*Για το θέμα μιλά ο Παντελής Παναγάκης, Δερματολόγος – Αφροδισιολόγος, διευθυντής ΕΣΥ και συντονιστής του Ιατρείου Ψωρίασης στο Νοσοκομείο «Ανδρέας Συγγρός»

Στο παρελθόν, η ψωρίαση γινόταν αντιληπτή ως μια «χρόνια, φλεγμονώδης, υποτροπιάζουσα, δυσίατος δερματοπάθεια». Παρότι τα ακριβή αίτια εμφάνισης της ψωρίασης παραμένουν έως και σήμερα άγνωστα, έπειτα από χρόνια ερευνών έχει επιτευχθεί σημαντική διαλεύκανση της παθογένειας, η οποία έχει επιβεβαιώσει τον ανοσολογικό μηχανισμό της νόσου, αλλά και μια συνάρτηση γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων, που επηρεάζουν την εμφάνισή της. Έτσι, πλέον «η ψωρίαση θεωρείται μία αυτοφλεγμονώδης νόσος, η οποία είναι πιθανό να συνυπάρχει με πολλά συστηματικά νοσήματα, έχοντας σημαντικές επιπτώσεις, τόσο κοινωνικοοικονομικές όσο και στην ποιότητα ζωής των ασθενών», εξηγεί ο κ. Παντελής Παναγάκης, Δερματολόγος – Αφροδισιολόγος, διευθυντής ΕΣΥ και συντονιστής του Ιατρείου Ψωρίασης στο Νοσοκομείο «Ανδρέας Συγγρός».

Στην ψωρίαση, η επιδερμίδα αντικαθίσταται με ταχύτερο από τον φυσιολογικό ρυθμό, έως και επτά φορές γρηγορότερα. Η ανανέωση των κερατινοκυττάρων του δέρματος διαρκεί μόλις 4 ημέρες, αντί για 28, που ισχύει φυσιολογικά. Ο ταχύς και ανώμαλος πολλαπλασιασμός των κυττάρων της επιδερμίδας δημιουργεί τη χαρακτηριστική κλινική εικόνα της πάχυνσης. Η ψωρίαση χαρακτηρίζεται από την παρουσία έντονα ερυθρών πλακών, που καλύπτονται από «ασημένια λέπια».

Πρόκειται για μια πάθηση με μακροχρόνια πορεία και εναλλαγή υφέσεων και εξάρσεων. Το φύλο και η ηλικία δεν φαίνεται να διαδραματίζουν ιδιαίτερο ρόλο, αφού η νόσος δεν κάνει διακρίσεις και προσβάλλει εξίσου άνδρες και γυναίκες όλων των ηλικιών. Έχουν παρατηρηθεί δύο ηλικιακές κορυφές επίπτωσης της νόσου και βάσει αυτών διακρίνουμε δύο τύπους σύμφωνα με τον κ. Παναγάκη. Ο τύπος 1 αφορά την πρώιμη έναρξη της νόσου, η οποία εκδηλώνεται μεταξύ 6 και 22 ετών, θεωρείται βαρύτερη, χαρακτηρίζεται από οικογενειακό ιστορικό και συσχετίζεται κατά 85% με το γονίδιο HLA-Cw6, στο οποίο αποδίδεται η εκδήλωση της ψωρίασης. Ο τύπος 2 εκδηλώνεται σε ηλικία 57-60 ετών, δεν αποδίδεται σε οικογενειακό ιστορικό, ενώ η συσχέτισή του με το γονίδιο HLA-Cw6 αγγίζει μόλις το 5%. Εκτιμάται, δε, ότι θα εκδηλώσει ηπιότερη πορεία.

Ο ρόλος της κληρονομικότητας

Είναι μύθος ή αλήθεια ότι η ψωρίαση είναι κληρονομική; Ο κ. Παναγάκης εξηγεί ότι η «η ψωρίαση δεν θεωρείται κληρονομικό νόσημα, αλλά μια πάθηση με κληρονομική προδιάθεση». Αυτό σημαίνει ότι ο κίνδυνος εμφάνισης της νόσου αυξάνεται ανάλογα με την ύπαρξη ή όχι του νοσήματος στον έναν ή και τους δύο γονείς. Ειδικότερα, όσοι δεν έχουν γονείς με ψωρίαση αντιμετωπίζουν μόλις έναν 4% κίνδυνο να εμφανίσουν τη νόσο, ποσοστό το οποίο ανεβαίνει στο 28% όταν ένας γονέας πάσχει, στο 65% όταν και οι δύο γονείς έχουν την πάθηση και στο 84% όταν τόσο οι γονείς όσο και τα αδέλφια νοσούν. Ωστόσο, η κληρονομικότητα δεν αρκεί για να εμφανιστεί η νόσος. Η εκδήλωσή της προκαλείται από τους εκλυτικούς παράγοντες όπως λόγου χάρη, το στρες.

Ο παράγοντας του στρες

Το στρες αποτελεί έναν από τους εκλυτικούς παράγοντες για την εκδήλωση ψωρίασης σε άτομα με κληρονομική προδιάθεση. Άλλοι εκλυτικοί παράγοντες είναι τα τραύματα, οι λοιμώξεις, διάφορα φάρμακα (β-αναστολείς, ΜΣΑΦ, ανθελονοσιακά, λίθιο, τετρακυκλίνες κ.ά.), μεταβολικοί και ορμονικοί παράγοντες, καθώς και συνήθειες όπως το κάπνισμα και η κατανάλωση αλκοόλ.

Μύθος ή αλήθεια ότι ο ήλιος επιδεινώνει τη νόσο;

Η αλήθεια είναι πως η έκθεση στον ήλιο βελτιώνει την εικόνα της δερματοπάθειας, ενώ τα σημεία του σώματος που εκτίθενται στο φυσικό φως πλήττονται λιγότερο συχνά από τις εξάρσεις της νόσου. Στην πραγματικότητα, η έκθεση στον ήλιο με τη μορφή της φωτοθεραπείας αποτελεί μία από τις μεθόδους που εφαρμόζονται σήμερα για τη διαχείριση της νόσου.

Τα πολλά πρόσωπα της νόσου

Η πιο συχνή μορφή της νόσου είναι η ψωρίαση κατά πλάκας και αφορά το 80% των περιπτώσεων. Εμφανίζεται με σαφώς οριζόμενες ερυθηματώδεις πλάκες, που καλύπτονται από παχιά αργυρόχροα λέπια. Μπορεί να εμφανιστούν παντού στο σώμα, όμως συχνότερα εντοπίζονται σε αγκώνες, γόνατα και τριχωτό κεφαλής.

Η σταγονοειδής ψωρίαση είναι συχνότερη σε παιδιά και νεαρούς ενηλίκους και συνήθως ακολουθεί μια στρεπτοκοκκική λοίμωξη. Χαρακτηρίζεται από διάσπαρτες μικρές, ερυθηματολεπιδώδεις βλατίδες, με γενικευμένη κατανομή σε κορμό και άκρα.

Μία ακόμη μορφή της νόσου είναι η φλυκταινώδης ψωρίαση που χαρακτηρίζεται από απουσία υπερκερατωσικών πλακών, ενώ υπάρχει ο σχηματισμός φλυκταινών στην επιδερμίδα. Διακρίνεται στην εντοπισμένη (παλαμών – πελμάτων) και στη γενικευμένη μορφή.

Τέλος, η σοβαρότερη μορφή της νόσου είναι η ερυθροδερμική ψωρίαση. Χαρακτηρίζεται από καθολική φλεγμονή και ερυθρότητα του δέρματος, ενώ συνυπάρχουν και συστηματικά συμπτώματα (πυρετός, κακουχία). Απαιτεί άμεση ιατρική παρέμβαση.

«Νεότερα δεδομένα έχουν αλλάξει την αντίληψη ότι η ψωρίαση είναι μία νόσος που εντοπίζεται μόνο στο δέρμα, στη διαπίστωση πως η ψωρίαση είναι μια συστηματική νόσος, που εκδηλώνεται και στο δέρμα», εξηγεί ο κύριος Παναγάκης. Μελέτες έχουν δείξει πως οι ασθενείς με μέτρια ως σοβαρή ψωρίαση έχουν υψηλότερο κίνδυνο συστηματικών συν-νοσηροτήτων, όπως μεταβολικό σύνδρομο, καρδιαγγειακά νοσήματα, θρομβοεμβολικά επεισόδια, φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου και, φυσικά, τη συχνή συνύπαρξη (20-30%) με την ψωριασική αρθρίτιδα. Έχει υπολογιστεί ότι η καρδιαγγειακή συν-νοσηρότητα έχει επίπτωση στο προσδόκιμο ζωής των ασθενών με σοβαρή ψωρίαση, με βραχύτερη επιβίωση κατά 3,5 έτη για τις γυναίκες και 4,4 έτη για τους άνδρες. Η ακριβής παθογένεια όλων αυτών των νοσημάτων είναι κάτι το οποίο μένει να αποσαφηνιστεί, όμως αδιαμφισβήτητος κοινός παράγων παραμένει η φλεγμονή.

Πόσο επηρεάζει την ποιότητα ζωής των ασθενών

Η ψωρίαση είναι μια νόσος που χαρακτηρίζεται από σημαντική επιβάρυνση της ποιότητας ζωής των ασθενών. Έχει φανεί ότι συνδέεται με αγχώδη συνδρομή, ενεργό κατάθλιψη, ακόμη και με αυτοκτονικό ιδεασμό. Είναι γνωστό ότι η πορεία της νόσου χαρακτηρίζεται από υφέσεις και εξάρσεις. Φαίνεται ότι 47% των ασθενών αναφέρουν μία έξαρση της νόσου μηνιαίως. Και, βέβαια, «κάθε έξαρση της νόσου συνδέεται με αγωνία και άγχος, τα οποία, με τη σειρά τους, σχετίζονται με συμπεριφορές που έχουν περαιτέρω επίπτωση στην υγεία του ασθενούς και στις εξάρσεις της ψωρίασης» επισημαίνει ο ειδικός. Το νόσημα έχει σημαντικό αντίκτυπο και στην ποιότητα ζωής των συγγενών των ασθενών, οι οποίοι βιώνουν έντονα τόσο τις δυσκολίες στην καθημερινότητα των ασθενών όσο και τον κοινωνικό στιγματισμό που οι ασθενείς υφίστανται.

Η αλήθεια για τη αντιμετώπιση

Έως τώρα, δεν υπάρχει κάποια μόνιμη διαθέσιμη θεραπεία για την ψωρίαση. Οι υπάρχουσες θεραπείες έχουν ως στόχο να διακόπτουν τον κύκλο που προκαλεί αυξημένη παραγωγή επιδερμιδικών κυττάρων, ώστε να εξαλείφουν τα λέπια, βελτιώνοντας την εμφάνιση του δέρματος, να αποτρέπουν βλάβες των αρθρώσεων στην περίπτωση ψωριασικής αρθρίτιδας και να βελτιώνουν την ποιότητα ζωής των ασθενών.

Οι διαθέσιμες θεραπείες

Οι θεραπείες της ψωρίασης ανήκουν σε τρεις μεγάλες ομάδες:

  • τις τοπικές θεραπείες,
  • τη φωτοθεραπεία και
  • τις συστηματικές θεραπείες

Τοπικές θεραπείες

Χρησιμοποιούμενες μόνες τους, οι κρέμες και αλοιφές μπορούν να αντιμετωπίσουν την ήπια έως μέτριας βαρύτητας ψωρίαση, ειδάλλως απαιτείται συνδυασμός με τις άλλες δύο κατηγορίες θεραπειών.

Φωτοθεραπεία

Η έκθεση στο φυσικό ή υπεριώδες φως είναι από τις απλούστερες θεραπείες για την ψωρίαση και, σε πολλές περιπτώσεις, αρκετά αποτελεσματική. Το υπεριώδες τμήμα της ηλιακής ακτινοβολίας είναι αυτό που καταστρέφει τα ενεργοποιημένα Τ κύτταρα και περιορίζει τη φλεγμονή. Η μικρή, καθημερινή, ελεγχόμενη έκθεση μπορεί να βελτιώσει τα συμπτώματα, ωστόσο η υπερβολική έκθεση στον ήλιο μπορεί να προκαλέσει έγκαυμα, με αποτέλεσμα την εμφάνιση ψωριασικών πλακών. Το 80% των ασθενών με ψωρίαση αναφέρουν σημαντική βελτίωση της νόσου κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού (συνήθως συνιστάται η απογευματινή έκθεση στον ήλιο όταν η ένταση της ακτινοβολίας είναι χαμηλή). Επιπλέον, ελεγχόμενες δόσεις της UVB φωτοθεραπείας μπορούν να βελτιώσουν τα συμπτώματα ήπιας έως μέτριας ψωρίασης. Παροδικές ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνουν ερυθρότητα, κνησμό και ξηροδερμία.

Συστηματικές θεραπείες

Οι συστηματικές αγωγές χρησιμοποιούνται συνήθως όταν οι τοπικές αγωγές έχουν αποτύχει να μειώσουν τα συμπτώματα ή όταν η ψωρίαση είναι σοβαρότερης μορφής. Μπορεί να έχουν μορφή χαπιών, πόσιμων διαλυμάτων ή ενέσεων. Οι θεραπείες αυτές διακρίνονται σε παραδοσιακές συστηματικές θεραπείες (μεθοτρεξάτη, κυκλοσπορίνη, ακιτρεκίνη), αναστολείς φωσφοδιεστεράσης και βιολογικούς παράγοντες.

Κομβική η ενημέρωση του ασθενούς

Όντας ένα χρόνιο νόσημα, η ψωρίαση χρήζει συνεχούς παρακολούθησης, ενώ για την επιλογή της κατάλληλης θεραπείας, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τυχόν συνυπάρχοντα νοσήματα. Απαραίτητη είναι η πλήρης ενημέρωση του ασθενούς για τη νόσο και την πορεία της, τη μη μεταδοτικότητα αυτής, την κληρονομικότητα, τη συσχέτισή της με παθήσεις του κυκλοφορικού συστήματος, τη δυνατότητα θεραπείας της, την ελεγχόμενη έκθεση στον ήλιο, την αποφυγή υγρού και κρύου κλίματος, την κατάλληλη ψυχολογική υποστήριξη, την αποφυγή τραυματισμών, λοιμώξεων και φαρμάκων που επιδεινώνουν τη νόσο, την ενυδάτωση του δέρματος, τη χρήση ειδικών σαπουνιών (ενυδατικά), την αποφυγή του στρες και την υιοθέτηση μιας αισιόδοξης προσέγγισης.

Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο τεύχος ν.10 του περιοδικού ygeiamou που κυκλοφόρησε με ΤΟ ΘΕΜΑ το Σάββατο 28/10