Το ποσοστό των ατόμων με αναπηρία 20-64 ετών που μετέχουν στον ενεργό πληθυσμό (εργατικό δυναμικό) είναι 23,7%, και των απασχολούμενων ατόμων με σοβαρή αναπηρία ηλικίας 20-64 ετών 18,4%. Στο σύνολο των ανέργων με αναπηρία ηλικίας 20-64 ετών, το 65% αντιμετωπίζει μακροχρόνια ανεργία.
Η συντριπτική πλειονότητα των νέων με αναπηρία, όχι μόνο βρίσκεται εκτός εργατικού δυναμικού σε ποσοστό 84%, αλλά ταυτόχρονα είναι και εκτός εκπαιδευτικής διαδικασίας: το 82% των οικονομικά ανενεργών ατόμων με αναπηρία και ηλικία 15-44 ετών, δεν παρακολουθεί κάποιο πρόγραμμα εκπαίδευσης ή κατάρτισης
«Τα δεδομένα που παρουσιάζονται στο 14ο δελτίο στατιστικής πληροφόρησης του Παρατηρητηρίου Θεμάτων Αναπηρίας της Ε.Σ.Α.μεΑ. σκιαγραφούν μια ιδιαίτερα ανησυχητική κατάσταση στον τομέα της απασχόλησης η οποία απέχει δραματικά από την εκπλήρωση των απαιτήσεων της Σύμβασης του ΟΗΕ αναφορικά με τα εργασιακά δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία: Το πεδίο της εργασίας εξακολουθεί να αποτελεί για τα άτομα με αναπηρία πεδίο απροσπέλαστο, πεδίο σημαντικών φραγμών και διακρίσεων που παρεμποδίζουν σοβαρά την άσκηση του δικαιώματος στη εργασία σε ίση βάση με τους άλλους» αναφέρει η ΕΣΑμεΑ, η οποία αναγνωρίζοντας τη θεμελιώδη σημασία του δικαιώματος στην εργασία για την κοινωνική ένταξη και την εκπλήρωση άλλων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, έχει θέσει ψηλά στην ερευνητική του ατζέντα του Παρατηρητηρίου, τα ζητήματα της απασχόλησης.
Τα συμπεράσματα του 14ου Παρατηρητηρίου Θεμάτων Αναπηρίας
Στο τελευταίο δελτίο στατιστικής πληροφόρησης, αναλύονται και παρουσιάζονται βασικοί δείκτες για την απασχόληση και την ένταξη στην εργασία των ατόμων με αναπηρία στην Ελλάδα. Πηγή των πρωτογενών στοιχείων που επεξεργάστηκε και παρουσιάζει για πρώτη φορά στην Ελλάδα το Παρατηρητήριο Θεμάτων Αναπηρίας, αποτελεί το 1ο κύμα της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού έτους 2022 της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής και της Eurostat, η οποία συμπεριέλαβε ερωτήματα για την υγεία και την αναπηρία (Δείκτης Gali-Routed Version), που εφεξής θα περιλαμβάνονται στο ερωτηματολόγιο της έρευνας, με συχνότητα κάθε δύο χρόνια.
Η ανάλυση επικεντρώνεται σε 2 ηλικιακές ομάδες: στις κατεξοχήν παραγωγικές ηλικίες από 20 έως 64 ετών, και στην ηλικιακή κατηγορία από 15 έως 44 ετών, δηλαδή στους νέους και τα άτομα στην πρώιμη φάση της ενήλικης ζωής.
Ο πληθυσμός των ατόμων με αναπηρία 15 ετών και άνω εκτιμάται στο 10% του πληθυσμού. Σε απόλυτους αριθμούς τα άτομα με αναπηρία, με βάση την έρευνα αναφοράς και την επεξεργασία του Παρατηρητηρίου Θεμάτων Αναπηρίας, εκτιμήθηκαν σε 1.054.735.
Σε ό,τι αφορά τα άτομα με αναπηρία στις παραγωγικές ηλικίες 20-64 ετών, το ποσοστό τους στο εργατικό δυναμικό είναι ιδιαίτερα χαμηλό, στο 23,7%.
Το ποσοστό των απασχολούμενων ατόμων με σοβαρή αναπηρία 20-64 ετών ανέρχεται μόλις στο 18,4% (41. 909 άτομα), με το χάσμα απασχόλησης των ατόμων με αναπηρία, σε σύγκριση με τον πληθυσμό χωρίς αναπηρία, να υπολογίζεται στις 50 μονάδες.
Για τα άτομα με αναπηρία που εργάζονται, η ανάλυση των στοιχείων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η εύρεση εργασίας σε αυτή την κατηγορία πολιτών επαφίεται σε σημαντικά μεγαλύτερο βαθμό στην λειτουργία των άτυπων κοινωνικών δικτύων, του οικογενειακού και κοινωνικού περιβάλλοντος. Πιο αναλυτικά, το 57% των απασχολούμενων ατόμων με αναπηρία, βρήκαν εργασία μέσω φίλων, συγγενών ή γνωστών, έναντι αντίστοιχου ποσοστού 38% των ατόμων χωρίς αναπηρία. Αντιστοίχως, ιδιαίτερα χαμηλό είναι το ποσοστό των ατόμων με αναπηρία που βρήκε εργασία μέσω της ΔΥΠΑ (πρώην ΟΑΕΔ) καθώς και όσων απευθύνθηκαν σε εργοδότες. Το ποσοστό των ατόμων με αναπηρία που αναφέρει την απάντηση σε αγγελία ως επιτυχή τρόπο εύρεσης εργασίας είναι σχεδόν μηδενικό.
Σε ό,τι αφορά τα άτομα με αναπηρία ηλικίας 15-44 ετών, ο δείκτης συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό είναι μόλις 16%. Ο δείκτης απασχόλησης των νέων και ενηλίκων ως 44 ετών ανέρχεται μόλις στο 12,5%, όταν στην ίδια ηλικιακή ομάδα, τα άτομα χωρίς αναπηρία είναι ενταγμένα στην απασχόληση σε ποσοστό 58%.
Ιδιαίτερα ανησυχητικό εύρημα για τους νέους και τα άτομα σε πρώιμη ενηλικίωση είναι ότι η μεγάλη πλειονότητα τους, όχι μόνο αποτελούν οικονομικά ανενεργό πληθυσμό αλλά ταυτόχρονα βρίσκεται εκτός εκπαιδευτικής διαδικασίας, είτε τυπικής είτε μη τυπικής. Πιο αναλυτικά το 82% των ανενεργών ατόμων με αναπηρία και ηλικία 15-44 ετών, δεν παρακολουθεί κάποιο πρόγραμμα εκπαίδευσης ή κατάρτισης, είτε εντός είτε εκτός του εκπαιδευτικού συστήματος.
«Στη σημερινή συγκυρία, στα απότοκα της υγειονομικής κρίσης ήρθαν να προστεθούν αλλεπάλληλοι επιβαρυντικοί παράγοντες και κίνδυνοι για το διαθέσιμο εισόδημα, την αξιοπρεπή διαβίωση και την υγεία των πολιτών (ενεργειακή κρίση, πληθωρισμός, κλιματική κρίση κ.α.). Σε αυτό το απειλητικό τοπίο, τα άτομα με αναπηρία και οι οικογένειες τους έχουν έρθει σε επικίνδυνα οριακό σημείο ως προς την δυνατότητα τους να καλύπτουν βασικές ανάγκες διαβίωσης. Αυτή η συνθήκη καθιστά τα ευρήματα του Δελτίου του Παρατηρητηρίου Θεμάτων Αναπηρίας ακόμα πιο ζοφερά, αφού χαρτογραφούν μια ολόκληρη κατηγορία πληθυσμού, που ξεπερνάει το 1.000.000 άτομα, η οποία βρίσκεται εντελώς αποκλεισμένη από το θεμελιώδες δικαίωμα πρόσβασης στην εργασία και συνεπώς στην αξιοπρεπή διαβίωση» σημειώνουν οι εκπρόσωποι της ΕΣΑμεΑ.
Η θέση της Ε.Σ.Α.μεΑ., για την εκπόνηση και εφαρμογή από την ελληνική Πολιτεία ολοκληρωμένης εθνικής στρατηγικής για την απασχόληση και την εργασία των ατόμων με αναπηρία και ειδικότερα των νέων, επανέρχεται επιτακτικά ως αδήριτη αναγκαιότητα. Προϋπόθεση για την εκπόνηση εθνικής στρατηγικής αποτελεί η ουσιαστική διερεύνηση των εμποδίων και των αναγκών που έχουν τα άτομα με αναπηρία σε επίπεδο προσαρμογών και υποστήριξης στην εργασία, αλλά και απόκτησης νέων δεξιοτήτων, προκειμένου να αυξηθούν οι προοπτικές απασχόλησής τους και να ενθαρρυνθούν ως προς την ενεργό αναζήτηση εργασίας. Προτεραιότητα της Πολιτείας θα πρέπει να είναι η λήψη θετικών μέτρων ενίσχυσης της απασχόλησης, η προώθηση της προσβασιμότητας στην εργασία, καθώς και η εφαρμογή εναλλακτικών μορφών εργασίας (π.χ. υποστηριζόμενη απασχόληση) που θα επιτρέψουν στα άτομα με σοβαρές αναπηρίες, τα οποία χρήζουν πρόσθετης υποστήριξης, να ασκήσουν το θεμελιώδες δικαίωμα στην εργασία.
Η εθνική στρατηγική για την απασχόληση των ατόμων με αναπηρία σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να συνδεθεί με μια νέα επιδοματική πολιτική που να μην στερεί τα αναπηρικά επιδόματα από τους εργαζόμενους με αναπηρία, επιδόματα που αποσκοπούν στην κάλυψη του πρόσθετου κόστους διαβίωσης που η αναπηρία δημιουργεί, και όχι στην κάλυψη των κοινών βιοποριστικών αναγκών.