To 1905, η Αμερικανίδα βιολόγος και γενετίστρια Nettie Maria Stevens ανακαλύπτει κατά τη μελέτη ενός είδους σκουληκιών (mealworms) ότι το φύλο προσδιορίζεται από τα χρωμοσώματα Χ και αυτό που η ίδια ονόμασε Υ, και όχι από περιβαλλοντικούς παράγοντες όπως η διατροφή και η θέση του εμβρύου, κατά τις επικρατέστερες τότε θεωρίες. Αυτό που δεν χρειάστηκε να διαπιστώσει πειραματικά στο εργαστήριο, όπως και καμιά από τις συγκαιρινές της ερευνήτριες αφού το συμπέραιναν στην καθημερινή τους εμπειρία, ήταν ότι το φύλο τους θα έθετε όρια στην ανέλιξή τους και στην αναγνώριση του έργου τους.
Η ανακάλυψη των χρωμοσωμάτων του φύλου πιστώθηκε στον επίσης βιολόγο και γενετιστή Thomas Hunt Morgan, με τη Stevens να συγκαταλέγεται στα «θύματα» αυτού που η ιστορικός της επιστήμης και επίτιμη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Cornell, Margaret W. Rossiter, ονόμασε το 1993 «φαινόμενο Matilda»: τα εύσημα για τον κόπο της απονεμήθηκαν σε κάποιον άνδρα επιστήμονα, όπως συνέβη με τόσες άλλες γυναίκες στο πεδίο της έρευνας και επιστήμης που «διαγράφηκαν» από την ιστορία, όπως κατήγγειλε σε δοκίμιό της το 1870 η σουφραζέτα Matilda Gage.
Σχεδόν 120 χρόνια μετά και ενώ ηγούνται πρωτοποριακών ερευνών σε όλο τον κόσμο, οι γυναίκες επιστήμονες εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν μόλις το 33,3% των ερευνητών παγκοσμίως και το έργο τους σπάνια αναγνωρίζεται στο μέτρο που του αξίζει. Σύμφωνα με στοιχεία της UNESCO, από το σύνολο των απονεμηθέντων βραβείων Νομπέλ για την επιστήμη κάτι λιγότερο από 4% αφορά το γυναικείο φύλο, στο οποίο αντιστοιχεί και μία μόλις στις 10 (11%) ανώτερες ερευνητικές θέσεις στην Ευρώπη.
Ενόσω η υποτίμηση των γυναικών διατρέχει ασύγγνωστα τους αιώνες, με άνδρες βραβευθέντες με Νομπέλ Ιατρικής να προβαίνουν στις μέρες μας σε σεξιστικά αστεία, πολλές ερευνήτριες στα ανδροκρατούμενα πεδία της εφαρμοσμένης επιστήμης, της μηχανικής και της τεχνολογίας, εξακολουθούν να παλεύουν με το «σύνδρομο του απατεώνα» (imposter syndrome), να αμφισβητούν δηλαδή οι ίδιες τα επαγγελματικά ή άλλα επιτεύγματά τους και να «σαμποτάρουν» μόνες την καριέρα τους, όπως το είχαν περιγράψει σε επιστολή τους στο Science δύο διακεκριμένοι Έλληνες επιστήμονες.
Φέτος, για την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας στις 8 Μαρτίου, τα Ηνωμένα Έθνη καλούν για συμμετοχή με σύνθημα «Επενδύστε στις γυναίκες: Επιταχύνετε την πρόοδο». Εξ αφορμής της ημέρας μνήμης, το ygeiamou ετοίμασε ένα αφιέρωμα σε πέντε -λιγότερο ή περισσότερο- αφανείς ηρωίδες της επιστήμης, για να τιμήσει τα επιτεύγματα και τους αγώνες των γυναικών για ισότητα.
1. Marie Curie, Πολωνή φυσικός και χημικός (1867-1934)
H Maria Salomea Skłodowska-Curie, η επιστήμονας που άνοιξε τον δρόμο για την ανάπτυξη των ακτίνων Χ, αφήνοντας το αποτύπωμά της στην επιστήμη της απεικόνισης και την αντιμετώπιση του καρκίνου με αντίτιμο την ίδια της ζωή, ήταν η πρώτη γυναίκα καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης και πρώτη και μοναδική γυναίκα που τιμήθηκε δύο φορές με Βραβείο Νομπέλ, το 1903 στη Φυσική για τις έρευνές της με τον Pierre Curie πάνω στα φαινόμενα ακτινοβολίας που ανακάλυψε ο καθηγητής Henri Becquerel και το 1911 στη Χημεία για την ανακάλυψη του ραδίου και του πολωνίου και τη μελέτη των ιδιοτήτων τους.
Η λάμψη των παραπάνω φαίνεται μάλλον να καλύπτει -παρά φωτίζει- μια σκοτεινή πλευρά του πρώτου Νομπέλ, όπως την καταγράφει το Αμερικανικό Ινστιτούτο Φυσικής: το 1903, η συντηρητική, ξενοφοβική Γαλλική Ακαδημία Επιστημών προτείνει τον Henri Becquerel και τον Pierre Curie για το βραβείο Φυσικής, όχι όμως και τη Marie. Το όνομά της μπαίνει στη λίστα χάρη σε παρέμβαση του Σουηδού μαθηματικού Magnus Goesta Mittag-Leffler, μέλους της επιτροπής υποψηφιοτήτων και υπέρμαχου των γυναικών επιστημόνων.
2. Rosalind Franklin, Αγγλίδα φυσικός και χημικός με ειδίκευση στην κρυσταλλογραφία (1920-1958)
Η Rosalind Franklin, λαμπρή επιστήμονας και εξειδικευμένη κρυσταλλογράφος, συνέβαλε καθοριστικά με το έργο της στην ανακάλυψη του DNA. Η περιβόητη «Φωτογραφία 51» του 1952 από την Franklin και το διδακτορικό της φοιτητή Raymond Gosling, θα αναδειχθεί στη διασημότερη ακτινογραφία του κόσμου, αποκαλύπτοντας για πρώτη φορά τη δομή της διπλής έλικας του DNA.
Για την «ανακάλυψη της μοριακής δομής του DNA, η οποία βοήθησε στην επίλυση ενός από τα σημαντικότερα βιολογικά αινίγματα» το 1953, τιμήθηκαν με το Νομπέλ Ιατρικής το 1962 τρεις άνδρες· οι Francis Crick, James Watson και Maurice Wilkins. Πώς όμως έφτασαν εκεί;
Ο Wilkins, που εργαζόταν όπως η Franklin στο King’s College, δείχνει χωρίς την άδειά της στους Watson και Crick, που επίσης προσπαθούσαν να αποκωδικοποιήσουν τη δομή του DNA, την περίφημη φωτογραφία. Παράλληλα, βρίσκονται στα χέρια τους αδημοσίευτα αποτελέσματα της Franklin σχετικά με τις παρατηρήσεις της από τον μοριακό βιολόγο Max Perutz. Βασισμένοι στα παραπάνω και τη δική τους έρευνα, δημοσιεύουν ταυτόχρονα με τους Franklin και Gosling τα ευρήματά τους στο Nature το 1953.
Εκτός του DNA, η έρευνα της Franklin πάνω στη δομή του άνθρακα επέτρεψε στα βρετανικά στρατεύματα κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο να εκτιμήσουν την απόδοση των καυσίμων στα οχήματά τους και βελτιώσουν τις μάσκες αερίων, ενώ η εργασία της για το RNA και τους ιούς συνέβαλε στο έργο του χημικού Aaron Klug για τη δημιουργία τρισδιάστατων εικόνων των ιών, το οποίο έλαβε το βραβείο Νομπέλ Χημείας το 1982.
Ένα σημαντικό μέρος από την προσφορά της στην επιστήμη αναγνωρίστηκε μετά τον θάνατό της από καρκίνο στις ωοθήκες το 1958. Ήταν μόλις 37 ετών.
3. Nettie Stevens, Αμερικανίδα βιολόγος και γενετίστρια (1861-1912)
Η Stevens, που αναφέρθηκε στην αρχή του αφιερώματος, ανακάλυψε κατά τη μελέτη σκουληκιών ότι τα αρσενικά παρήγαγαν γαμέτες με χρωμοσώματα Χ και Υ, ενώ τα θηλυκά με μόνο με Χ, αποκαλύπτοντας τον ρόλο της γενετικής στο φύλο. Σε αντίστοιχα ευρήματα είχε οδηγηθεί και ο πρωτοπόρος Αμερικανός ζωολόγος και γενετιστής Edmund Beecher Wilson που, μολονότι προηγήθηκε κατά έναν μήνα στη δημοσίευση της μελέτης του, είχε αναφέρει στις υποσημειώσεις του τα ευρήματα της Stevens. Δεν έπραξε το ίδιο εντούτοις και ο επιβλέπων της κατά τις διδακτορικές σπουδές της, βραβευθείς εντέλει με Νομπέλ για τις ανακαλύψεις του για τα χρωμοσώματα, Thomas Hunt Morgan.
Ο Morgan δεν αναφέρθηκε ποτέ στα ευρήματα της Stevens -ούτε και του Wilson- που είχαν προηγηθεί, ενώ σύμφωνα με την Αμερικανίδα βιολόγο και καθηγήτρια Βιολογίας Laura Mays Hoopes, καίτοι αλληλογραφούσε με διάφορους επιστήμονες, στη Wilson ζητούσε συνεχώς λεπτομέρειες για τη δουλειά της.
Toν Δεκέμβριο του 1905, χρονιά δημοσίευσης για τις μελέτες των Stevens και Wilson, η Αμερικανική Εταιρεία Φυσικών διοργανώνει στο Πανεπιστήμιο Columbia συνέδριο για τη «Βιολογική σημασία και τον Έλεγχο του Φύλου». Οι Morgan και Wilson προσκαλούνται ως ομιλητές, όχι όμως και η Wilson.
4. Bessie Blount, Αμερικανίδα νοσηλεύτρια, εφευρέτρια και γραφολόγος (1914-2009)
Ήταν περίπου 7 ετών όταν η δασκάλα τη χτύπησε στα δάχτυλα γιατί ήταν αριστερόχειρας. Σαν αποτέλεσμα, η Bessie Griffin (κατόπιν Blount), έμαθε να γράφει και με τα δύο χέρια, καθώς και με το στόμα και τα δάχτυλα των ποδιών της. Έγινε νοσηλεύτρια και φυσικοθεραπεύτρια, και αποφάσισε να βοηθήσει με τις δεξιότητές της νεαρούς που επέστρεφαν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με ακρωτηριασμένα άκρα, ώστε να μάθουν νέους τρόπους για να επιτελούν καθημερινές εργασίες.
To 1948, κατοχυρώνει την πατέντα για μια συσκευή σίτισης για άτομα με απώλεια ή παράλυση άνω άκρων, την οποία δούλευε για πέντε χρόνια, έχοντας ξοδέψει περί τα 3.000 δολάρια από δικά της χρήματα για την κατασκευή της. Σχεδιάζει και κατασκευάζει επίσης ένα μη αυτόματο σύστημα σίτισης, για το οποίο έλαβε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, το οποίο στερεωνόταν στο λαιμό ενός ατόμου και μπορούσε να κρατήσει ένα πιάτο ή ένα φλιτζάνι.
Η Αμερικανική Ένωση Βετεράνων δεν δείχνει ενδιαφέρον για την αγορά των δικαιωμάτων για τη συσκευή. Σε ναυάγιο οδηγείται και η προσπάθεια εξασφάλισης χρηματοδότησης στην τηλεοπτική εκπομπή για σύγχρονες εφευρέσεις “The Big Idea”. Εν τέλει, δωρίζει τα δικαιώματα στη γαλλική κυβέρνηση, ώστε οι άνθρωποι να μπορούν ελεύθερα να επωφεληθούν από την εφεύρεση. «Ας μη με θυμάστε» θα δηλώσει η ίδια χρόνια μετά. «Είναι για αυτό που έχουμε συνεισφέρει στην ανθρωπότητα· ότι ως μαύρες γυναίκες μπορούμε να κάνουμε περισσότερα από το να θηλάζουμε μωρά και να καθαρίζουμε τουαλέτες».
5. Alice Ball, Αμερικανίδα χημικός (1892-1916)
Η Alice Ball, η πρώτη Αφρο-Αμερικανίδα χημικός από το Πανεπιστήμιο της Χαβάης, έδωσε τη λύση σε ένα μείζον θέμα δημόσιας υγείας στις αρχές του 20ου αιώνα, τη νόσο του Hansen ή λέπρα κατά τη δημώδη ονομασία.
Πριν από την ανακάλυψη των αντιβιοτικών, το παχύρευστο έλαιο από τους σπόρους του δέντρου υδνόκαρπος ήταν μοναδική λύση για τους ασθενείς. Η ενέσιμη χορήγησή του ήταν επώδυνη, ενώ η επάλειψη και η από του στόματος λήψη δεν είχαν σημαντικά αποτελέσματα. To 1915, σε ηλικία 23 ετών, η Ball ανακάλυψε ότι απομονώνοντας τους αιθυλεστέρες που υπήρχαν στα λιπαρά οξέα του ελαίου, τότε μπορούσε να αναμειχθεί με νερό και να χορηγηθεί εύκολα μέσω ένεσης.
Πέθανε νέα, μερικούς μήνες μετά την ανακάλυψη και τον διορισμό της στο Τμήμα Χημείας του Πανεπιστημίου, από επιπλοκές σχετιζόμενες με ατύχημα στο εργαστήριο. Ο επικεφαλής του τμήματός της, Arthur Dean, συνέχισε το έργο της και δημοσίευσε τη διαδικασία που ανακάλυψε η Ball, βαπτίζοντάς τη «Μέθοδος Dean» από το όνομά του. Ήταν η παρέμβαση ενός θαυμαστή του έργου της, του Δρ Harry Hollmann, που συνέβαλε στην καθιέρωση της τεχνικής ως «Μέθοδος Ball».
Διαβάστε επίσης:
Κάπνισμα: Η «απελευθερωτική» συνήθεια που «σκλάβωσε» την υγεία των γυναικών