Μία 25χρονη Ελληνίδα, η Αρετή Ηλία, εξέπεμψε εφέτος από το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων (European Centre for Disease Prevention and Control, ECDC) το σήμα κινδύνου για την αλόγιστη χρήση των αντιβιοτικών στην Ευρώπη.
Η προσωπική ιστορία της Αρετής ως ογκολογικής ασθενούς που σε ηλικία 13 ετών έδινε επί εβδομάδες μάχη μέσα στο νοσοκομείο Παίδων «Η Αγία Σοφία» κατά του ανθεκτικού βακτηρίου Klebsiella, συμπυκνώνει όλες τις παθογένειες που συνδέονται με την κατάχρηση των αντιβιοτικών και ακολούθως με τη μικροβιακή αντοχή που αναπτύσσεται, θέτοντας σε μείζονα κίνδυνο τη Δημόσια Υγεία, παγκοσμίως και στη χώρα μας. «Ήμουν πραγματικά πεπεισμένη ότι οι γιατροί θα θεραπεύσουν τη λευχαιμία, αλλά δεν ήμουν σίγουρη αν θα καταφέρω να ξεπεράσω τη λοίμωξη που εμφάνισα λόγω του μικροβίου» λέει πλέον μιλώντας στο ΘΕΜΑ.
Δώδεκα χρόνια μετά η Αρετή απολαμβάνει τη ζωή της, είναι ένας υγιής, χαρούμενος, ζωντανός άνθρωπος και εργάζεται ως φαρμακοποιός. Ωστόσο, η μάχη με την Klebsiella συνεχίζεται αμείωτη στα ελληνικά νοσοκομεία – στη θέση της Αρετής βρέθηκαν και βρίσκονται πολλοί νοσηλευόμενοι. Το 2022 στην Ελλάδα καταγράφηκε ένας από τους υψηλότερους αριθμούς νοσοκομειακών λοιμώξεων στην Ευρώπη λόγω του συγκεκριμένου βακτηρίου, που έχει αναπτύξει αντοχή στα περισσότερα αντιβιοτικά ευρέος φάσματος, και ιδίως στην καρβαπενέμη.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία του ECDC το 2020 σημειώθηκαν περισσότερες από 800.000 λοιμώξεις στην Ευρώπη λόγω βακτηρίων ανθεκτικών στα αντιβιοτικά και περισσότεροι από 35.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους ως άμεση συνέπεια αυτών των λοιμώξεων. Εξ αυτών εκτιμάται ότι περίπου 4.000 κατέληξαν από επιπλοκές μετά τη μόλυνσή τους με Klebsiella.
«Για κάποιον σαν εμένα που έχει ταλαιπωρηθεί πολύ από τις νοσοκομειακές λοιμώξεις και έχει κινδυνέψει η ζωή του, το εφετινό μήνυμα του ECDC “Προλαμβάνοντας τη μικροβιακή αντοχή μαζί’’ αποκτά άλλο περιεχόμενο. Ωστόσο, έχει ουσία και αφορά κάθε έναν από εμάς. Πράγματι, μόνο όλοι μαζί μπορούμε να προλάβουμε τη μικροβιακή αντοχή, να κάνουμε ό,τι πρέπει και ό,τι μπορούμε για μην στερηθούμε τα λίγα όπλα που έχουμε ακόμη στη διάθεσή μας για να αντιμετωπίζουμε τα βακτήρια. Τα αντιβιοτικά είναι πολύτιμα φάρμακα και η διαφύλαξη της αποτελεσματικότητάς τους μας αφορά όλους» λέει στο ΘΕΜΑ, η Αρετή Ηλία.
Η ίδια ως φαρμακοποιός πλέον αισθάνεται μεγάλο το φορτίο της ευθύνης: «Το αίτημα, που γίνεται και απαίτηση πολλές φορές, για ένα αντιβιοτικό, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη χορήγησή του, είναι συχνό φαινόμενο στα φαρμακείο. Χρειάζεται πολλή εκπαίδευση στους πολίτες και έλεγχος σε όσους συνταγογραφούν ή χορηγούν τα αντιβιοτικά, δηλαδή σε γιατρούς και φαρμακοποιούς».
Η διάγνωση της λευχαιμίας
Ήταν Ιούνιος του 2012 όταν η Αρετή διαγνώστηκε με οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία. Μια αδιαθεσία οδήγησε σε περαιτέρω έλεγχο τον παιδίατρο και μέσα σε χρόνο ρεκόρ η μικρή τότε μαθήτρια, που μόλις είχε τελειώσει την Α’ γυμνασίου, βρέθηκε στο Παίδων και στην τότε Ογκολογική Μονάδα, νυν Ογκολογικό Νοσοκομείο «ΕΛΠΙΔΑ- Μαριάννα Βαρδινογιάννη». Μαζί της ήταν στην πολύμηνη νοσηλεία της η μητέρα της, ενώ ο πατέρας της και οι άλλες δύο αδελφές της, 17 και 5 χρόνων αντίστοιχα, την επισκέπτονταν τα Σαββατοκύριακα – ταξίδευαν από το Αλιβέρι Ευβοίας όπου έμενε η οικογένεια.
«Ήταν δύσκολο. Με εξαίρεση δύο ημέρες τον Αύγουστο και άλλες δύο τον Δεκέμβριο του 2011, που είχα επιστρέψει στο σπίτι μας, έμεινα στο Παίδων για έναν χρόνο. Οι γιατροί μου είχαν εξηγήσει τι μπορεί να συμβεί μετά τη χημειοθεραπεία. Όμως κανείς δεν με είχε προετοιμάσει – ούτε και θα μπορούσε – για το ενδεχόμενο του να μην κάνω θεραπεία. Όταν εμφάνισα τον πυρετό που δεν υποχωρούσε, και ελέγχθηκε η προσβολή του ούτως ή άλλως αδύναμου οργανισμού μου από κάποιο βακτήριο, όλοι είχαν ταραχθεί. Η λοίμωξη λόγω της Klebsiella μου στερούσε ουσιαστικά τη δυνατότητα να αντιμετωπίσω τη λευχαιμία» περιγράφει η Αρετή.
Θυμάται ακόμη πόσο ευάλωτη ένιωθε και πόσο ανοχύρωτη, παρότι βρισκόταν μέσα στο νοσοκομείο, περιστοιχισμένη από τους καλύτερους, όπως τονίζει, γιατρούς και νοσηλευτές. «Η λοίμωξη με ταλαιπώρησε για εβδομάδες. Ήταν πολύ δύσκολο όταν οι γιατροί μου είπαν ότι το μικρόβιο είχε αποικίσει τον καθετήρα Hickman που μου είχαν τοποθετήσει για τη χημειοθεραπεία, οπότε έπρεπε να αφαιρεθεί. Κι ακόμη πιο δύσκολο όταν, για να προστατευθεί το ανοσοποιητικό μου, έμενα τελείως μόνη μου στο δωμάτιο και ερχόταν μόνο μία νοσοκόμα με ειδική στολή, αυτές που όλοι μάθαμε πολύ αργότερα λόγω του κορωνοϊού, για να με φροντίσει» ανατρέχει στις κρίσιμες εκείνες ημέρες για τη ζωή της. «Δεν μπορούσα πια να αγγίξω ή να αγκαλιάσω τη μητέρα μου. Αυτές οι στιγμές στην απομόνωση, παρότι αποφασίστηκαν για το καλό μου, για τη ζωή μου την ίδια, ήταν οι χειρότερες σε όλη την περίοδο που πέρασα στην ογκολογική κλινική» λέει σήμερα η Αρετή.
Εξίσου έντονα όμως θυμάται – και ανατρέχει- στις χαρούμενες στιγμές, γιατί «ίσως τελικά αυτές μου έδιναν δύναμη και ώθηση να συνεχίσω να προσπαθώ για τη ζωή μου. Επιλέγω να θυμάμαι και τη χαρά που μοιραστήκαμε όλοι στον όροφο όταν οι εργαστηριακές εξετάσεις έδειξαν πως το μικρόβιο καταπολεμήθηκε και μπορούσα να ξεκινήσω και πάλι θεραπεία» λέει.
Θυμάται χαρακτηριστικά την πρώτη μέρα χωρίς πυρετό: «Έκλαιγα και ένιωθα εξαιρετικά ευγνώμων. Ήξερα τότε ότι είχα κερδίσει την πρώτη μάχη και ήμουν τελικά έτοιμη να αντιμετωπίσω τη δεύτερη, τον καρκίνο».
Η επιλογή της να ασχοληθεί με τις επιστήμες υγείας ήρθε σαν φυσική συνέχεια της θεραπείας και του εξιτηρίου της, τον Ιούνιο 2013. «Ήθελα να προσφέρω ό,τι μου πρόσφεραν όλοι οι επαγγελματίες υγείας στη διάρκεια της νοσηλείας μου αλλά και μετά. Να ανταποδώσω ό,τι είχα λάβει. Αυτό αισθάνομαι ό,τι κάνω. Βάζω το δικό μου ελάχιστο λιθαράκι, όταν εξηγώ για παράδειγμα, με υπομονή σε κάποιον που έρχεται στο φαρμακείο γιατί δεν πρέπει να πάρει αντιβίωση για λίγες ημέρες, όσο κρίνει ο ίδιος, ή γιατί δεν πρέπει να πάρει αντιβίωση επειδή έχει μια ίωση. Πρέπει όλοι να δυναμώσουμε τη φωνή μας γι’ αυτό. Τα αντιβιοτικά πρέπει να χρησιμοποιούνται με σύνεση και μόνο όταν χρειάζονται» καταλήγει, ευχόμενη το μήνυμά της μέσω του ECDC να ακουστεί όσο πιο δυνατά γίνεται.