Προκειμένου να αξιολογήσει το επίπεδο ετοιμότητας των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΕ/ΕΟΧ) για την αντιμετώπιση των εστιών γρίπης των πτηνών, το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC) διεξήγαγε δύο έρευνες.
Η μία αξιολογεί την εργαστηριακή ικανότητα μοριακής διάγνωσης και χαρακτηρισμού των ιών της ζωονόσου και η άλλη εστιάζει στα μέτρα που εφαρμόζονται για την προστασία των εκτεθειμένων ατόμων κατά τη διάρκεια εστιών γρίπης των πτηνών υψηλής παθογονικότητας. Και οι δύο έρευνες ανέδειξαν τα βασικά πλεονεκτήματα και τα κοινά σημεία μεταξύ των κρατών μελών, ενώ παράλληλα προσδιόρισαν σημαντικούς τομείς αποκλίσεων και ευκαιρίες για περαιτέρω ανάπτυξη.
«Παρόλο που τα κρούσματα στον άνθρωπο είναι πολύ σπάνια και δεν έχουν εμφανιστεί μέχρι σήμερα στην ΕΕ/ΕΟΧ, η ζωονόσος γρίπη των πτηνών έχει τη δυνατότητα πανδημίας», αναφέρει η Andrea Ammon, διευθύντρια του ECDC. «Μια επικαιροποιημένη επανεξέταση της εργαστηριακής ικανότητας και των μέτρων για την προστασία των ανθρώπων κατά τη διάρκεια κρουσμάτων στα ζώα είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση ενός επαρκούς επιπέδου ετοιμότητας».
Σχεδόν όλες οι χώρες που απάντησαν ανέφεραν ότι διαθέτουν κατευθυντήριες γραμμές για τη διαχείριση των μολυσμένων ζώων σε κρούσματα γρίπης των πτηνών υψηλής παθογονικότητας σε πουλερικά ή σε ανιχνεύσεις σε άγρια πτηνά για τους γεωργούς, τους σφαγείς, τους κτηνιάτρους και πολίτες που εκτίθενται άμεσα σε νεκρά άγρια πτηνά.
Υπήρξε, επίσης, ευρεία ευθυγράμμιση όσον αφορά στις συστάσεις για τον ατομικό προστατευτικό εξοπλισμό στο πλαίσιο των εστιών πουλερικών, καθώς και για τον έλεγχο των ανθρώπων που αναφέρουν αναπνευστικά συμπτώματα μετά από έκθεση σε γρίπη των πτηνών υψηλής παθογονικότητας.
Σχεδόν όλα τα εργαστήρια που συμμετείχαν στην εργαστηριακή έρευνα ανέφεραν ένα σημαντικό επίπεδο εμπειρογνωμοσύνης και ικανότητας για την ανίχνευση των ιών της γρίπης των πτηνών και άλλων πηγών ιών γρίπης από ζώα και η πλειοψηφία μπορεί επίσης να χαρακτηρίσει γενετικά τους ιούς αυτούς. Επιπλέον, τα δύο τρίτα των εργαστηρίων είναι σε θέση να απομονώσουν τους ιούς της ζωονόσου γρίπης και να εξετάσουν την ευαισθησία σε αντιικά φάρμακα και το ένα τρίτο των εργαστηρίων μπορεί να χαρακτηρίσει περαιτέρω αντιγονικά τους ιούς αυτούς.
Για να βοηθήσει τις χώρες στην αντίδρασή τους σε ενδεχόμενη έκθεση του ανθρώπου στους ιούς της γρίπης των πτηνών, το ECDC εξέδωσε επίσης ένα πρωτόκολλο διερεύνησης που πρέπει να χρησιμοποιείται σε ενδεχόμενες περιπτώσεις ανθρώπινων κρουσμάτων λοίμωξης στην ΕΕ/ΕΟΧ. Αυτό καθορίζει μέτρα για την παρακολούθηση και τη διαχείριση ατόμων που εκτέθηκαν σε μολυσμένα ζώα και σε ανθρώπινα κρούσματα γρίπης των πτηνών, καθώς και για τη διαχείριση της δημόσιας υγείας πιθανών και επιβεβαιωμένων ανθρώπινων κρουσμάτων. Παρέχει επίσης καθοδήγηση για την ανίχνευση κρουσμάτων, τη διερεύνηση άλλων πιθανών κρουσμάτων, τις δοκιμές, την ανίχνευση επαφών, την αναφορά και κοινοποίηση κρουσμάτων, την επικοινωνία κινδύνου και τα προληπτικά μέτρα.