην Ευρώπη και την Ελλάδα και απειλούν με σοβαρές επιπλοκές και θανάτους.
Οι πολίτες ακούνε το τελευταίο διάστημα για έξαρση της ιλαράς, μιας «ξεχασμένης» στο μυαλό των περισσότερων ασθένειας, πλέον και για κοκκύτη. Την ίδια στιγμή, η μηνιγγίτιδα αποτελεί τον «εφιάλτη» των γονέων. Πρόκειται για λοιμώξεις μεταδοτικές και εν δυνάμει σοβαρές, που προλαμβάνονται με τον εμβολιασμό εδώ και δεκαετίες. Με αυτό ως δεδομένο προκύπτει εύλογα το καθημερινό ερώτημα «γιατί επιστρέφουν;».
Σύμφωνα με τον Καθηγητή Πνευμονολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, Νίκο Τζανάκη, δεν είναι εύκολη η απάντηση και είναι περισσότερο σύνθετη κατάσταση, αφού κάθε λοίμωξη έχει τις ιδιαιτερότητές της. «Σε ό,τι αφορά στην ιλαρά, παρατηρούνται εμβολιαστικά κενά που λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού αυξήθηκαν και τα κρούσματα αφορούν σε συγκεκριμένους πληθυσμούς, όπως είναι οι Ρομά, και χώρες, όπως είναι η Ρουμανία».
Στην Ελλάδα έχουν καταγραφεί οκτώ περιστατικά ιλαράς, αριθμός που κρίνεται μικρός σε σχέση με την έξαρση που καταγράφουν άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ειδικά η Ρουμανία. Ωστόσο, ο κίνδυνος εμφάνισης επιπλέον περιστατικών θεωρείται υψηλός και δεν αποκλείεται από τους ειδικούς η εμφάνιση μιας νέας επιδημίας. Η τελευταία στη χώρα μας ήταν την περίοδο 2017-2018 με περισσότερα από 3.200 κρούσματα και τέσσερις θανάτους.
Όπως τονίζει ο κ. Τζανάκης, η ιλαρά είναι η πιο μολυσματική νόσος που υπάρχει. «Σκεφτείτε ότι είναι έως 5 φορές πιο μολυσματική από τον κορωνοϊό. Επομένως, η εμβολιαστική κάλυψη πρέπει να ξεπερνά το 95%», εξηγεί στο ygeiamou.gr. Στο πλαίσιο ενίσχυσης της εμβολιαστικής κάλυψης, η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών συστήνει τον άμεσο εμβολιασμό με το εμβόλιο ιλαράς-ερυθράς-παρωτίτιδας (MMR) των παιδιών, των εφήβων και των ενηλίκων που δεν έχουν εμβολιαστεί με τις απαραίτητες δόσεις.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα εμβολιασμών παιδιών και εφήβων, συστήνονται δύο δόσεις του εμβολίου MMR, με τη 2η δόση να χορηγείται σε ηλικία 24–36 μηνών (μπορεί όμως να χορηγηθεί και νωρίτερα, αρκεί να έχουν περάσει 4 εβδομάδες μετά από την πρώτη δόση). Και οι δύο δόσεις εμβολίου πρέπει να χορηγούνται μετά από τον 12ο μήνα ζωής. Παιδιά και έφηβοι που δεν έχουν εμβολιασθεί με τη 2η δόση πρέπει να την αναπληρώσουν το ταχύτερο δυνατόν. Αναφορικά με τους ενήλικες, τονίζεται ότι σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα εμβολιασμών ενηλίκων, τα άτομα που γεννήθηκαν πριν το 1970 θεωρούνται άνοσα. Όσοι έχουν γεννηθεί μετά το 1970, θα πρέπει να έχουν εμβολιασθεί με δύο δόσεις MMR, με μεσοδιάστημα τουλάχιστον 4 εβδομάδων μεταξύ των δόσεων. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει ιστορικό νόσησης ή το ιστορικό εμβολιασμού είναι άγνωστο, το άτομο θεωρείται μη εμβολιασμένο και συστήνεται η χορήγηση δυο δόσεων εμβολίου με ελάχιστο μεσοδιάστημα 4 εβδομάδων.
Η περίπτωση του κοκκύτη
Σε ό,τι αφορά στον κοκκύτη, μία λοίμωξη για την οποία τα εμβόλια ξεκινούν από τους πρώτους μήνες ζωής στην Ελλάδα, ο κ. Τζανάκης επισημαίνει πως είναι μία νόσος που κάνει κύκλους επανεμφάνισης ανά τρία έως πέντε χρόνια περίπου. «Πιθανόν έπεσε και ο εμβολιαστικός ρυθμός λόγω της πανδημίας και πυροδοτήθηκε η έξαρση», αναφέρει. Στην Ελλάδα το πρώτο δίμηνο του 2024 καταγράφηκαν 34 κρούσματα κοκκύτη, εκ των οποίων 17 παιδιά και έφηβοι. Τα έξι αφορούσαν σε βρέφη ηλικίας κάτω του ενός έτους και δυστυχώς ένα νεογνό κατέληξε.
Ο κ. Τζανάκης στο ίδιο μήκος κύματος με παιδιάτρους και ειδικούς του ΕΟΔΥ σημειώνει ότι το πρόβλημα με τον κοκκύτη είναι σοβαρότερο στα βρέφη. Για αυτό και είναι επιτακτική η ανάγκη εμβολιασμού των εγκύων γυναικών κατά του κοκκύτη σε κάθε μία κύηση, ανεξάρτητα εάν εμβολιάστηκαν πλήρως στην παιδική τους ηλικία. «Το παιδικό εμβόλιο συνήθως χάνει την προστασία του μετά τα 40. Για αυτό και οι ενήλικες πρέπει να το επαναλαμβάνουν ανά δεκαετία», τονίζει ο κ. Τζανάκης.
Ο φόβος της μηνιγγίτιδας
Παράλληλα με την ιλαρά, τον κοκκύτη, τη μόνιμη παρουσία του κορωνοϊού και την εποχική της γρίπης, «πονοκέφαλος» για τους γονείς είναι και η μηνιγγίτιδα. Είναι, άλλωστε, πρόσφατο το περιστατικό της φοιτήτριας στην Πάτρα η οποία νοσηλεύεται σε σοβαρή κατάσταση μετά από κεραυνοβόλο έκφραση μηνιγγίτιδας.
Με τον όρο βακτηριακή μηνιγγίτιδα, σύμφωνα με τον ΕΟΔΥ, εννοείται η οξεία λοίμωξη του κεντρικού νευρικού συστήματος από βακτηρίδια με συμμετοχή των μηνίγγων. Στους υπεύθυνους λοιμογόνους παράγοντες περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων ο μηνιγγιτιδόκοκκος.
Η μετάδοση των λοιμογόνων παραγόντων γίνεται με άμεση επαφή από άτομο σε άτομο με σταγονίδια των αναπνευστικών εκκρίσεων. Πηγή εξάπλωσης αποτελούν οι ασυμπτωματικοί φορείς που υπολογίζονται στο 10% περίπου του γενικού πληθυσμού και φθάνουν ως το 25% των εφήβων και νεαρών ενηλίκων. Η μηνιγγιτιδοκοκκική νόσος μπορεί να εκδηλωθεί ως μηνιγγιτιδοκοκκική μηνιγγίτιδα, σηψαιμία ή και τα δύο.
Η χώρα μας επιτηρεί τη μηνιγγιτιδοκοκκική νόσο μέσω του συστήματος υποχρεωτικής δήλωσης. Κατά τη χρονική περίοδο 2004-2023 δηλώθηκαν στον ΕΟΔΥ συνολικά 1.133 κρούσματα μηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου. Η επίπτωση του νοσήματος παρουσίασε σημαντική πτωτική πορεία από το 2013 έως το 2022. Ειδικά την περίοδο της πανδημίας Covid-19, η επίπτωση της νόσου έφτασε στα χαμηλότερά της επίπεδα και αυτό αποδόθηκε στην εφαρμογή περιοριστικών μέτρων (κοινωνική αποστασιοποίηση, χρήση μάσκας, κλείσιμο σχολείων). Το έτος 2023 η επίπτωση της νόσου αυξήθηκε φτάνοντας σε προπανδημικά επίπεδα. Το νόσημα παρουσίασε την υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης στην ηλικιακή ομάδα 0-4 ετών, ακολουθούμενη από τις ηλικιακές ομάδες 5-14 ετών και 15-24 ετών. Στις ηλικιακές ομάδες άνω των 25 ετών η μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση της μηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου είναι ιδιαίτερα μικρή. Στη χώρα μας, το 77,1% των περιπτώσεων μηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου, όπου έγινε προσδιορισμός της οροομάδας, οφείλεται στην οροομάδα Β, ενώ 2η σε συχνότητα είναι η οροομάδα C.